Υπαρξισμός,
θάνατος στην ποίηση: Μια συγκριτική προσέγγιση


                   Ο θάνατος είναι ένα από τα
ζητήματα που συχνά απασχολούν την ποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο. Τα ζητήματα
ύπαρξης και θανάτου ακόμη κι αν δε γνωρίζουμε τη φύση του τελευταίου, κατά τονCalvinHall, είναι θεματικές που συναντούμε
συχνά μέσα στην ποίηση, ακριβώς εξαιτίας της μη δυνατότητας του ανθρώπου να τον
κατανοήσει.(70) Θα πρόσθετα ότι ο θάνατος ακριβώς εξαιτίας της μυστηριακής
φύσης του και της υπόθεσης της ανυπαρξίας την οποία προϋποθέτει, γίνεται
αντικείμενο προσέγγισης στην ποίηση. Τι είναι όμως ύπαρξη για να προσδιορίσει
την ανυπαρξία με επαρκές λεκτικό υπόβαθρο και μάλιστα σε τρεις διαδοχικές
εποχές κατά τις οποίες ο δυτικός κόσμος δέχτηκε τις μεγαλύτερες αλλαγές; Με μια
συγκριτική προσέγγιση στην ποίηση της Έμιλυ Ντίκινσον, του ΣαλβατόρεKουαζιμόντο, του Κωνσταντίνου
Καρυωτάκη, παρατηρεί κανείς ότι η διαρκής αναζήτηση της ζωής μετά το θάνατο,  είτε του προσωπικού είτε κοντινών προσώπων,
γίνεται φορέας ανίχνευσης του ανθρώπινου 
τρόμου, που σχεδόν καταλήγει σ’ ένα είδος υπερρεαλιστικής εμμονής ως
προς την  απεικόνιση του. Τρεις
διαδοχικές διαφορετικές εποχές, τρεις διαφορετικές χώρες και πολιτισμοί που
ανήκουν στη  Δύση, τρεις ποιητές με
διαφορετικές ζωές αποδεικνύουν ότι η σκέψη του θανάτου

                 Στην Αμερικανική ποίηση χαρακτηριστικά
βλέπουμε την Έμιλι Ντίκινσον να περιγράφει σκηνές του ενταφιασμού της, τη
συνύπαρξη με το  νεκρό του διπλανού τάφου,
ενώ τον Πόε να επιμένει πως η νεκρή αγαπημένη έχει επιστρέψει με τη μορφή του
κορακιού ή ότι  ο θάνατος τηςAnabelLeeσυνέβη εξαιτίας της ζήλειας των
αγγέλων απέναντι στον επίγειο έρωτα. Όλα αυτά μπορούν να θεωρηθούν ως μια
αντίδραση του ποιητικού κόσμου απέναντι στην ανυπαρξία ακριβώς εξαιτίας της ανάγκης
του να αποκωδικοποιήσει τη λήξη της ζωής και τον τρόμο που αυτή η λήξη προκαλεί.
Το μακάβριο και ο σουρεαλισμός, τα δυο κύρια χαρακτηριστικά με τα οποία
προσεγγίζεται ο θάνατος, ώστε ενίοτε να γίνει πιο γλαφυρός, επιδεικνύει την
ύστατη προσπάθεια του ανθρώπου-ποιητή να εκφραστεί έτσι ώστε να ξεπεράσει τον
προσωπικό του φόβου μ’ ένα είδος «συστηματικής απευαισθητοποίησης.»[1]
Δε βλέπουμε κάτι διαφορετικό  και στην
ποίηση του Κωνσταντίνου Καρυωτάκη.

Θάνατος
είναι οι κάργες που χτυπιούνται

στους μαύρους τοίχους και τα κεραμίδια,

θάνατος οι γυναίκες, που αγαπιούνται

καθώς να καθαρίζουνε κρεμμύδια.

