Από τα πρώτα κιόλας λεπτά αντιλήφθηκα το αφελές του σεναρίου. Όπως με τους ανθρώπινους χαρακτήρες, έτσι και με τα περισσότερα κινηματογραφικά δημιουργήματα, απαιτούνται ελάχιστες στιγμές για να αντιληφθώ την παραμικρή ή όχι ιστοσυμβατότητα.

Ο μικρότερος γιος μιας τετραμελούς, στα όρια της εξαθλίωσης, οικογένειας σκαρφίζεται τρόπους για να κερδίσουν εύκολα –αλλά όχι ανώδυνα– χρήματα. Προς τον σκοπό αυτό, θα επικαλεστούν κάθε είδους πλαστογραφίες και ψέματα, θα χρησιμοποιήσουν κάθε θεμιτό και αθέμιτο μέσο για να εισδύσουν στην πολυτελή οικεία μίας εξίσου τετραμελούς οικογένεια πλουσίων στα προάστια της Σεούλ.

Άνθρωποι που ανεβοκατεβαίνουν από το σκοτάδι και την υγρασία των υπογείων στο φως κάποιας δήθεν ευμάρειας. Το δίπολο πλουσίων και φτωχών, καλοζωισμένων και αναξιοπαθούντων. Η χρησιμοθηρία και ο παρασιτισμός ως κατεξοχήν τρόπος διαβίωσης. Οι πάντες παρασιτούν στους πάντες: οι πλούσιοι παρασιτούν στους φτωχούς και οι φτωχοί δεν χάνουν ευκαιρία να παρασιτήσουν στους πλούσιους.

Η κατά τ’ άλλα καλή σκηνοθεσία του 50χρονου Νοτιοκορεάτη Μπονγκ Τζουν-Χο (Bong Joon-ho) και το τραβηγμένο από τα μαλλιά σενάριο που συνυπογράφει με τον Χαν Τζιν-Γουόν (Han Jin-won), συνθέτουν μία παρωδία που κάνει τα αδύνατα δυνατά για να διεγείρει. Ένα σχεδόν χιμαιρικό φιλμ που μοιάζει να περιέχει τα πάντα: μαύρη κωμωδία, κοινωνικό δράμα, σλάσερ, ψυχολογικό θρίλερ και ένα απρόσμενο φρικτό σπλάτερ λίγα μόλις λεπτά πριν τους τίτλους τέλους.

Παρά τις αφελείς ερμηνείες και τα σεναριακά άλματα, το φιλμ παίζει με τα όρια του ηθικού και του ανήθικου, συνθέτοντας μία αλληγορία που πράγματι τολμά να εκθέσει σοβαρά κοινωνικά ζητήματα. Κατά τα λοιπά, από ένα φλύαρο, εξουθενωτικά βαρετό φιλμ 132 λεπτών έχω να θυμάμαι το πανοραμικό πλάνο τη στιγμή της επικής πλημμύρας πάνω από τους δρόμους της νοτιοκορεάτικης φαβέλας.