Γιατί το μέλλον μια μικρή κουκίδα, Κούλα
Αδαλογλου, εκδ. Σαιξπηρικόν, 2018

Σ’ άλλες ποιητικές συλλογές βάζεις κάτω τους
θεματικούς άξονες, τους κατηγοριοποιείς. Παρ’ όλη τη διασπορά και τη
διαφοροποίηση των νοημάτων από ποίημα σε ποίημα, δυο τρεις είναι κατά κανόνα οι
θεματικοί πυλώνες γύρω από τους οποίους στρέφονται οι ποιητικές ιδέες.

Αλλά σε αυτή τη συλλογή της
Αδαλόγλου κάθε προσπάθεια ταξινόμησης είναι καταδικασμένη. Υπάρχει μια
ηθελημένη πολυθεματικότητα που όσο κι αν κοπιάζω είναι αδύνατον να την στριμώξω
στα καλούπια μια συνηθισμένης ταξινόμησης των δύο ή τριών αξόνων. Στην προκειμένη
έχουμε να κάνουμε με διαφορετικές ψηφίδες ενός πολύχρωμου μωσαϊκού. Μπορεί από
κοινού να αθροίζονται σε ενιαία αισθητική απόλαυση, αλλά καθεμιά είναι φορέας μιας
άλλης ποιητικής ιδέας. Και αυτό γιατί η
συλλογή της Αδαλόγλου αφορμάται από το ήσσον, εστιάζει στη λεπτομέρεια,
ανασύρει στιγμιότυπα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίος ο τίτλος. Όχι μόνο το μέλλον
αλλά και τα ποιήματα της Αδαλόγλου μοιάζουν με μικρές κουκίδες.

Ή και με ραφές, ξεχειλωμένες. Που
τις τραβάει η ποιήτρια για να ξηλώσει το κακοπλεγμένο πλεχτό της
πραγματικότητας και να φανεί η γύμνια της, η δική μας γύμνια. Πληγές αρχίζουν
να φαίνονται από παντού. Το ποιητικό σώμα αιμορραγεί, υποχρεωμένο να
διαχειριστεί την ύπαρξή του σε ένα αφιλόξενο κοινωνικό περιβάλλον, ανάμεσα σε
ανθρώπους που σαλτάρουν στα καλά καθούμενα, πλαστικές καρέκλες, κρέμες νυκτός,
εξαθλιωμένους πρόσφυγες, εχθρικούς ενοίκους πολυκατοικιών, ψηφιακά emoticons και ανοιχτές
τηλεοράσεις. Κάθε ποίημα της Αδαλόγλου είναι μια τέτοια μικρή πληγή.

Αλλά είναι, επίσης, και μια άμυνα,
κάτι σαν δικλείδα ασφαλείας. Είναι ο αισθητικός χώρος της επανασύνδεσης του
τεμαχισμένου εγώ, της διαφύλαξης της μνήμης και της αποκατάστασης κάποιων βασικών
παραδοχών, ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες για μια αντίσταση στον παραλογισμό
που καραδοκεί. Παρά τις ήττες και με γκρεμισμένες τις βεβαιότητες, το ποιητικό
υποκείμενο της συλλογής επιμένει να αίρεται όσο και όπως μπορεί πάνω από τις
αγωνίες του, προστρέχοντας στο καθαρτήριο άλλοτε της μνήμης, άλλοτε της
παιδικότητας κι άλλοτε της φαντασίας και πάνω απ’ όλα της ποίησης.

Είναι δε η ποίηση αυτή ώριμη σε
όλα της. Και στα εκφραστικά της μέσα και στη γλώσσα της και στο ύφος της. Στηριγμένη
σε έναν στέρεο λόγο, ακριβή στη συνεκδοχή, στη μετάθεση και στη μεταφορά. Που χωνεύει
το λογικό με το εξωλογικό, το ρεαλιστικό με το συμβολικό και τελικά δίνει στην
ποιητική ιδέα την πυκνότητα του νοήματος και την απλότητα της διατύπωσης που
αρμόζουν σε μια ποιητική γραφή που παρά την θεματική εμμονή της στο ήσσον (ή
και εξαιτίας της) αποκρυσταλλώνεται σε ποίηση υψηλής αισθητικής πνοής.

Με τη σειρά αυτά που ξεχωρίζω: «Η
δικλείδα», «Κρέμα Νυκτός», «Άνεμος», «Οι Περαστικοί», «Πέφτει ψύχρα», «Κάμερα»…
Σταματώ γιατί θα μακρύνει πολύ ο κατάλογος. Θέλω να πω, είναι πολλά, πολλά
ακόμη.

Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης, συγγραφέας