Ασυμμετρία


«Πόσες κουταλιές;» Ο Περικλής έχει βουτήξει το κουταλάκι στο γυάλινο βαζάκι με τη ζάχαρη που τους έφερε η σερβιτόρα, μαζί με τους δυο γαλλικούς και το κεκάκι της, και την κοιτάζει στα μάτια, περιμένοντας.

«Δύο», λέει η Μίνα και σκύβει πάνω απ’ το κέικ, μαχαίρι στο δεξί χέρι, πιρούνι στ’ αριστερό. Το κόβει προσεκτικά σε τέσσερα ίσα κομμάτια κι έπειτα σε οκτώ. Το βλέμμα του Περικλή παχύρρευστο μέλι πάνω της. Όπως τότε. Πάνε δέκα χρόνια περίπου απ’ όταν ήταν ζευγάρι, αλλά το βλέμμα του παραμένει ακόμα ζωώδες, πεινασμένο, την καταβροχθίζει. Πώς έγινε τώρα να βρεθούν εντελώς τυχαία αυτό το Κυριακάτικο απόγευμα στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου, κοντά στο μουσείο της Ακρόπολης, πραγματικά, βουνό με βουνό δε σμίγει, σκέφτεται η Μίνα.

Ο Περικλής σκύβει κι ανακατεύει τον καφέ της, η μύτη του ασύμμετρη, λοξή και υγρή. «Ώστε, ούτε κι εσύ παντρεύτηκες, ε;» Αφήνει το κουτάλι, σκεπάζει με τη δεξιά του παλάμη τα ρουθούνια του και ρουφάει με δύναμη. Καταπίνει τα φλέματα με λαιμαργία, με ικανοποίηση.

Η Μίνα ανατριχιάζει, τα δάχτυλά της ανασκαλεύουν το εξωτερικό τσεπάκι της τσάντας της, βγάζει γρήγορα ένα πακέτο χαρτομάντιλα και του προσφέρει δύο. «Δεν έτυχε», λέει. Διαβάζει το πακέτο: Δέκα τεμάχια, τέσσερα φύλλα, εκατό τοις εκατό φυσικός πολτός, είκοσι δύο επί είκοσι δύο εκατοστά, είκοσι έξι γραμμάρια καθαρό βάρος. Άρτια. Πλήρης συμμετρία, σκέφτεται και το βάζει πίσω στη θέση της. Της απέμειναν οκτώ ακόμα.

«Τόσο ωραία κοπέλα. Τι σου λείπει; Τίποτα».

Η Μίνα κοιτάζει έξω απ’ τη τζαμαρία της καφετέριας. Ξαφνικός αέρας κάνει τις τέντες να λυσσομανάνε, να χτυπάνε τους βραχίονες, σα ν’ αγωνίζονται ν’ απελευθερωθούν απ’ το μεταλλικό τους γράπωμα. Απρόβλεπτος ο καιρός πια. Το πρωί ο ήλιος σε κάνει να πιστεύεις ότι ναι, ήρθε επιτέλους η άνοιξη, και τ’ απόγευμα ρίχνει ένα τέτοιο αναπάντεχο μπουρίνι, σαν κάποιος να σου ρίχνει βιτσιές στην πλάτη, που σε στέλνει πίσω στο σπίτι σου μουτρωμένο, κατσούφη. Κι αν σπάσει κάποιος βραχίονας και τρυπήσει το τζάμι και τους χτυπήσει; Με τρόμο παρατηρεί ότι αυτή είναι επικίνδυνα πιο κοντά στο τζάμι απ’ τον Περικλή. «Τι είπες;» τον κοιτάζει σα χαμένη.

«Μήπως κρυώνεις; Θέλεις να καθίσεις εσύ στη θέση μου και να έρθω εγώ εκεί;» λέει ο Περικλής και σκουπίζει την υγρή, ασύμμετρη μύτη του με την αριστερή του παλάμη, ρουφώντας δυνατά για δεύτερη φορά.

«Όχι, όχι, εντάξει είμαι». Η Μίνα ανακάθεται, βγάζει πάλι το πακέτο και του δίνει άλλα δύο χαρτομάντιλα. Αυτός τα ακουμπάει δίπλα στο φλιτζανάκι του καφέ του.