Θάνατος οι λεροί, ασήμαντοι δρόμοι

με τα λαμπρά, μεγάλα ονόματά τους,

ο ελαιώνας, γύρω η θάλασσα, κι ακόμη

ο ήλιος, θάνατος μες στους θανάτους.

Θάνατος ο αστυνόμος που διπλώνει

για να ζυγίση μια “ελλειπή” μερίδα,

θάνατος τα ζουμπούλια στο μπαλκόνι,

κι ο δάσκαλος με την εφημερίδα. 

Η
ένωση της καθημερινότητας και των εκπροσώπων της με το στοιχείο του θανάτου
είναι πολύ ιδιαίτερο. Υποδηλώνεται ένα είδος πλήξης της μεσοπολεμικής ελληνικής
επαρχίας, όμως ο ποιητής με μεγάλη εικονικότητα υποδεικνύει ένα είδος επαρκούς
για τη σκέψη του θανάτου αδιεξόδου, το οποίο σταδιακά δείχνει να μεγαλώνει και
να βρίσκεται παντού. Ταυτόχρονα, με τραγική ειρωνεία διακωμωδεί  όλο εκείνο το προσποιητό σύνολο ανθρώπων που
πασχίζει να αθωώσει την ίδια του την πλήξη μέσα από το θάνατο των άλλων. Ιδίως
σε μια μικρή κοινωνία, με το τραύμα του πολέμου ευδιάκριτο, οι στίχοι
δικαιολογούν το συναίσθημα της κωμικοτραγικής έκφανσης της στροφής.

Αν
τουλάχιστον, μέσα στους ανθρώπους

αυτούς, ένας επέθαινε από αηδία…

Σιωπηλοί, θλιμμένοι, με σεμνούς τρόπους,

θα διασκεδάζαμε όλοι στην κηδεία.

Στο
ποίημα τουGALA,
επίσης αναφέρει:

 Εἶναι τὸ βράδυ ἀπόψε θλιβερὸ

κι ἐμεῖς θᾶν τὸ γλεντήσουμε τὸ βράδυ,

ὅσοι ἔχουμε τὸ μάτι μας ὁγρὸ

καὶ μέσα μας τὸν ᾅδη.

Δεν
μπορεί να γίνει κατανοητό αν η συχνή αναφορά του θανάτου αφορά μια συγκεκριμένη
έκφανση της ζωής του προς το τέλος της. Ενδεχομένως υπόνοιες για την ύπαρξη της
σύφιλης τον έφεραν αντιμέτωπο με τη φύση της ασθένειας η οποία έδωσε στη
μελαγχολική του διάθεση μια διάσταση εμμονής με την αναφορά και την
εικονοποίηση του θανάτου. Αυτό ίσως γίνεται λίγο πιο κατανοητό στη  «Νύχτα», όπου έρωτας και θάνατος είναι στο
ίδιο «κρεβάτι» το οποίο εξανθρωπίζεται και αποκτώντας ανθρώπινη  υπόσταση και συναισθήματα προσθέτει την
αισθαντικότητα της αντίφασης ζωής (έρωτα) και ασθένειας (θανάτου).

Σαρκάζει
τὸ κρεβάτι τὴ χαρά τους

κι
αὐτοὶ λὲν πὼς ἔτριξε·

δὲ
λὲν πὼς τὸ κρεβάτι ὁραματίζεται

μελλοντικοὺς
θανάτους.

