ΑΣΑΝΣΕΡ

Ήμασταν φοιτητές. Ξέραμε καλά πως αυτή η ανέμελη περίοδος σύντομα θα τέλειωνε, και δεν θα επέστρεφε ποτέ ξανά καμία εκδοχή της. Με τον Τάσο είχαμε κολλήσει από το δεύτερο έτος. Ήμασταν κι οι δύο από επαρχία και δεν κάναμε παρέα με άλλους. Μαζευόμασταν πάντα σπίτι του, εγώ έμενα στην εστία.

Σεπτέμβριο του 2005 βλέπαμε τον ημιτελικό Ελλάδα-Σερβία στο ευρωμπάσκετ. Είχαμε πάρει σουβλάκια από ένα καινούργιο μαγαζί και η παραγγελία αργούσε. Η πείνα μας συναγωνιζόταν την πείνα όλων για διακρίσεις μετά το Euro και τους Ολυμπιακούς.

Ρε φίλε, αυτό το ασανσέρ είναι πιο αργό κι από τον θάνατο, είπε ο ντελιβεράς όταν έφτασε επιτέλους. Δεν είχε κι άδικο, η πολυκατοικία του Τάσου ήταν παλιά, το ασανσέρ μικρό. Μου έκανε εντύπωση όμως αυτό που είπε, πιο πολύ γιατί η εμφάνισή του δεν σε προδιέθετε για μια τέτοια παρομοίωση: καγκούρικο κούρεμα, ξεβαμμένο τζιν, σταν σμιθ παπούτσια. Άφησα να μου ξεφύγει ένα μικρό γελάκι καθώς του έβαζα στο χέρι τα λεφτά. Τα σουβλάκια είχαν πανιάσει.

Πρέπει να το φτιάξετε το ασανσέρ κάποια στιγμή, να βάλετε ένα καινούργιο, δεν ξέρω, είπα στον Τάσο με το στόμα μπουκωμένο. Ήταν πάντως νόστιμα. Εκείνος σήκωσε αδιάφορα τους ώμους: έλα ρε, μια χαρά είναι, επειδή πέταξε ο άλλος τη μαλακία; άντε, αρχίζει το δεύτερο ημίχρονο.

Μετά το ματς βγήκαμε μια βόλτα να μας χτυπήσει το κρύο. Δυο-τρεις παρέες πανηγύριζαν. Συζητούσαμε για τη μετά το πτυχίο εποχή, για το πώς θα ανοίγαμε μαζί ένα γραφείο και θα βγάζαμε πολλά λεφτά για να πηγαίνουμε ταξίδια σε ευρωπαϊκές πρωτεύουσες και να δοκιμάζουμε τοπικές σπεσιαλιτέ χωρίς να μας νοιάζει τίποτα. Για τα κομμένα μαθήματα, για τις κοπέλες που δεν μας κάθονταν, μα πιο πολύ γελούσαμε, περιμέναμε πώς και πώς να πιάσουμε δουλειά.

Καθώς γυρνούσαμε, τον ρώτησα αν θυμόταν την εγχείρησή μου στο διάφραγμα πριν κάνα δυο χρόνια. Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, αλλά είχα μείνει μέσα τρεις μέρες, στα λευκά, μόνος μου, με γάζες που έφταναν μέχρι τη γλίτσα του εγκεφάλου. Όταν μου τις αφαίρεσαν, νόμισα ότι θα μου έτρεχαν τα μυαλά από τη μύτη.

Ο Τάσος ερχόταν και μου έφερνε γλυκά που δεν μπορούσα να φάω και μου έλεγε τα κουτσομπολιά της σχολής. Παραξενεύτηκε, πού το θυμήθηκες τώρα αυτό; Δεν ξέρω, έτσι. Έλα, χαλάρωσε, περάσαμε στον τελικό σήμερα, ρε φίλε θα πάρουμε και το μπάσκετ, το πιστεύεις; Δεν ήταν κάτι σπουδαίο, αλλά με είχαν ναρκώσει για τρεις ώρες κι όταν άνοιξα τα μάτια μου το δωμάτιο ήταν λευκό και τρόμαξα.

Τον τελικό με τη Γερμανία δεν τον είδαμε μαζί, ήμουν άρρωστος κι έμεινα στην εστία για μέρες. Όταν ξαναπήγα σπίτι του για ματς, πήραμε από το ίδιο μαγαζί και τα σουβλάκια μάς τα έφερε ένας άντρας γύρω στα σαράντα, με καράφλα και κοιλιά. Τον πλήρωσα και πήρα την τσάντα, την έσκισα σαν ζωάκι, να ξεχυθούν τα σωθικά της πάνω στο τραπέζι. Σε έναν μήνα παρουσιάζαμε διπλωματική, είχαμε άγχος και οι δύο. Φάγαμε, ρευτήκαμε.

Στο ημίχρονο του είπα ότι ήθελα να κάνω μια βόλτα να χωνέψω. Το σουβλατζίδικο ήταν μια τρύπα, ο γύρος κόντευε να τελειώσει, το πιο ακριβές ρολόι. Ρώτησα την κοπέλα πίσω από το ταμείο τι είχε απογίνει το παιδί που έφερνε τις παραγγελίες. Μου απάντησε αμήχανη πως ένα βράδυ τον χτύπησε με το μηχανάκι ένα βαν και άντεξε μόνο λίγες ώρες. Τη ρώτησα πόσο ήταν. Δεν ήξερε, ρώτησε έναν ψηλό λίγο πιο δίπλα και μου είπε δεκαεννιά. Έκανε αφόρητη ζέστη εκεί μέσα και μύριζε λαδίλα. Της ζήτησα να μου βάλει δύο πράσινες.

Όταν γύρισα στον Τάσο, το παιχνίδι κόντευε να τελειώσει. Μου είπε ότι έχασα τις καλύτερες φάσεις κι ότι είμαι μαλάκας που δεν σηκώνω το τηλέφωνο. Μόλις είδε τις μπίρες με αγάπησε πάλι, ήπιαμε, ρευτήκαμε, ευχηθήκαμε στα καλύτερα που έρχονται.

Λίγους μήνες μετά την ορκωμοσία χαθήκαμε. Δεν συνέβη κάτι συγκεκριμένο κι ούτε είναι κάτι που δεν γίνεται συχνά, παρόλο που εμείς λέγαμε ότι δεν θα το επιτρέψουμε. Χτες έμαθα από έναν κοινό γνωστό ότι είναι καλά, ότι έχει βρει δουλειά και βγάζει αρκετά λεφτά, παρά τις δυσκολίες. Εγώ μέχρι να φύγω έξω δουλεύω σε καφετέρια και μένω σε πολυκατοικίαστο Γαλάτσι με έναν συγκάτοικο που βρήκα στο ίντερνετ. Πιτσιλάει τη λεκάνη όταν κατουράει και βάζει τα βράδια δυνατά τη μουσική. Του κάνει εντύπωση που ανεβαίνω πάντα από τις σκάλες.