(…)φορώντας κατάσαρκα το μαύρο δίκιο μου /φτάνοντας από αγωνία σε αγωνία κι ως την υπέρτατη αγωνία / του λογικού. (Μόνον δια της λύπης 1976). Λόγια του ποιητή Βύρωνα Λεοντάρη. Λόγια…από αυτά που σηκώνονται τις νύχτες σαν αγάλματα/ κι ανάβουνε τα φώτα σε αδειανές ψυχές/κι αρχίζουν να χτυπούν στους τοίχους το κεφάλι τους ουρλιάζοντας/ -είναι μια κρίση δημιουργίας μόνο ή μήπως είναι/ το τέλος, η κατάρρευση της σκέψης (…) (Ψυχοστασία 1972).
Πολλοί ποιητές της γενιάς μας που επιχειρούν να ενστερνιστούν στην γραφή τους την αγωνία του Αινίγματος της Ύπαρξης, υποδόρια ή μη έχουν τις καταβολές τους στον σαχτουρικό τρόπο θέασης του κόσμου, στην καρουζική ενάργεια εμβάθυνσής του, στην καρυωτακικού τύπου ειρωνεία προς την εικόνα του. Ο ποιητής όμως που πραγματικά χρήζει εμβάθυνσης ως προς την βαθιά μεταρομαντική οπτική -που τα περικλείει όλα αυτά, και από την οποία πολλοί από τους νέους ποιητές αποσπούν ιδεολογικά και φιλοσοφικά χαρακτηριστικά- είναι ο Βύρων Λεοντάρης, ένας ελληνόφωνος μεταπολεμικός και μελανός Byron. Και τον αποκαλώ «μελανό Byron», γιατί σε αντίθεση με την ορμή και το πάθος των ρομαντικών του 19ου, η γραφή του Λεοντάρη, ενός ποιητή με ρομαντική ιδιοσυγκρασία, δεν είναι η γραφή ενός μεθυστή, ενός γλεντιστή. Η γραφή του Λεοντάρη αποκρυσταλλώνει την απόλυτη διαύγεια κάποιου που του γλιστρά απ’ τα χέρια το μεθύσι, κι απ’ την καρδιά η ανεμελιά. Γράφει: στίχοι που κλαίμε σαν παιδιά στα σκαλοπάτια/ γιατί ποτέ ποτέ δεν μπορέσαμε να προλάβουμε το έγκλημα/-φτάσαμε πάντα αργά μπροστά στις κλειδωμένες πράξεις (…). (Ψυχοστασία 1972)
Ανέκαθεν θεωρούσα τον Λεοντάρη ένα γνήσια μεταρομαντικό ποιητή -σε αισθητικό και φιλοσοφικό επίπεδο. Τεχνικά; Έρρυθμος λόγος, προσήλωση στον γλωσσικό πλούτο, με δουλεμένη ως ευγενική χειρονομία την επιλογή των λέξεών του, είναι κάποια από τα χαρακτηριστικά του. Σε συνδυασμό με την πρωτοπρόσωπα εκπεφρασμένη ευαισθησία του και τον εξομολογητικό του τόνο, όλα τούτα δίνουν στα ποιήματά του έναν ακραιφνή λυρικό τόνο. Με αυτό το ντύμα, τα ποιήματά του εκπέμπουν ένα ουμανιστικό credo που ταυτόχρονα ξεχειλίζει από ματαίωση, ματαιότητα και αγωνία. Πάντα συνομιλώντας με το μέσα Έρεβος και το φάσμα μιας τελματικής ακινησίας ο Λεοντάρης φαντάζει λαμνοκόπος και βουτηχτής στους απάτητους βυθούς της ζωής, μελετητής γνήσιος του θανάτου, ερευνητής του βασάνου μα και του μεγαλείου της θνητότητας: Αρνήθηκα τον κόσμο και δεν βρήκα την ψυχή μου/ έχασα την ψυχή μου και δεν κέρδισα τον κόσμο/ Στημένο το παιχνίδι/ Του Θεού και των ανθρώπων οι ζαβολιές με ρήμαξαν. Και παρακάτω: Ημέρα ανθρώπου ημέρα θλίψεως/ ημέρα ανήμερη/ κι άλλο δεν είμαι παρά κατάρα και βλαστήμια/ καθώς επάνω μου ξεσπάει/ η μοχθηρία του ουρανού/και του πλησίον η μάνητα. (Εν γη αλμυρά 1996)
Ο Λεοντάρης δεν ακολουθεί μανιέρες και ούτε εγκλωβίζει την ποιητική του σε ρεύματα. Αν αναφέρθηκα στον μεταρομαντικό τόνο που προσωπικά διακρίνω, είναι γιατί στο έργο του κυριαρχούν κάποια από τα βασικά στοιχεία μιας αισθητικής σποράς με την οποία νιώθω πως δεν θα «ξεμπερδέψουμε»εύκολα- και την οποία ποιητικά στην Ελλάδα άνοιξε ο Καρυωτάκης με τον Καβάφη, καθείς με τον δικό του εντελώς τρόπο. Το στοιχείο της αυτοαναφορικότητας ,της μνήμης, της ενδοσκόπησης, της τραγικότητας και της ειρωνείας, όλα συναπαρτίζουν το μέσα μάτι του Λεοντάρη, ενός ποιητή που σίγουρα ανήκει στους μοντέρνους καιρούς, που κάποιοι εξακολουθούμε να διανύουμε σε πείσμα ενός παρόντος που βρίθει από μια μεταμοντέρνα, αποδημητική και παιγνιώδη ισοπέδωση.
Μέσα στο πλαίσιο αυτό ενός ζωντανού μοντερνισμού, διακρίνει κανείς στον Λεοντάρη τα στοιχεία μιας ατόφιας ποιητικής ευστροφίας, η οποία χαλιναγωγεί την αυθεντική έμπνευση εντός των πλαισίων που ορίζει το πλάνο της γραφής. Παραθέτω τους στίχους: Θα μας ξεχάσουν κάποτε τα ονόματά μας/ δεν θα μας ξέρουν ούτε στο όνειρό τους/ θα ζήσουν μια δικιά τους ζωή με άλλες σημασίες σε εξώθυρες/ και εξώφυλλα/βροχές θα τα μουσκεύουν δάκρυα και δεν θα μας ξέρουν. (Εν γη αλμυρά 1996)
Από τους πολύ σημαντικούς -και όχι όσο θα του έπρεπε αναγνωρισμένους- σύγχρονους ποιητές μας, ο Βύρων Λεοντάρης θα ασκεί ακόμα μεγαλύτερη επιρροή με το πέρασμα των καιρών σε όσους παλεύουν να αποτυπώσουν τα χαρακτηριστικά μιας αληθινά υπαρξιακής και βαθιά ανθρώπινης ποιητικής, εξασκούμενοι σε σιωπές ώστε να ντύνονται τα διάτρητα άρματα της γραφής δίχως να περιμένουν τίποτα. Σε όσους νιώθουν σαν σφίξιμο φιλικό στο μπράτσο τους στίχους: Πρέπει να κάνει το αντίδρομο ταξίδι/όσα έχεις πει να τα ξεπείς/κι όσα έζησες να τα ξεζήσεις/αλλιώς τίποτε δεν θα βρεις και δε θα μάθεις. (Εκ περάτων 1986)