Η
έννοια της δημιουργίας στο Ξυράφι του
Όκαμ του Αλέξιου
Μάινα
[…]
Το
σώμα μου σιδηροπαγές και άκαμπτο
προτιμά
το θέατρο απ’ τη διχασμένη ζωή του.
(Δέκα
μαδέρια, μια κουρτίνα, λίγο δόλο)
Ποιος
μπορεί να πει εγώ και να εννοεί εμένα;
Υπαισθησία
της διπλανής θέσης
στην
οποία κατακάθομαι.
Ένα
σακί σε σιτοβολώνα
Ένα
σκουριασμένο άλογο.
Ένα
βιβλίο στο ράφι με τα αστυνομικά.
(σ.
55)
Το
Ξυράφι του Όκαμ του Αλέξιου Μάινα
(εκδ. Μικρή Άρκτος, 2014, σ. 79) είναι μια
ποιητική αφήγηση από το εικοσιτετράωρο
πρόγραμμα (από αυγή σε αυγή) του υποκειμένου
που γράφει. Μία ημέρα στη συνείδηση του
ποιητικού εγώ, το οποίο καταγράφει την
πάλη του ανάμεσα στην ποιητική δημιουργία
από τη μία μεριά, και στην τριβή με τις
καθημερινές ασχολίες και συναναστροφές
από την άλλη.
Το
πλαίσιο είναι μοντερνιστικό. Έχουμε
ποίηση με εσωτερικό μονόλογο, σύμφωνη
με τη ροή της συνείδηση. Το ποιητικό εγώ
έχει οξυδέρκεια, σαρκασμό και αυτοσαρκασμό,
αλλά καθετί είναι φευγαλέο στη σκέψη
του, επομένως αδυνατεί να συνδεθεί με
ένα βαθύτερο συναίσθημα ή να δώσει μια
εξέχουσα οπτική εικόνα. Η ματιά είναι
αποσπασματική, κυνική και εγωκεντρική
-παθογένειες της υποκειμενικότητας.
Όσο
προχωρά η αφήγηση το σκηνικό αλλάζει:
Στο σπίτι, επισκέψεις σε φίλους, Αθήνα
κέντρο, στο θέατρο, Πέραμα, π.χ. «Με μια
πιρόγα από φελλό πλησιάζω την κουζίνα./Κουπί
που σπρώχνει τα νερόφιδα/στα κόκκινα
κηρύγματα του ιβίσκου» (σ.18) ή «Ξαφνικά
το Πέραμα και ο Πειραιάς/με πλησίασαν
μέσα στην ήρεμη βουή τους/που προδίδει
νυχτερινή ζωή με ζαρωμένα τραπεζομάντιλα/κι
άγραφες ιστορίες λίγων τετραγωνικών»
(σ. 66). Ο αναγνώστης
ακολουθεί την flânerie του
ποιητή.
Τα
ποιήματα είναι σε ελεύθερο στίχο με
λίγες ομοιοκαταληξίες συνήθως εσωτερικές.
Περιλαμβάνουν ακόμη μακρές φράσεις-περιόδους
σαν κανονική ομιλία. Κάποιες παρομοιώσεις
είναι εξεζητημένες π.χ. «έξω ένα πρωινό
σαν πεταμένη φλοκάτη» (σ. 16), αλλά ο
ποιητής έχει συνείδηση της ευκολίας
και υπονομεύει την εργασία του: «Τίποτα
πρωτόλειο, τίποτα λευκό./Ό,τι και να πεις
είναι τσιτάτο.» (σ. 20).
Συχνά
ολόκληρες στροφές μοιάζουν με απόφθεγμα
(«Δεν υπάρχει τέχνη/υπάρχουν μόνο
καλλιτέχνες./Τους αναγνωρίζεις απ’ τον
τρόπο/που περιφρονούν/τις πλαστικές
καρέκλες μπαλκονιού.», σ. 23). Αποτυπώνουν
ένα συμπέρασμα ή είναι απλά μια κατακλείδα.
Ίσως, όμως, αυτή η επιλογή να μην αφήνει
την απαραίτητη ελευθερία που χρειάζεται
το ποίημα για να αναπτυχθεί και να
αναδυθεί μια καινούρια γλώσσα. Ίσως το
υλικό χρειάζεται λιγότερες συμπερασματικές
διατυπώσεις, λιγότερες τοποθετήσεις
του ομιλούντος/σκεπτόμενου προσώπου,
δηλαδή λιγότερο έλεγχο.
Στο
βιβλίο χτυπάει ένας βορειοευρωπαϊκός
παλμός. Σκέφτομαι έναν Μπέρνχαρντ στη
Ρωσία: «Υποτίθεται πως πρέπει να κάνω
μια εντυπωσιακή είσοδο αλλά μπαίνω και
κάθομαι στην πολυθρόνα» (σ.11).
Υπάρχει μια υπόγεια ροή που επιβάλλει
η συνείδηση και είναι πάντα γοητευτική
γιατί σε αφήνει να κοιτάς στον πολύ
προσωπικό χώρο του αφηγητή-πρωταγωνιστή,
στο μυαλό του.
