Ένα κριτικό σημείωμα για τον 

«Θρύλο του Ασλάν Καπλάν» του Θωμά Κοροβίνη

             

γράφει η Εύη Κουτρουμπάκη

Ο Θωμάς Κοροβίνης με το τελευταίο του βιβλίο ρίχνει με 27 κεφάλαια  φως  στη Θεσσαλονίκη πριν τη μεγάλη φωτιά του 1917, μια φωτιά που ένα Σαββατιάτικο απόγευμα του Αυγούστου του 17 μέσα σε 32 ώρες έκαψε 9.500 σπίτια σε έκταση 1.000.000 τετραγωνικών μέτρων και άφησε άστεγα πάνω από 70.000 άτομα. Μια φωτιά που σημάδεψε την ιστορία της πόλης  και άλλαξε παντελώς τη φυσιογνωμία και  τον χαρακτήρα της.

Ο Κοροβίνης, επιχειρώντας κι αυτήν τη φορά  να βαθύνει τα αβαθή της μνήμης, εφευρίσκοντας ή αναβιώνοντας ανθρώπους, υπεραμύνεται για μιαν ακόμη φορά  με τα γραπτά του όλους εκείνους που είναι έμπλεοι παθών, και συνάμα ορίζει το ιστορικό πλαίσιο του μυθιστορήματος του, που τοποθετείται πριν τη φωτιά του 17 ήγουν πριν τον εκδυτικισμό, πριν τον εξελληνισμό αυτής της πολύβουης, πολύγλωσσης, πολυθρησκευτικής  και πολυεθνικής πόλης.

Η λογοτεχνική γραφή άλλωστε  είχε πάντα τη δυνατότητα να λειτουργεί ως καταλύτης και να  διευκολύνει την αμοιβαία μετατροπή του ιστορικού μακροεπιπέδου σε μικρόκοσμο των υποκειμένων και το αντίστροφο.

Ο συγγραφέας, γνώστης της τοπικής ιστορίας και της εθνοτικής σύνθεσης της Θεσσαλονίκης και της πολυφυλετικής της ιδιαιτερότητας, χωρίς να καταφεύγει στον εύκολο λαογραφισμό, κρατώντας από το χέρι τον ήρωα του, τον Ασλάν Καπλάν , – λιοντάρι και τίγρη μαζί-, τριγυρνά μέσα στο απανθρακωτικό πλαίσιο της φωτιάς και στήνει με φόντο το κόκκινο που κατακαίει σπίτια , ανθρώπους και ψυχές, το λαϊκό ρομάντζο του με κύριο μότο του τον έρωτα του Τουρκαλβανού Ασλάν Καπλάν και της εβραίας αποσυνάγωγης ,της Σαλώμης, αλλά με βαθύ του στόχο να προβάλλει τη Θεσσαλονίκη του κοινοτισμού στην οποία συνυπήρχαν ιδεωδώς τόσοι λαοί πριν ενταχτεί κι αυτή στον κορμό της σύγχρονης Ελλάδας και υποταχτεί στη μοίρα της καθαρότητας των εθνικών κρατών μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. 

Μια αυθεντική ανθρωπογεωγραφία της Θεσσαλονίκης, του «Περιχαρακωμένου στρατόπεδου», της «Μικρής αδερφής της Κωνσταντινούπολης», του  «Μαργαριταριού  του Αιγαίου», της «Πολυπόθητης πόλης»- αυτοί είναι μερικοί από τους χαρακτηρισμούς που  χρησιμοποιήθηκαν για τη Θεσσαλονίκη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου-, εντός της οποίας εργάζονται , ερωτεύονται, δημιουργούν,  ζουν και πεθαίνουν, οι βασικές πληθυσμιακές συνιστώσες της,  οι Έλληνες , οι Εβραίοι και οι Τούρκοι δηλαδή, αλλά και Φραγκολεβαντίνοι και Βαλκάνιοι μπερδεμένοι  με χιλιάδες  ξένους στρατιώτες των συμμαχικών δυνάμεων που αποτέλεσαν  την Στρατιά της Ανατολής – μεταξύ αυτών και ο αρχιτέκτονας και πολεοδόμος  Ερνέστος Εμπραρ που  εκπόνησε  τα σχέδια για την ανοικοδόμηση της Θεσσαλονίκης μετά τη μεγάλη πυρκαγιά του 1917- οι οποίοι εγκαταστάθηκαν από το  φθινόπωρο του 1915 στην περιαστική ζώνη της πόλης.

Στο μυθιστόρημα αυτό, που αποτελεί μια τεράστια τοιχογραφία της πόλης πριν από τη φωτιά, με εικόνες πρόσωπα , μορφές και σχήματα που συνεισφέρουν ισόποσα το μερίδιο τους στη συνολική εικόνα, διαφαίνεται η σχεδιαστική ιδέα του δημιουργού του.Η παρατήρηση, η μνήμη και η γνώση του, αυτά τα πρωτογενή υλικά , ανασυνιστούν την εποχή πριν το 17.