«Λέω», συνεχίζει ο Περικλής, αφού ρουφήξει τη μύτη του για τρίτη φορά. «Λέω ότι σίγουρα θα κάνουν ουρές οι γαμπροί για πάρτη σου, τόσο ωραία και – »

«Το ωραίο είναι σχετικό. Εξάλλου, είναι πιο εύκολο να βρεις βελόνα στ’ άχυρα, παρά κάποιον που να σου ταιριάζει σ’ αυτή τη ζωή». Παίρνει δύο ρουφηξιές, τη μια μετά την άλλη απ’ τον καφέ της. «Εσύ, ας πούμε, Περικλή, έχεις βρει το άλλο σου μισό, τη δική σου Ασπασία;» Γελάει και μπουκώνει το στόμα της με δύο απανωτές πιρουνιές απ’ το κέικ. Περικλής, σκέφτεται, τρεις συλλαβές. Και να θες να το κόψεις συμμετρικά στα δύο ή να βρεις το ταίρι του, δεν μπορείς. Σίγουρα θα δυσκολευτείς πάντως. Ασφαλώς μια τετρασύλλαβη Ασπασία του πέφτει πολύ και προφανώς μια δισύλλαβη Μίνα λίγη. Και μόνο τον προπάτορα και συνονόματό του να σκεφτεί κανείς: έζησε μεταξύ 461-429 π.χ. , πολέμησε στον Πρώτο Πελοποννησιακό πόλεμο, διάρκειας δέκα πέντε ετών, διέλυσε το γάμο του για την Ασπασία, μια εταίρα – αν και κουλτουριάρα – που παρ’ όλα αυτά της φερόταν σαν ίση προς ίσο, αρκετά παράδοξο και προοδευτικό για την εποχή εκείνη, αν αναλογιστούμε τη θέση της γυναίκας στην Αρχαία Αθήνα. Όχι, συμμετρία πουθενά, σίγουρα δεν της ταιριάζει.

«Εγώ, στο ψάξιμο ακόμα». Γελάει και ρουφάει τη μύτη του για τέταρτη φορά, το βλέμμα του κολλώδες πάνω της.

Τον παρατηρεί. Τα μαλλιά του, αν και μόλις τριάντα οκτώ ετών, έχουν αρχίσει να οπισθοχωρούν ατάκτως, όταν γελάει το δεξί πάνω χείλος σηκώνεται πιο πολύ απ’ ότι το αριστερό του και τα δύο μπροστινά του δόντια άνισα, ανομοιόμορφα, το ένα πιο κιτρινισμένο απ’ το άλλο. Κι αυτή η καταρροή. Όχι, δεν είναι τόσο η καταρροή όσο ο προκλητικός τρόπος που ρουφάει τη μύτη του, με θρασύτητα, σχεδόν με αυταρέσκεια. Έτσι ήταν άραγε πάντα ο Περικλής; Τρία χρόνια σχέσης και δεν τα είχε δει όλα αυτά ή απλά τα είχε ξεχάσει ή έχει μάθει επιτέλους να παρατηρεί καλύτερα, να διακρίνει πράγματα που πριν της ήταν αδιάφορα, ασήμαντα; Όμως, το ξέρει καλά, στη λεπτομέρεια κρύβεται η ουσία.

Πέμπτη φορά που ρουφάει τη μύτη του ο Περικλής, άλλα δύο χαρτομάντιλα του προσφέρει η Μίνα. Τέσσερα της απέμειναν.

«Τι τα θες; Όσο το ψειρίζεις το πράγμα… Οι σχέσεις απαιτούν συμβιβασμούς, υποχωρήσεις… αν υπάρχει αγάπη όμως, όλα λύνονται».

Οι γάντζοι παλεύουν ακόμα με τις τέντες, κι αυτές τινάζονται, φουσκώνουν και παφλάζουν σα γιγαντιαίες μέδουσες.