Εξαιτίας
της αυτοκτονίας του, η έννοια του θανάτου στον Καρυωτάκη είναι έντονη. Η
γνωστική του διεργασία πριν την πράξη φαίνεται ότι αφορούσε σε μεγάλο βαθμό το
φαινόμενο του θανάτου και της αντίληψης του από το ευρύ κοινό. Επίσης, δεν
μπορεί παρά να χαρακτηρίσει μιαν ολόκληρη εποχή η οποία ακριβώς εξαιτίας της
εικόνας του θανάτου λόγω πολέμου  και
αρρώστιας, ήταν στενά συνδεδεμένη μαζί του. Η Ντίκινσον από την άλλη, προσδίδει
στην ποίησή της ένα βαρύ υπαρξιακό νόημα που κι εκείνο έχει ένα είδος πολιτικής
χροιάς, ωστόσο αρκετά πιο ανεπίσημα και γενικά. Στο ποίημα της “Idiedforbeautybutwasscarce” η Ντίκινσον ως νεκρή μιλά μ’ έναν
«συγκάτοικο» της σε διπλανό τάφο. Οι δύο τους συζητούν για το λόγο του θανάτου
τους κι αισθάνεται σαν συγγενής με το νεκρό του διπλανού τάφου. Σα να υπάρχει
μια εν γένει συγγένεια μεταξύ των δύο νεκρών συζητούν για το λόγο που τους
έφερε στο θάνατο. Είναι χαρακτηριστικό πως και οι δυο τους νεκροί πέθαναν για
την ομορφιά και την  αλήθεια, δυο έννοιες
ταυτόσημες όπως παραδέχτηκε ο «συγκάτοικος» στο διπλανό τάφο. Η ποιήτρια
συνδέει την αλήθεια με την ομορφιά με εξαιρετικό ενδιαφέρον θεωρώντας τους
αίτια να  καταλήξει κανείς στο θάνατο.

I died for beauty, but was scarce

Πέθανα για την
ομορφιά, μα σπάνιο ήταν

Adapted in the tomb

Προσαρμοσμένη μέσα στον
τάφο

When one who died for truth was lain

Όταν ένας,  ήταν ξαπλωμένος, που πέθανε για την αλήθεια

inanadjoiningroom

σε διπλανό δωμάτιο[2]

Είναι
επίσης συγκλονιστικό πως η Ντίκινσον εκτός από την απεικόνιση της αίσθησης του
θανάτου επάνω στο σώμα της με κύριο 
πρωταγωνιστή το “I”
προκαλεί έναν ιδιαίτερο διάλογο με το νεκρό του διπλανού τάφου χρησιμοποιώντας
το ρήμα «αποτυγχάνω», αναφερόμενη στη ζωή.

He asked me why I failed,

Με ρώτησε γιατί
απέτυχα

ForbeautyIreplied

 Για την ομορφιά αποκρίθηκα

Ο
θάνατος εμφανίζεται ως μια μορφή αποτυχίας μα βρίσκει την ανθρώπινη του
υπόσταση μέσα από την ενδοεπικοινωνία μεταξύ των δύο θαμμένων νεκρών και με το
διαχωριστικό ανάμεσα στους δύο τάφους που 
δεν είναι άλλο παρά η ίδια η  γη.
Η Ντίκινσον ψάχνει την καθαίρεση, την 
κάθαρση, την εκλογίκευση του θανάτου μέσα από τη  συνέχεια του με στοιχεία της ζωής ώστε να
καταφέρει να συνειδητοποιήσει αυτό το οποίο εκπροσωπεί.

And so, as kinsmen
in the night

Κι έτσι σαν συγγενείς που συναντήθηκαν μια νύχτα

We
talked between the rooms

Μιλήσαμεανάμεσασταδωμάτια

Until
the moss had reached our lips,

Μέχρι που βρύα εισέβαλλαν στα χείλη μας

Andcoveredupournames

Και κάλυψαν τα ονόματα μας

Η
ψύχραιμη φύση της τελευταίας στροφής προσδίδει μιαν ιδιαίτερη συγκατάβαση με
την ιδέα του θανάτου. Η Ντίκινσον, όπως ο Καρυωτάκης, φαίνεται να συμμετέχει σε
μιαν ανάγκη αντιμετώπισης του τρόμου του θανάτου μέσα ακριβώς από την
υπαρξιστική προσέγγιση του μηδενισμού. Ο μηδενισμός αυτός στους δύο ποιητές
προσδένεται με τη μεταφυσική, υποθετική προσωπική εμπειρία. Πώς όμως διακρίνει
κανείς ότι η Ντίκινσον νιώθει τρόμο για το θάνατο και τον αναφέρει συχνά
ακριβώς ως μεγάλος λάτρης της ζωής;  Σ’αυτότοερώτημααπαντάηίδια:

Because I could not stop for death,

Επειδή δεν μπορούσα
να σταματήσω για το θάνατο

he kindly stopped for me.