Είναι αυτό το μωσαϊκό του βιβλίου , η πρώτη ύλη του,  που το καθιστά ενδιαφέρον. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό , όλο αυτό το πολύβουο ανθρωπομάνι, ανεβοκατεβαίνει  από λιθόστρωτα στενά ανάμεσα από κυπαρίσσια και μιναρέδες, στα κάστρα, σε  φτωχογειτονιές και  μαχαλάδες,  προσεύχεται σε εκκλησίες, τζαμιά και συναγωγές, επισκέπτεται χαμάμ  και μπαινοβγαίνει σε καφέ αμάν  της εποχής, ταβέρνες και πορνεία,  περπατώντας  στους λασπωμένους δρόμους της Θεσσαλονίκης στη Mucky-donia (βρώμικη) όπως χαρακτηριστικά σημειώνει η Hilda Lorimer σκωτσέζα  νοσοκόμα του Βρετανικού στρατού.. Γράφει: Τέτοια λάσπη! Πουθενά δεν είδα τέτοια υγρή θάλασσα, πουθενά πριν από εδώ”

Σ’ αυτήν την πόλη  που μιλιούνται πλείστες όσες γλώσσες από τα Ελληνικά, τα Τούρκικα και  τα Σεφαραδίτικα, μέχρι τα λιγοστά αγγλικά των ‘Τόμυδων’ και τα Γαλλικά των ‘Πουρκουάδων’  από τη Στρατιά της Ανατολής, και λατρεύονται άλλοι τόσοι θεοί, σ’ αυτήν την πόλη –Βαβέλ  που βρέχεται απ’ αυτήν την ‘υγρή’ θάλασσα, ο Ασλάν Καπλάν μέσα σε τριάντα δύο ώρες , συναντά τη μοίρα, μα  και το θάνατο του, τη Σαλώμη.

Ο Ασλάν Καπλάν, ο γερακάρης, με τη γερακίνα του στον ώμο, έμφορτος παθών, ωραίος και μοιραίος, μάγκας και  μερακλής, ασυναγώνιστος ερωτύλος που όπου έριχνε τη ματιά του άναβε φωτιές λειτουργεί σαν οδηγός μιας άγνωστης και απαγορευμένης  σε πολλούς πόλης.

Και καθώς η φωτιά κατεβαίνει από το Γιλάν Μερμέρ και κατακαίει τα πάντα και ενώ συνάμα οι άνθρωποι γλεντούν, φλερτάρουν, αγαπιούνται, πίνουν και μεθούν γιατί η ζωή είναι πιο δυνατή και από τη φωτιά την ίδια, ο Ασλάν Καπλάν , ο μπεσαλής και ο τίμιος, σαν άλλος Τσακιτζής , σαν άλλος Ζακ Μεσρίν, ιδιότυπος  προστάτης των φτωχών και της λαϊκής δικαιοσύνης, συναντά και ερωτεύεται μοιραία , μέσα στο καφέ αμάν του Σαμπρή μπέη την αποσυνάγωγη, τη διωγμένη από την Εβραϊκή κοινότητα, Σαλώμη.

Η Σαλώμη ως άλλη Σαλώμη του Ουάιλντ, στιβαρή και διάφανη ,εισβάλει με αδηφάγα ορμή στην επικράτεια του έρωτα, αψηφώντας νόμους και παραδόσεις, μη επιτρέποντας τίποτε να παρεμβληθεί ανάμεσα στην ύπαρξη και το πάθος της. Η μυθιστορηματική αυτή περσόνα του Κοροβίνη, η Σαλώμη, στέκεται ισάξια δίπλα στον χαρισματικό πρωταγωνιστή, Ασλάν Καπλάν.

Κι αυτό γιατί, η Σαλώμη 100 χρόνια πριν , ερωτικό κι έρημο έρμαιο, κολυμπά στις όχθες του Πυριφλεγέθοντα, παίζοντας στα ζάρια τη ζωή της, αψηφώντας νόρμες και  νόμους, αποδηγέτητη  και γνωρίζοντας τις κυρώσεις, αποχωρεί οικεία τη βουλήσει από τον Παράδεισο, με αντάλλαγμα, να ζήσει αυτό το καινούργιο, το αβυσσαλέο κι αστραφτερό  πάθος που γεννήθηκε.

Υποτάσσεται όχι στις θείες επιβολές αλλά στα δαιμόνια που περιτριγυρίζουν τη σάρκα, μια σάρκα που ζητά να χορτάσει το σφρίγος της.

Η Σαλώμη, ως  γυναικεία περσόνα, δεν ανήκει στη σφαίρα του ανώδυνου και της αοριστίας, αποκτά για την περίοδο εκείνη επίφοβα χαρακτηριστικά γιατί είναι μια γυναίκα ελεύθερη.

Ο Ασλάν Καπλάν και η Σαλώμη.  Δύο ήρωες εξωαντικειμενικοί , ζουν το μοιραίο τους πάθος για τριάντα δύο ώρες  και χάνονται στο μυθιστορηματικό χώρο της μεγάλης πυρκαγιάς, ως άλλοι κατά Σινόπουλο καιόμενοι. Ζούν το πάθος τους περιστοιχιζόμενοι από νοικοκύρηδες και  κάργες του καλντεριμιού ( γυναίκες του δρόμου στα Τούρκικα), από δαιμονικούς καλογέρους και άλλους πλείστους ήρωες που περνούν από τις σελίδες του βιβλίου δημιουργώντας έναν γραπτό πίνακα . 

Ο Κοροβίνης και σ’αυτό το βιβλίο, χρησιμοποιώντας ένα πλούσιο πραγματολογικό υλικό, καταφέρνει να αναβιώσει μιαν ολόκληρη εποχή, χωρίς όμως, εξαιτίας του πραγματολογικού πλούτου, να αποστερεί από το μυθιστόρημα του, τη λογοτεχνική στόφα και κυρίως χωρίς να πνίγει αυτό που αποκαλούμε λογοτεχνικό ύφος.

Ο Θωμάς  έχει τη μαγική ιδιότητα να φτιάχνει, σε προνομιακή σχέση με την πραγματικότητα και χωρίς να κονιορτοποιεί τους συχνά περιθωριακούς του χαρακτήρες, έναν δικό του μυθιστορηματικό κόσμο, αποδομώντας και ανασυνθέτοντας το παλίμψηστο του 20ού αιώνα, χωρίς παρ’ όλα τούτα αυτή η σχέση να κάνει τη λογοτεχνική παραγωγή να υπολείπεται. Γιατί είναι τέτοια η αφηγηματική του στόφα, που καταφέρνει χωρίς να είναι απαραίτητα ομοδιηγητικός ή παντογνώστης αφηγητής να αναβιώνει εποχές. .

Ταυτισμένος με τους ήρωες, εγκολπώνεται τα πάθη τους, τις μικρές και τις μεγάλες τους έννοιες, σε βαθμό που καθίσταται δυσδιάκριτο  ποιος παθαίνει περισσότερο, ο συγγραφέας ή οι ήρωές του.

Ο Θωμάς Κοροβίνης καταβυθίζεται στον υποδόριο ιστό των γεγονότων και περιγράφει ταραχές κι αισθήματα που άλλως χρήζουν ισχυρών διοπτρών. Ξαναθυμίζει σε όλους μας έναν κόσμο που χάθηκε, περιγράφει όλους τους ανεκπλήρωτους και μαγαρισμένους μας πόθους.

Κι όλα αυτά με μια γλώσσα ή μάλλον γλώσσες στην προκειμένη περίπτωση, μια  γλώσσα που τρέχει, που λαχανιάζει, που ξεκουράζεται, που ξαναξεκινά, αλλά πάντα παραμένει στο ύψος της. Η πολυγλωσσία του βιβλίου αυτού ένα από τα προσόντα του και χαρακτηριστικό της ανοιχτής αντίληψης, του ανοιχτού κόσμου της πόλης. 

Η χρήση των γλωσσών  αυτών καθίσταται το βασικό εργαλείο της αναπαράστασης, όχι μόνο σε επίπεδο προσωπικό, σε ό,τι αφορά τους ήρωές του, αλλά και σε επίπεδο κοινωνικό, αναβιώνοντας έτσι το συλλογικό χωροχρόνο και κινητοποιώντας τη Μνημοσύνη.

Ο Κοροβίνης με το μυθιστόρημα του αυτό, που  είναι ο οφειλόμενος  φόρος τιμής  στη μια από τις πόλεις που αγαπά και τον έχουν σημαδέψει, -την Κωνσταντινούπολη, την άλλη του αγάπη την τίμησε με το 55,-, εκτός από την ανασύνθεση της τοπιογραφίας , των εθνοτήτων, των συνηθειών, των θρησκειών και των γλωσσών της πόλης μας,  και όλων  όσων  συνθέτουν τα “προϊόντα” της μικροϊστορίας της,  υπεραμύνεται και όλων των συνειδητών παριών, όλων των εκτός θεσμού και δόξης ηρώων του, όπως θα έλεγε και η Χάνα Άρεντ, όλων των ναυαγών που ταξιδεύουν χωρίς ναυτικούς χάρτες, και τους σώζει. Γιατί, εν τέλει, οι πράξεις που απορρέουν από τις αισθήσεις σώζουν ψυχές.