«Αγάπη, ε;» λέει η Μίνα και τον κοιτάζει κατάματα. «Και πώς ορίζει κανείς την αγάπη; Υπάρχει ανιδιοτελής αγάπη ή είναι απλά ένα δούναι και λαβείν κι αυτή μέσα σ’ έναν κόσμο όπου οι νόμοι της ζούγκλας επικρατούν;» Ήταν πρωτοποριακά φεμινιστής ο αρχαίος Περικλής ή απλά υποκινούμενος από τα ορμέμφυτα; Γιατί δεν ήταν εξίσου φεμινιστής με τη γυναίκα του, παρά όταν τον χτύπησε ο έρωτας κατακούτελα την πρόσφερε σ’ ένα άλλο άντρα για να την ξεφορτωθεί, σαν μεταχειρισμένο αντικείμενο προς πώληση, ή μεταπώληση καλύτερα, με αντάλλαγμα την ελευθερία του; Διπλώνει μια λευκή χαρτοπετσέτα μπροστά της στα τέσσερα με προσοχή.

Τα μάτια του Περικλή σκούρος πολτός, τα φρύδια του σχηματίζουν ομόκεντρες ρυτίδες στο μέτωπό του, ασύμμετρες. «Κοίτα, Μίνα, το ξέρω… Εγώ…» Ρουφάει δυνατά τη μύτη του για έκτη φορά.

Ρίγη αναστατώνουν τη Μίνα. Πλέκει τα δάχτυλά της κάτω απ’ το τραπέζι σε σφιχτό κόμπο και λέει, «Δεν χρειάζεται ν’ απολογείσαι για τίποτα. Ότι έγινε, έγινε. Κι ότι δεν έγινε, απλά, δεν έγινε».

«Δεν σήμαινε τίποτα για μένα αυτή η ιστορία, θέλω να το ξέρεις αυτό. Εγώ – »

«Ναι, βέβαια, φυσικά και το ξέρω. Το γνωρίζω, ναι». Του δίνει άλλα δύο χαρτομάντιλα. Παίρνει δύο ρουφηξιές απ’ τον καφέ της και τρώει τις δύο τελευταίες μπουκιές. Τοποθετεί το πιρούνι της απέναντι ακριβώς απ’ το μαχαίρι, στη μέση το πιατάκι του καφέ και το άδειο πιατάκι του κέικ, δύο άνισοι κύκλοι με παράλληλους, άνισους διαμέτρους.

«Θα μπορούσαμε … ξέρεις … αν υπάρχει αγάπη … εγώ…» Ο Περικλής τραυλίζει ανάμεσα από απανωτές ρουφηξιές της μύτης του, το έχασε το μέτρημα πια η Μίνα. Τα χαρτομάντιλα πέφτουν όλα στο πάτωμα και σκουπίζεται εναλλάξ και με τα δυό του χέρια όπως όπως. Η Μίνα κάνει να βγάλει άλλα δύο, αλλά βλέπει τα υπόλοιπα οκτώ αχρησιμοποίητα, διπλωμένα ακόμα στα πλακάκια και θυμάται ότι της έχουν απομείνει μόνο δύο τελευταία κι αμέσως κλείνει το τσεπάκι της τσάντας της. Όχι, δεν του δίνει τα δυο τελευταία της χαρτομάντιλα. Σηκώνεται, μαζί της κι ο Περικλής, που με μάτια φρέσκο-αγκιστρωμένου ψαριού παρατηρεί την κάθε της κίνηση. Τινάζει τη φούστα της από τυχόν ψίχουλα, περνάει την τσάντα της πάνω απ’ το κεφάλι της και ισιώνει το δερμάτινο λουρί καθώς αυτό χωρίζει το στήθος της στα δυο. Παλαιότερα την κρέμαγε είτε στον δεξί είτε στον αριστερό της ώμο, αλλά δεν έβρισκε καμία συμμετρία σε αυτό, ο άλλος ώμος πάντα έπεφτε για να αντισταθμίσει το βάρος. Κι αυτό δεν είχε καμία συμμετρία. Δεν το άντεχε, ποτέ της δεν το άντεξε, ποτέ της δεν θα το άντεχε, τώρα το συνειδητοποιεί, καθώς με βαριά καρδιά φεύγει, αφήνοντας στο τραπέζι πέντε ευρώ και πενήντα λεπτά, όσο ακριβώς είναι το δικό της μερίδιο στο λογαριασμό.