Εκείνος ευγενικά με
σταμάτησε

The carriage held but just ourselves,

Η άμαξα δεν
κουβαλούσε, παρά τη δική μας οντότητα

 andimmortality

και την αιωνιότητα[3]

Μέσα
από την προσωποποίηση του θανάτου, η Ντίκινσον πετυχαίνει την προσωποποίηση του
θανάτου και την εξομοίωση των δραστηριοτήτων του με εκείνες των ανθρώπων. Ο
θάνατος φαίνεται εδώ να οδηγεί ένα άρμα στο οποίο ευγενικά παρακάλεσε την  περσόνα του ποιήματος να ανέβει. Η άμαξα
δείχνει την ασίγαστη ταχύτητα του θανάτου κι ένα είδος σιγουριάς, αλλά και μιας
ίσως κοινής συναίνεσης απαγωγής, αφού η άμαξα είναι κτήμα του και η ποιήτρια
είναι η συνεπιβάτης. Η εμπλοκή της αιωνιότητας προσδίδει μιαν ιδιαίτερη
μελαγχολία η οποία δείχνει απαραίτητη για την ποιήτρια που δεν μπορεί να
ανταπεξέλθει στην ανυπαρξία και βρίσκεται αντιμέτωπη πια με το θάνατο ο οποίος
ίσως είναι ο μόνος αιώνιος.

            Εφόσον η ποίηση των δύο είναι βαθιά
συσχετισμένη με το θάνατο, η ανάγκη του ποιητή σε διαφορετικούς αιώνες γραφής,
φαίνεται πως τον φέρνει αντιμέτωπο με την ευθραυστότητα της ανθρώπινης
υπόστασης. Είναι τελικά η ποίηση για τον τρόμο του θανάτου ή ακόμη και για την
εμμονή με το θάνατο η απάντηση που δίνει η ίδια η ζωή στην  ανυπαρξία και το άγνωστο το οποίο εκείνος
εκπροσωπεί; Για να απαντήσω σε αυτό το ερώτημα θα στραφώ σ’ έναν τρίτο ποιητή
αυτή τη φορά από την Ιταλία. Ο Σαλβατόρε Κουαζιμόντο θα συσχετίσει τη φύση αλλά
και τον πόλεμο με την αίσθηση του θανάτου. Ο Κουαζιμόντο θα μιλήσει για το
θάνατο στη χειρότερη καμπή της ιστορίας της Ευρώπης και θα παραδώσει ποίηση με
ρυθμό – ο οποίος πιθανώς χάνεται στην ελληνική του μετάφραση-και
μια ιδιαίτερη δόση υπαρξιστικής φιλοσοφίας. Στο ποίημά του «Κανείς» γράφει

«ίσως
και να ‘μαι κι ένα αγοράκι

Που
τους νεκρούς φοβάται,

Μα
που ο  θάνατος φωνάζει

Γιατί
το ξεχωρίζει απ’ όλα τα δημιουργήματά του»

Ο θάνατος εδώ φαίνεται να
ξεχωρίζει τον ποιητή που φοβάται να πεθάνει. Τα λόγια του είναι ξεκάθαρα και δε
χρησιμοποιεί μεταφορές ή μετωνυμίες για να προσδώσει με ακρίβεια τελικά τον
(αν)υπαρξιακό τρόμο. Ο τίτλος έχει ιδιαίτερο συμβολισμό ως προς την ανυπαρξία.
Η αίσθηση του μηδέν είναι συχνά συσχετισμένη με τη φοβία απέναντι στο θάνατο.
Στο έργο του τα «Λατομεία» γράφει

«Συλλαβές
σκιών και φύλλα

στη
χλόη εγκαταλειμμένα αγαπούν οι νεκροί.

