Βασιλική
Παππά
ΤΟΜΤΟΜ
Εκδόσεις
Οκτώ
Απρίλιος
2019
Σελ.
147
Βασιλική
Παππά
ΤΟΜΤΟΜ:
ΝΑ
ΕΙΣΑΙ
Ένα
ιδιότυπο, χαμηλών, φαινομενικά, τόνων,
πεζογράφημα είναι το τρίτο, σύντομο σε
έκταση, μυθιστόρημα της Βασιλικής Παππά
Τομτόμ,
από τις εκδόσεις Οκτώ (Απρίλιος 2019). Θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί μυθιστόρημα
ενηλικίωσης, με κάποιες ιδιαιτερότητες:
η πρωτοπρόσωπη αναδρομική αφήγηση-αυτοανάλυση
απευθύνεται εξομολογητικά στον νεκρό
πατέρα, ανεπαρκή μέντορα του ήρωα, ενώ
άλλοτε παίρνει τη μορφή εσωτερικού
μονολόγου. Είναι ο μονόλογος ενός
ανθρώπου που βαδίζει προς τα πίσω αυτή
τη φορά, τον σιωπηλό και μοναχικό δρόμο
του στη ζωή. Το όνομα ενός μικρού και
ήσυχου δρόμου της Κωνσταντινούπολης
που υπήρξε η αφετηρία για το μεγάλο
ταξίδι της ζωής του, δίνει στην αφήγηση
τον τίτλο της.
Ο
ήρωας της ιστορίας, γόνος ευκατάστατης
οικογένειας εμπόρων, μεγαλώνει στην
Πόλη κατά το πρώτο μισό του 20ου
αιώνα, παιδί και έφηβος ευαίσθητος,
ονειροπόλος, ερμητικός -αν και διαρκώς
αυτοαναλυόμενος, υιοθετώντας μάλιστα,
κάπως παράταιρα σε ορισμένα σημεία, το
ύφος και τις εξειδικευμένες γνώσεις
ενός επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Οξύτατος παρατηρητής και κριτής των
γονέων του και πιο πολύ του πατέρα του
(ενός πατέρα αυτάρεσκου «παντογνώστη»,
εμμονικού με το Οριάν Εξπρές και φανατικού
συλλέκτη τρένων σε μινιατούρες), μια
μέρα νιώθει ότι μεγάλωσε αρκετά και ότι
μπορεί επιτέλους να φύγει χωρίς
προειδοποίηση, πληρώνοντας με το ίδιο
νόμισμα τον πατέρα που στο παρελθόν
είχε για ένα διάστημα εξαφανιστεί χωρίς
να ενημερώσει κανέναν. Η φυγή του γιου
ακολουθεί χρόνια μετά τη φυγή του πατέρα,
ως υπαρξιακή εξέγερση, ως το άνοιγμα
των φτερών, το σπάσιμο των δεσμών.
Ποτέ,
ωστόσο, δε λησμόνησε όσα τον διαμόρφωσαν
και τον συντρόφευσαν μέχρι την κρίσιμη
εκείνη στιγμή: τις παιδικές αγάπες και
τις συναισθηματικές απώλειες, τους
φανταστικούς του φίλους και τη μαγική
παιδική ηλικία που μοιράστηκε μαζί
τους, τους γονείς, το κορίτσι που υπήρξε
η αγάπη της ζωής του. Κυρίως, όμως,
θυμάται, μιλά και πονά για τον τόπο
εκείνο που υπερβαίνει μέσα στην ψυχή
του κάθε μεμονωμένη ανθρώπινη ψυχή
γιατί συνοψίζει τον παράδεισο της
παιδικής ηλικίας, την άδολη αγάπη και
τη φιλία, την καταφυγή και το καθαρτήριο
από κάθε είδους «μόλυνση», τον Λόγο της
επιστροφής. Η καρδιά του κόσμου χτυπά
γι’ αυτόν στο Τομτόμ.
Κι
αφού πεισματικά έζησε τη ζωή του μακριά,
στη δύση, πια, του βίου του, αυτοδημιούργητος
και σύμφωνα με τις κοινωνικές νόρμες
«πετυχημένος» σε όλα τα πεδία, επιστρέφει
στην Πόλη νικητής, δικαιωμένος και
μόνος, αναζητώντας, ωστόσο, με βαθιά
αγωνία, το αληθινό του πρόσωπο. Κι είναι
πια ανοιχτός και έτοιμος να το αντικρίσει.
