Ο Θεόδωρος Μπασιάκος στο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης

  • ο επιλεγόμενος Θεόδωρος ο γκαν-γκαν –
    Γεννηθείς το 1963, εν Αθήναις, (με ρίζες εις Καζακλάρ, επ. Τυρνάβου και αλλαχού).
    Έχω κάνει πολλά και διάφορα μέχρι τούδε. Προκοπή δεν έκανα, διότι δεν μου πάει.
    Ποιητικές συλλογές: επισήμως, τα «Μαύρα μάτια» – τραγούδια για γραφομηχανή και τσιγγάνικη ορχήστρα, εκδόσεις Πλανόδιον 2006.
    Περισσότερο πράμα μπορεί κανείς να βρει σε μικρά άτσαλα αυτοσχέδια φυλλάδια με ποιήματα, που κυκλοφορούν από χέρι σε χέρι, μεταξύ φίλων, και βέβαια στα λογοτεχνικά μας περιοδικά.

*

ΕΧΩ ΔΥΟ καρδιές:


μία στο ένα χέρι μία στο άλλο χέρι.
Ως εκ τούτου αγαπώ πώς αλλιώς με τα χέρια.
Στο στήθος
(στη θέση της καρδιάς) έχω ένα γραμμόφωνο.

Ένας άνθρωπος απλός είμαι κι’ εγώ όπως όλοι
( Τί με κυττάς έτσι περίεργα; )

Αν βάλεις στο στήθος μου τ’ αφτί σου
θ’ ακούσεις μουσική:
Κατά πάσα πιθανότητα τσιγγάνικα βιολιά, που μ’ αρέσουν πολύ

ΖΟΥΓΚΛΑ 8.30΄ ΜΜ.

Αυτή την ώρα έπρεπε να ηχούνε τα ταμ-ταμ.
Έπρεπε η φωτιά να καίει τώρα.
Στο καζάνι έπρεπε να βράζει ένας εξερευνητής
ένας ιεραπόστολος
η Τζίνα Λολομπριτζίτα.

Η τηλεόραση είναι μια άθλια κονσέρβα.
Η τηλεόραση είναι ένα άθλιο ζαμπόν σε κονσέρβα.

Οι ειδήσεις μου χαλνούν το στομάχι.
Θέλω στη ζούγκλα να γυρίσω των ανθρωποφάγων παππούδων μου.

ΚΑΙ ΠΟΥΡΚΟΥΑ ΠΑ, ΔΗΛΑΔΗ, ΜΑΝΙΤΣΑ ΜΟΥ;

Θα μπορούσε να είναι έτσι:
Να ’χω δουλειά
Αυτό μονάχα
Ν’ αμείβομαι,
το βασικό
Να μπορώ απλώς να επιστρέφω κάθε μέρα
κατάκοπος στο καμαράκι
με το μεροκάματο στην τσέπη
και μ’ ένα λουλούδι για την καλή μου
Η αγκαλιά της να ’ναι η ξεκούρασή μου
ο έρωτάς της η ανάσα μου
Κι’ αύριο ξανά
πάλι μια από τα ίδια
με μικρές παραλλαγές
ας πούμε: αντί λουλούδι, λουκούμια
ή ένας δίσκος τζαζ…
Τις Κυριακές, απόδραση, στο κύμα, στο ταβερνάκι
Τη μέρα του συλλαλητηρίου, στο συλλαλητήριο…

Χιονίζει σήμερα.
Δεν έχω μία.
Ούτε λουλούδι ούτε λουκούμι
Κάνω όνειρα «μικροαστικά»
Κι’ έτσι μου ’ρχεται να κλάψω –
δεν ξέρω αν από απελπισία ή απ’ την ομορφιά όλης αυτής της απλότητας.

ΩΡΑΙΑ ΕΛΛΑΣ

( στον Σπύρο τον Θεριανό )

Παντού ολόγυρα – κολώνες αρχαίες!
Και παπάδες, πολλοί παπάδες, που τους φιλάνε το χέρι!

Στους καφενέδες – ποιητές αραχτοί
κερνάνε τσίπουρα ο ένας τον άλλονε, και τα ξύνουν…

Ένας τουρίστας ψάχνει το πορτοφόλι του
Φωνάζει σκούζει πως τον κλέψαμε
Τον καθησυχάζω
Δεν χρειάζονται λεφτά εδωπέρα, my friend
Εδώ είμεθα χώρα ποιητών
Γκέγκε;
Ντεν καταλαβαίνει!
Ρε, άμε στο διάβολο.

AUCASSIN ET NICOLETTE MMXIV

Στην κόλαση μου πρέπει εμένα:
με τους μαχαιροβγάλτες
τους γλεντζέδες
και τις σουρλουλούδες,
με τους μουσικούς
και όλα τα καλά παιδιά –
να έχω όμως κι’ εσέ μαζί μου
(ω ακριβή μου φίλη!)

Ο παράδεισος:
μά το στραβό το μάτι μου, τί πλήξη!

Μαζί σου,
ας είναι, έρχομαι και στον παράδεισο! Να ’ρθώ!
(Κάλλιο όμως στην κόλαση).

Η κρεββατοκάμαρα της Νάντιας

Λένε στη Νάπολη:
το σεξ είναι η όπερα της φτωχολογιάς.
Κι’ η Νάντια – ω Νάντια! – είναι η μεγάλη μας ντίβα
η δικιά μας Κάλλας
μόνο λίγο πιο πολύ χοντρή και πιο “χοτ”
ναι, και με μύτη γαλλικιά
ναι, και με περπατησιά πεθεράς ναπολιτάνας

– ω Νάντια! –

μ’ ένα τριαντάφυλλο στα μαλλιά
και παρφουμαρισμένη με σκόρδο

– ω Νάντια! –

παίρνει τον αντρισμό σου
στην κοιλιά της μαχαίρι αφρικάνικο καρφώνει

– ω Νάντια! –

η καριόλα σείεται
η πριμαντόνα ξεφωνίζει την περίφημη άρια

– ω Νάντια! –

καιπέφτουνντουβάριαγυαλιάσπάζουνβραχυκυκλώνουνκαλώδια
Στη γειτ ο νιάμας βρέχειχρυ σ όψαρα!

Μπεκρουλοεμβατήριο

Είναι ο δρόμος αυτός κομμάτι χαρτί
Και το χαρτί είναι δρόμος
Ένα μπουλβάρ πες, ντιπ παριζιάνικο
Αν είναι δυνατόν!
Παριζιάνικο μπουλβάρ στο Καζακλάρι!

Είναι ο ποιητής αυτός ποιητής
Κι’ ο εν λόγω ποιητής είναι ποιητής βεβαίως
Αν κρίνουμε απ’ το περπάτημά του
( κι’ απ’ το καπέλο του ) (bis)
Ελαφρώς σουρωμένος
( μπίτι! φέσι! )

Είναι κι’ ο κίτρινος μούργος αυτός έμπνευση
Κι’ η έμπνευση είναι κίτρινος μούργος
Στο γέρο- πλάϊ του
( χαίρετε! )
Μ’ ένα ξεροκόμματο ποίημα στο στόμα…