 Εδώ. Ακριβή νύχτα στους νεκρούς[4]» 


Έτσι οι νεκροί
αγαπούν,  αισθάνονται, καταλαβαίνουν τη
γλώσσα της φύσης και τις συλλαβές των φύλλων. Η μοναξιά του λατομείου, η
εισχώρηση της νεκρής φύσης, της πεσμένης στο έδαφος, δείχνει να ταιριάζει με το
αίσθημα του θανάτου που ο ποιητής ποθεί να περιγράψει μέσα από τη φύση και την
εγκατάλειψη του βιομηχανικού τοπίου τη φθορά και την παρακμή του.

Συμπερασματικά, θα έλεγα
πως οι  ποιητές, οι τρεις αυτές
διαφορετικές γενιές, προπολεμική-μεσοπολεμική και μεταπολεμική, βλέπουν τον
θάνατο με μεγάλο ενδιαφέρον προσπαθώντας τελικά να κατανοήσουν ποιο είναι το
νόημα του και ποιο τελικά- αν υπάρχει- είναι το νόημα της ίδιας της ζωής.
Οι  εικόνες της καθημερινότητας, της
φύσης και η προσωποποίηση του θανάτου του ίδιου αποτελούν ένα ιδιαίτερο κίνητρο
για την εν μέρει αποκωδικοποίηση αυτού του μυστηρίου το οποίο, χρησιμοποιώντας
μιαν έκφραση από το ποίημα του Κουαζιμόντο «Οσμή Ανθρώπου» οφείλεται τελικά
«στο γόνιμο  σκοτάδι του κυττάρου.»

Hall, Calvin.
“Attitudes Toward Life and Death in Poetry”. Psychoanalytic Review, vol. 52, nº
1, 1965, pp. 67 – 83.

Ουγγαρέτι,
Παζολίνι, Κουαζιμόντο: Τρείς ιταλοί ποιητές
, Εκδ: Αιγόκερως, Μετάφραση:  Στέλιος Κατσίκας, 2000

Καρυωτάκης Κωνσταντίνος, Άπαντα,
https://www.openbook.gr/apanta-kwstas-karywtakis/  

Dickinson Emily, https://www.poets.org/poetsorg/poems/45673

Η Κωνσταντίνα Κοντοπούλου είναι εκπαιδευτικός, απόφοιτη
ψυχολογίας και υπ. Διδάκτωρ στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Έργα και άρθρα της
έχουν δημοσιευτεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά λογοτεχνίας στην Ελλάδα και το
εξωτερικό.


[1]Μέθοδος συμπεριφοριστικής προσέγγισης η οποία στόχο έχει μέσα από
τη σταδιακή έκθεση σ’ έναν παράγοντα φοβίας να καταργήσει το συναίσθημα της
φοβίας αυτής. ΟWilson(1973) τονίζει τη σημασία της εικόνας,
καθώς και της συμβολικής/γνωστικής διαδικασίας στη διαδικασία αυτή. Δεν είναι
τυχαίο ότι η εικόνα στην ποίηση παίζει σπουδαίο ρόλο ως προς τον τρόπο
πρόσληψης της από τον αναγνώστη  ή τον
ακροατή.

[2]Μετάφραση Κωνσταντίνας Κοντοπούλου

[3]Μετάφραση Κωνσταντίνας Κοντοπούλου

[4]  Μετάφραση Κατσίκα Στέλιου,
Παζολίνι, Ουγγαρέτι, Κουαζιμόντο, Εκδόσεις Αιγόκερως, 2000.