Επισκέπτεται
τους τάφους των γονιών του, αποχαιρετά
το σφαλισμένο ερείπιο του πατρικού
σπιτιού, κλείνει μέσα του έναν έναν τους
ανοιχτούς λογαριασμούς. Επιστρέφει,
τέλος, σε εκείνον τον τόπο, τον πιο οικείο
και από το σπίτι του, που μοιάζει με
σκηνή θεάτρου, στο πλάτωμα του μικρού
Τομτόμ σοκάκ που, όπως φαίνεται, ποτέ
δεν έπαψε να είναι γι’ αυτόν ένας
Τόπος–Μητέρα: η παρηγοριά, η αγκαλιά,
ο καθρέφτης, το αρτεσιανό φρέαρ της
παιδικής ψυχής του. Εκεί τον περιμένουν
οι σκιές, η αύρα, το μετα-άγγιγμα των
(υπαρκτών και φανταστικών) ανθρώπων που
αγάπησε. Επιστρέφοντας βρίσκεται αίφνης
στη δίνη της αγάπης και του αποκαλύπτονται
τα μυστικά της, αυτά που μάταια κάποτε
προσπαθούσε να εκμαιεύσει από τον
ανυποψίαστο για την καταιγιστική ανάγκη
του παιδιού του πατέρα. Αγάπη δεν είναι
να έχεις, να κατακτάς, να κυνηγάς, ή να
παλεύεις με φαντάσματα. Αγάπη είναι να
είσαι. Να είσαι εκεί,
κατά προτίμηση, πλήρως. Κι εκεί, με τον
τρόπο αυτό, ο ήρωας της ιστορίας
αναγεννιέται και ξεκινά τη ζωή του από
την αρχή.
Το
Τομτόμ στα
ίχνη και των προηγούμενων πεζογραφημάτων
της Παππά, αποκρύπτει με ξεκάθαρα
ποιητικό βηματισμό και τεχνικές πύκνωσης,
περισσότερα από όσα ομολογεί, οδηγώντας
τον αναγνώστη στη διαδικασία της
αναζήτησης ανάμεσα σε πλήθος ενδεχομένων
λύσεων-υποθέσεων, που συνεχίζουν να
αναδύονται μετά το τέλος της ανάγνωσης
και που σχεδόν όλες το ίδιο εύκολα
μπορούν να τεκμηριωθούν μα και να
διαψευσθούν. Με τον τρόπο αυτό η συγγραφέας
συγκροτεί από βιβλίο σε βιβλίο την
αφηγηματική της ιδιόλεκτο: ενώ ο λόγος
της είναι εξόχως πυκνός, πετυχαίνει
στις περιγραφές της την εστίαση στην
κρίσιμη μικρο–λεπτομέρεια, στο
ανεπαίσθητο, το σχεδόν μη γενόμενο το
οποίο μοιάζει τελικά να κινεί το βάρος
του τροχού αυτού του κόσμου. Μας μεταφέρει
δεξιοτεχνικά από το μικρό στο μεγάλο,
από τη στιγμή στη διάρκεια, από το
στοιχειώδες στην αποκάλυψη ενός κόσμου.
Ο λόγος της έχει τη δύναμη να διαστέλλεται.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν με τον πιο φυσικό
τρόπο, ήσυχα, υποδόρια, χωρίς εξάρσεις.
Στη
σύνθεσή της η δημιουργός χρησιμοποιεί
πλήθος μοτίβων. Μοτίβα λεκτικά, που
δίνουν στο κείμενο ρυθμό, όπως, ενδεικτικά,
«η εξαπατημένη συνείδηση», η «κρυστάλλινη»
δεκάρα /διαύγεια, τα «κρυστάλλινα»
λόγια, η «καθαρότητα/ διαύγεια/ διαφάνεια»,
η «φροντιστική αγάπη», αλλά και μοτίβα
θεματικά.
