Χάρης Γαρουνιάτης
ΦΟΡΑ ΠΟΥ ΠΕΘΑΝΑ
(απόσπασμα)
Αγχωτικό σαν εξετάσεις για AIDS, εκείνο το φθινόπωρο οι σχέσεις ανάμεσα σε μένα και τον πατέρα μου είχαν αναθερμανθεί, και μάλιστα θα συνέχιζαν να βελτιώνονταν με γεωμετρική πρόοδο εάν δεν είχε γνωρίσει εκείνη τη γυναίκα, την άτεκνη σύζυγο ενός, ας πούμε, σωφρονιστικού υπαλλήλου. Ως τότε στις κυριακάτικες συναντήσεις ήμαστε πάντοτε οι δυο μας, αλλά μια Κυριακή πιθανόν ο έρωτας, και κάποια σχέδια άγνωστα σε μένα για την ώρα, συμβούλεψαν τον πατέρα μου να παρευρεθεί κι εκείνη στην καθιερωμένη βόλτα μας στο πάρκο. Στην αρχή κάτσαμε στο καφέ. Στο διπλανό τραπέζι, μια χρυσή βέρα παλλόταν λαμπυρίζοντας καθώς ένας άντρας χτυπούσε στην πλάτη το νεογέννητο παιδί του προκειμένου να ρευτεί, κι ο μικροαστικός αυτός εφιάλτης έκανε το παράδοξο σχήμα της συντροφιάς μας να μοιάζει με σκέτη όαση. Να ‘μαστε λοιπόν οι τρεις μας στο καφέ του πάρκου, εγώ, ο πατέρας μου κι η σύντροφός του, κι ενώ ανέμενα να κουβεντιάσουμε περί ανέμων και υδάτων και να πούμε όλες τις ίδιες μαλακίες που λέει κανείς όταν γνωρίζει κάποιον, ο πατέρας μου ρίχνει στο τραπέζι την πρόταση που πρέπει να ‘ταν και ο πραγματικός λόγος της συνάντησης. Τι θα λέγατε να κάναμε ένα τρίο; Όντας ο μόνος ξαφνιασμένος της ομήγυρης, ανταποκρίθηκα στο ερώτημα μ’ ένα κοφτό κι ανυπόκριτο γέλιο προτού ν’ αλλάξω θέμα, υπόθεση καθόλου εύκολη σ’ αυτή την περίπτωση. Τι θα λέγατε να περπατούσαμε λίγο πρώτα, αντιπρότεινα έπειτα από μπόλικη σκέψη. Στο πάρκο υπάρχουν δεκάδες πέτρινα συγκοινωνούντα μονοπάτια, σ’ εμάς ωστόσο έτυχε εκείνο που οδηγεί στην πλευρά του πάρκου που βρίσκεται παράλληλα με τη λεωφόρο, κι όσο πλησιάζαμε εκείνη την πλευρά, η συμπαγής σιωπή των δέντρων και των θάμνων θρυμματιζόταν ολοένα και περισσότερο απ’ το βόμβο των αυτοκινήτων και των μηχανών. Υποδέχτηκα το θόρυβο των εξατμίσεων και των μοτέρ με ανακούφιση, όπως και τους ήχους των περαστικών που έκαναν τζόκινγκ με τα σπορτέξ και τ’ ακουστικά τους. Ποτέ μου δεν κατάφερα να εντοπίσω τι παρακινεί κάποιον ν’ ανταλλάξει την ξεκούρασή του μ’ ένα γερό τρέξιμο, όμως ό,τι κι αν είναι εκείνες τις στιγμές τού ήμουν ευγνώμων. Δε θα μπορούσα να είχα νιώσει κάτι άλλο πέρα από ανακούφιση για οτιδήποτε μ’ έβγαζε έξω απ’ τον εαυτό μου, έξω απ’ τις σκέψεις που έκανα κατά τη διάρκεια εκείνης της βόλτας. Πάντα ήμουν βέβαιος ότι ελάχιστα ήταν αυτά τα οποία όντως γνώριζα, κι ακόμη λιγότερα ήταν αυτά στα οποία μπορούσα ν’ ασκήσω έλεγχο. Εντέλει όμως αποδείχτηκε ότι ήταν ακόμη πιο λίγα. Γιατί πάντα ήμουν βέβαιος ότι ήταν αδύνατο ν’ αποσυνδεθώ απ’ το σώμα μου μιας και, όπως πίστευα, τα πόδια μου, τα χέρια μου, δεν ήταν λιγότερο εγώ απ’ όσο ο χαρακτήρας ή η προσωπικότητά μου, ή μάλλον ήταν ακόμη περισσότερο εγώ απ’ όσο τα ονόματα με τα οποία ήμουν σε θέση να στολίσω τον εαυτό μου, αν είχα καν εαυτό. Κι ίσως να είχα δίκιο. Αλλά τα καρφωμένα στο χώμα ταμπελάκια μπροστά στα αναρίθμητα είδη δέντρων και θάμνων κατά μήκος του μονοπατιού, έδιναν όνομα σε καθεμιά από αυτές τις ταπεινές, αν και θριαμβικές από άποψη διαρκείας υπάρξεις, με την ίδια ακριβώς αυθαιρεσία. Ξαφνικά ένιωσα ότι περπατώ με τα πόδια ενός άλλου, ότι έπρεπε να κατακτήσω την απλή τέχνη του βαδίσματος απ’ την αρχή. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στο ρυθμό των βημάτων, στην υπνωτιστική τους ιδιότητα. Ο χλομός ήλιος, ψηλά και στο βάθος, ανάμεσα στα κλαδιά, μαζί με το ήπιο φθινοπωρινό κρύο, έκαναν το μονοπάτι να μοιάζει με διάδρομο σε σούπερ-μάρκετ. Βγήκαμε απ’ το μονοπάτι και σταθήκαμε σε μια μικρή, ξύλινη γέφυρα. Σκυμμένοι, ακουμπήσαμε τους αγκώνες στην κουπαστή με τους κώλους τούρλα, η καρδιά μου χτυπούσε γρήγορα και δυνατά, ποια, η δική μου η καρδιά, που ώρες ώρες νόμιζα ότι θα μπορούσε κάλλιστα να σταματήσει να χτυπά από ανία ή τεμπελιά, ή απλώς αρνούμενη από κάποιο καπρίτσιο να χτυπήσει έστω και μία φορά ακόμη. Ο πατέρας μου, ανάμεσα σε μένα και σ’ εκείνη, μας έχωσε στην αγκαλιά του κρατώντας μας από τους ώμους, σαν δύο καρπούζια. Τη βρήκα ελκυστική κι υπό άλλες συνθήκες θα τη γάμαγα ευχαρίστως, παρότι δεν ήμουν καθόλου εξοικειωμένος με το σεξ χωρίς λεφτά. Δε θα έπρεπε να νιώθεις παράξενα όταν σ’ αγκαλιάζει ο πατέρας σου, σκέφτηκα, και προκειμένου να εξυπηρετήσω αυτή τη σκέψη επέτρεψα στον εαυτό μου να ερμηνεύσει το κίνητρο της κίνησής του ως στοργικό. Συνειδητοποίησα ότι είχε περάσει αρκετή ώρα ενώ περπατούσαμε και μόλις το επισήμανα εκείνη πρότεινε να συνεχίσουμε στο σπίτι της, η βάρδια του άντρα της σύντομα θα ξεκινούσε. Στο δρόμο για το σπίτι οδήγησα εγώ, εκείνοι κάθονταν πίσω, φιλιούνταν χωρίς αύριο σαν έφηβοι και δεν μπορούσα να σταματήσω να τους κοιτάζω απ’ τον καθρέφτη, με τόση ένταση που το ενδεχόμενο ενός τροχαίου γινόταν ορατό. Το κροτάλισμα της γλώσσας, ο ήχος των φιλιών (ο τόσο ενοχλητικός αν δεν είσαι εσύ αυτός που φιλάει) μ’ έκαναν να θέλω να ξεράσω στο παρμπρίζ, εν μέρει από αηδία, εν μέρει ως ένδειξη διαμαρτυρίας, προς τι, δεν αναρωτήθηκα. Αισθάνθηκα σαν το σοφέρ που, αν η τύχη τού χαμογελούσε, ίσως τον καλούσαν ν’ αναζωπυρώσει τη βαλτωμένη σεξουαλική ζωή των εργοδοτών του. Προσπάθησα εκ νέου να προσανατολίσω την προσοχή μου, αυτή τη φορά στην οδήγηση. Θεέ μου, πόσο αγάπησα στη ζωή μου την οδήγηση. Κάποτε, όταν μου δοθεί η ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός οδηγού.