Καθώς ο
αέρας που αναπνέουμε αποπνέει την
δυσωδία βομβαρδισμών υπέρ των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων, στυγνών εγκλημάτων πολέμου,
εθνικιστικών και αλυτρωτικών ρητορικών,
πατριδοκάπηλων φασιστοειδών,
ανταγωνισμών σε επίπεδο σημαιοστόλιστων
βραχονησίδων κ.α, θυμήθηκα ένα από τα
αγαπημένα μου ποιήματα από το Spoon River
του Edgar Lee Masters, σε μετάφραση του Κλείτου
Κύρου, εκείνο που μιλούσε για ένα ακόμα
νέο που χάθηκε υπέρ πατρίδος. Τον
Knowlt Hoheimer:
Ήμουν
από τους πρώτους καρπούς της μάχης του
Μίσιονερυ Ριτζ.
Όταν
ένιωσα το βόλι να τρυπάει την καρδιά
μου
Λαχτάρησα
να βρισκόμουν σπίτι μου και να πήγαινα
φυλακή
Επειδής
είχα κλέψει τα γουρούνια του Κέρλ Τρενάρυ
Παρά
που τό ‘σκασα και πήγα στρατιώτης.
Χίλιες
φορές καλύτερα σ’ επαρχιακή φυλακή,
Παρά
να πλαγιάζεις κάτω απ’ τη φτερωτή αυτή
μαρμάρινη μορφή
Κι
από το το γρανιτένιο ετούτο βάθρο
Που
έχει τις λέξεις «Pro Patria».
Τί
σημασία έχουν όλα αυτά τέλος πάντων;
Δίπλα
σε αυτό το «αμερικάνικο» ποίημα, ένα
«ελληνικό» τολμώ να θυμηθώ: τον Μιχαλιό
του Καρυωτάκη:
Το
Μιχαλιό τον πήρανε στρατιώτη.
Καμαρωτά
ξεκίνησε κι ωραία
με
το Μαρή και με τον Παναγιώτη.
Δεν
μπόρεσε να μάθει καν το «επ’ ώμου».
Ολο
εμουρμούριζε: «Κυρ Δεκανέα,
άσε
με να γυρίσω στο χωριό μου».
Τον
άλλο χρόνο, στο νοσοκομείο,
αμίλητος
τον ουρανό κοιτούσε.
Εκάρφωνε
πέρα, σ’ ένα σημείο,
το
βλέμμα του νοσταλγικό και πράο,
σα
να `λέγε, σα να παρακαλούσε:
«Αφήστε
με στο σπίτι μου να πάω».
Κι
ο Μιχαλιός επέθανε στρατιώτης.
Τον
ξεπροβόδισαν κάτι φαντάροι,
μαζί
τους ο Μαρής κι ο Παναγιώτης.
Απάνω
του σκεπάστηκεν ο λάκκος,
μα
του άφησαν απέξω το ποδάρι:
ήταν
λίγο μακρύς ο φουκαράκος.
ΥΓ.
Κλείνοντας ας μιλήσω με ένα αληθινό
περιστατικό. Φοιτητής στο Ρέθυμνο, γυρνώ
βαθιά νύχτα στο σπίτι με τα πόδια. Οι
δρόμοι είναι εντελώς έρημοι. Στο κέντρο
της πόλης, από το Δημαρχείο ως τον Κήπο,
για πρώτη φορά νιώθω να μην κυκλοφορεί
ψυχή ζώσα. Ενώ βαδίζω νωχελικά, βλέπω
στη μέση μέση του πιο κεντρικού και
πολυσύχναστου δρόμου της πόλης, άδειου
εκείνη την ώρα, μια πάπια να περπατά
καμαρωτή. Παράδοξο. Φαντάστηκα εκείνη
την στιγμή μια αναλογία με την έννοια
της πατρίδας. Έτσι γεννήθηκε το
ποίημα Πατρίδα από την συλλογή Ρουβίκωνας
στα μέτρα μας. Τολμώ
μετά τον Masters και τον Καρυωτάκη να το
παραθέσω.
Εις
οιωνός άριστος
αμύνεσθαι
περί πατρίδος
όπως
και περί του δικαιώματος
μιας
χήνας
νωχελικά
να περπατά
στην
κεντρική λεωφόρο
της
νυχτερινής πόλης
–
κι ας
ματωθούν στο τέλος βιαστικές ξάγρυπνες
ρόδες
από
το ανοιγμένο της κρανίο
και
ας ακούγεται σπαρακτικό το σκούξιμό
της
καθώς
στα κύμβαλα θα χτυπιέται
κάποιου
αόρατου πιάνου αγωνίας.
Οι
νέοι που τυχόν τρέξουνε ξοπίσω
μιμούμενοι
χειρονομώντας
του
γεγονότος την παραδοξότητα
θα
νομίζουν πως πετάνε.