Ο
αποχωρισμός και η απώλεια λειτουργούν
στο Τομτόμ
ως καθοριστικά στοιχεία πλοκής, που
επανέρχονται, σε όλο το εύρος του κειμένου
καθώς έχουν σημαδέψει ανεξίτηλα τη
συναισθηματική μνήμη του ήρωα. Το βασικό
θέμα, ωστόσο, που αναμφίβολα σχετίζεται
με τον αποχωρισμό και την απώλεια, είναι
η αγάπη. Παρακολουθώντας την αφήγηση
του ήρωα ερχόμαστε αντιμέτωποι με μια
σειρά σχετικών ερωτημάτων. Ποιος μπορεί
ή οφείλει να μας διδάσκει την αγάπη;
Γιατί κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να
αγαπήσουν; Γιατί αφήνουμε την αγάπη να
χαθεί και να σβήσει; Πώς μπορούμε να τη
διαφυλάξουμε; Σε συνάρτηση με το θέμα
της αγάπης, εμφανίζεται σε παραλλαγές
κι αυτό, το μοτίβο των πουλιών, των
αποδημητικών από τη μια, που ελεύθερα
φεύγουν κι επιστρέφουν, της καρδερίνας,
από την άλλη, στο κλουβί. Ποια είναι η
σχέση της αγάπης με την ελευθερία; Είναι
ένα ακόμα ερώτημα που βασανίζει τον
ήρωα. Μπορείς να παραμένεις ελεύθερος
αγαπώντας; Αν η αγάπη δεν είναι μια
συνειδητή και ελεύθερη επιλογή, ποιο
νόημα έχει; Κι ύστερα, έρχεται το μοτίβο
των κλειδιών που θα μπορούσαν να οδηγήσουν
(αν βρίσκονταν), στην αλήθεια και ίσως
στην αγάπη. Μα κάποια κλειδιά χάνονται
παίρνοντας μαζί τους καλά κρυμμένα
μυστικά, ενώ άλλα βρίσκονται χωρίς
κανείς να ξέρει ποια κλειδαριά και ποιο
μυστήριο μπορούν να αποκαλύψουν.
Τέλος,
η απόσταση. Η άβυσσος ανάμεσά μας. Οι
πολύτιμες στιγμές της συνύπαρξης, οι
σπάνιες στιγμές της συνάντησης,
επιβεβαιώνουν, ως εξαιρέσεις, το πόσο
σπαρακτικά δύσκολο είναι να νιώσεις
τον άλλο άνθρωπο. Όσες δεκάρες κι αν
θελήσεις να πληρώσεις (“a
penny
for
your
thoughts”),
και την ίδια την ψυχή σου αν δώσεις, πάλι
στην καταδίκη του εαυτού σου επιστρέφεις.
Ωστόσο, αυτές οι λίγες μοιρασμένες
στιγμές, συμπυκνώνουν το νόημα της ζωής.
«Αν δε βγεις από μέσα σου, δε μαθαίνεις
ποτέ ποιος είσαι» είναι το μότο που πολύ
ταιριαστά δανείζεται η συγγραφέας από
τον Ζοζέ Σαραμάγκου.
Η
Παππά, χειρίζεται με επιδεξιότητα ένα
εύθραυστο και εύφλεκτο υλικό χάρη και
στην εμπειρία που διαθέτει ως ποιήτρια,
πεζογράφος και ψυχολόγος με συγγραφικό
έργο σε όλα αυτά τα πεδία. Μικρές αδυναμίες
του κειμένου συνιστούν κάποιες (ελάχιστες)
εξεζητημένες λεκτικές επιλογές, όπως
και το αίσθημα ότι στον πολύ ατμοσφαιρικά
σκηνοθετημένο και πολύσημο «Επίλογο»
ο αναγνώστης σε ορισμένα τουλάχιστον
σημεία κινδυνεύει να «χαθεί».
Αυτό
που μένει, όμως, από αυτό το ταξίδι, είναι
ο στροβιλισμός της ψυχής μ’ έναν άλλο
τρόπο, σε έναν τόπο, που ακόμα και αν δεν
τον γνώρισε τον νοσταλγεί και τελικά,
η διαρκώς αναγεννώμενη ελπίδα. Για μας,
επιπλέον, η ευθύνη της πρότασης ενός
σπάνιου, μυστικού και γενναιόδωρου
βιβλίου.
Ευσέβεια
Χατζηχαραλάμπους