«Καραμουρατᾶδες»
Ἐκεῖνο τὸ πρωὶ τὸ φῶς τοῦ ἥλιου
βούτηξε ξανὰ στὴν ἀδικία, ὅτι φανήκανε στὸ ἔμπα τοῦ χωριοῦ, ἔφιπποι, οἱ
κατσικομούρηδες οἱ σκύλοι, λυσσασμένοι γιὰ παλούκωμα καὶ γιὰ ἀργύρια. Καὶ
πήρανε, ξανά, μανάδες καὶ παιδιά·
καὶ μαγαρίσανε τὶς ἄγουρες·
κι ἄλλους τοὺς κόψανε καὶ
σκύλεψαν τὸν τόπο ὅλο τὴν
ὥρα ποὺ ὁ ἀγέρας πέτρωνε ἀπὸ βλαστήμιες κι οὐρλιαχτά.
Σὰ μεσημέριασε,
οἱ χωριάτες μονομεριάσανε κι ἔλαβαν τὴν ἀπόφαση, ἐπειδὴ τὸ κακὸ πλήθαινε κι ἡ
φρίκη ἄγγιζε τὴν τρέλλα, ν’ ἀρχίσουν τὰ παμπάλαια συνήθεια γιὰ νὰ καταπραΰνουν
τοὺς θεοὺς κι ἔτσι νὰ βγοῦνε ἀπ’ αὐτὸ τὸ ἔρεβος.
Τὸ ῥίξανε,
λοιπόν, στὴν ἀφαγία καὶ στὰ πατερμά· κι ἀναμαζώξανε τὰ ζωντανὰ καὶ τὰ
ξεπάστρεψαν ἀπάνω στοὺς βωμούς. Κάποιοι βαλθῆκαν νὰ ξεσκίζουνε τὰ ῥοῦχα τους ἢ
νὰ ξεπατώνουν τὶς γενειάδες τους μπροστὰ στοὺς ἅγιους χορούς, κι ἄλλοι ἀγγίχτηκαν
μὲ λύσσα ἀναμεταξύ τους.
Τὰ βουνὰ ῥίχναν
τὸν ἴσκιο τους στὴ γῆ κι ἡ ὥρα τῆς ἀνάστασης πλησίαζε· ὁ ἀγέρας σειότανε, ἀκόμα,
ἀπ’ τὶς βλαστήμιες, τοὺς βόγγους καὶ τὶς προσευχὲς ὅταν φανήκανε ξανὰ οἱ
σκύλοι, ἔφιπποι. Σὲ λίγο ὅρμαγε στὰ χείλια τῶν χωριαταρέων ὁ λόγος· «Στείλτε στὸν
διάολο τὸν Θεό . . . , στεῖλτε στὸν διάολο τὸν Θεό!» καὶ μ’ ἄγριο βλέμμα
στράφηκαν κατὰ τὴν ἐκκλησιά.
Μεγάλως ὀλολύζοντας
κατέβασαν κι ἀποκεφάλισαν τ’ ἀγάλματα καὶ γδάρανε τοὺς τοίχους ὅλους· ὕστερα,
μαστίγωσανε τὰ τέμπλα καὶ κατούρησαν τὰ σκαλοπάτια. Κουφοὶ κι ἀκίνητοι, ὅμως, οἱ ἁγίοι· κι οὔτ’ ἕνας
εἶδε νὰ σηκώνῃ ἡ Παναγιὰ τὰ χέρια της, τὰ μάτια γιὰ νὰ κλείσῃ. Μόν’ ὁ παπᾶς
κοιτοῦσε μὲ θωριὰ σὰν νὰ μὴν εἶχε αἷμα.
Τώρα ἡ μέρα
χανόταν μὲς στὸ σκοτάδι κι οὔτ’ ἀγεριοῦ ἢ ῥυακιοῦ τραγούδι ἀκούγονταν· μόνο βαρὺς
ὁ στεναγμὸς ἀπ’ τὴν ψυχὴ πετιόνταν, γιατὶ πειστῆκαν τελικὰ πὼς δὲν ὑπάρχει τ ί
π ο τ α γιὰ νὰ τοὺς συγχωρῇ ἢ καὶ νὰ τοὺς λυπᾶται.
Σὰν τό ’μαθαν οἱ
ἄλλοι χάρηκαν καὶ στείλανε πρεσβεία: ἕνας κίναιδος κατὴς μαζὶ μὲ ἰμάμηδες καὶ
παστρικιὲς κόπιασε στὸ χωριὸ γιὰ νὰ
πουλήσῃ θεοὺς στὸν ὄχλο. Ἀμέσως ὅλοι τους προσκύνησαν μὲ ἀνακούφιση καθὼς ἡ
μυρωδιὰ τῆς κνῖσας καὶ τοῦ λίβανου χυνότανε, ἀκόμα, στὴν ἐρμιά.