Η
κεντρική ιδέα του βιβλίου δομείται πάνω
σε ένα θεωρητικό και φιλοσοφικό υπόστρωμα
που αφορά την έννοια της δημιουργίας,
π.χ.:
«Πιθανότητα
Α΄ (ψυχολογική):
Ένας
εσωτερικός οίστρος που φτιάχνει τις
αιτίες του
για
να δικαιολογηθεί. (Να βλέπεις σημαίνει
να προβάλλεις.)
Πιθανότητα
Β΄ (γνωσιολογική):
Η
ομορφιά ως εργαλείο πρόσληψης, ως
δεκανίκι του υποκειμένου
κατά
την έξοδό του στον κόσμο. (Ένα γλυκάκι,
ένα διεγερτικό.)
Πιθανότητα
Γ΄ (ποιητές όλων των χωρών ενωθείτε):
Το
όμορφο σε καλή τιμή ως παρηγοριά
-το
κεφάλαιο των φτωχών.
[…],
(σ. 17)
Ο
ποιητής ανατρέχει σε θεωρίες της
λογοτεχνίας, αναζητώντας το δικό του
εγχειρίδιο γραφής. Χωρίς να αναφέρονται
ρητά, σχολιάζονται κριτικά στο βιβλίο
συμβάσεις, όπως η επίκληση στη μούσα,
πεποιθήσεις, όπως η ιδέα ότι υπάρχουν
“όμορφα” ή “υψηλά” θέματα, θεωρίες,
όπως είναι η ποίηση ως μίμηση (Αριστοτέλης),
η ποίηση ως καθρέφτης της κοινωνίας
(ρεαλισμός), ως προσωπικό ταλέντο
(ρομαντισμός), η ποίηση ως σύμβολο ή
μυθική μέθοδος (μοντερνισμός), η
ποίηση-γραφή ως κόσμος της συνείδησης
(φαινομενολογία). Δεν απαιτείται
εξειδικευμένη γνώση και ο αναγνώστης
μπορεί ακόμη να δει από Σαίξπηρ και
γερμανικό ιδεαλισμό μέχρι γραφές του
20ου αιώνα.
Όμως,
θέτουμε το εξής ερώτημα: Αυτό που
διαβάζουμε είναι κοντά στον σύγχρονο
τρόπο ζωής; Είναι η σκέψη ενός μετανεωτερικού
ανθρώπου του 21ου αιώνα; Μας αφορά; Και
εάν ναι με ποιον τρόπο; Εάν όχι, γιατί
όχι πια; Εφόσον το θέμα του βιβλίου είναι
η ποιητική δημιουργία οφείλουμε να
σκεφτούμε με ποιους όρους
(πολιτικούς-κοινωνικούς) αυτή συμβαίνει,
διότι στο Ξυράφι το
ποιητικό υποκείμενο έχει απορροφηθεί
από τη θεωρητική του κατάρτιση και την
εσωστρέφεια. Κάνει μία κριτική
επισκόπηση των ιδεών αλλά η γραφή του
δεν ανατρέπει ούτε κοιτά λοξά την
παράδοση.
Το
βιβλίο αφορά την αισθητική της δημιουργίας
και πώς η αισθητική παράγει γνώση. Τι
αναπαριστά ένα ποίημα; Ας σκεφτούμε τον
στίχο με τις πλαστικές καρέκλες που
παραθέσαμε προηγουμένως. Πώς αλληλεπιδρά
η συνείδηση και η εμπειρία; Το μότο του
βιβλίου είναι από τον Νοβάλις: «Αναζητούμε
παντού το απόλυτο/και δεν βρίσκουμε
παρά μονάχα πράγματα». Είναι μια πάλη
μεταξύ νοησιαρχίας και εμπειρισμού. Ο
ποιητής διερευνά εάν η ιδέα των πραγμάτων
είναι ταυτόσημη με τα πράγματα. Έχουμε
μία -την ίδια- λέξη και για τα δύο; Μπορούμε
να βασιστούμε σε αυτή τη αυθαίρετη
σύμβαση και ποιος είναι ο ρόλος της
ποίησης σε αυτό το φιλοσοφικό πρόβλημα;
Ο
Μάινας βρίσκει την αρχή της οικονομίας
(η θεωρία του ξυραφιού του Γουλιέλμου
του Όκαμ, 1287-1347), δηλαδή να επικεντρώνουμε
την προσοχή μας στα υπαρκτά και απολύτως
απαραίτητα. Επικαλείται την ολιγάρκεια
και την εξάσκηση του βλέμματος όχι στα
ιδεατά πράγματα αλλά στη γειωμένη
εμπειρία. Κοιτάζουμε στο εξώφυλλο το
φορτηγό πλοίο, δεμένο στην προβλήτα,
αλλά σε πρώτο πλάνο είναι τα στάσιμα
νερά και οι αντανακλάσεις τους. Αντανακλούν
μορφές και λίγο ουρανό. Αυτό είναι όλο,
μια κατακερματισμένη αντανάκλαση όσων
συλλαμβάνουμε με τις αισθήσεις και τη
νόηση ακόμη και μέσα σε λιμνάζοντα νερά.