Στέργιος Ντέρτσας,
Nieve
Η
ευγενική γυναικεία φωνή που απάντησε
στον αριθμό της Οδική Βοήθειας τον
διαβεβαίωσε πως το φορτηγάκι θα βρισκόταν
στο σημείο όπου είχε μείνει με το
αυτοκίνητό σε κανένα μισάωρο περίπου.
Την ευχαρίστησε κι έκλεισε. Αναστέναξε
βαθιά. Δεν ήθελε να πιστέψει αυτό που
του συνέβαινε. Είχε μείνει στη μέση του
πουθενά την μέρα που ξεκινούσε τις
διακοπές του! Τουλάχιστον, ευχήθηκε, να
μην είναι καμιά σοβαρή ζημιά, για να
μπορέσει να φθάσει εγκαίρως στον
προορισμό του. Έκλεισε νευριασμένος το
καπό του αυτοκινήτου και στη συνέχεια
με δυσκολία κατάφερε να το σπρώξει δίπλα
σε ένα δεντράκι, εκτός δρόμου, που
πρόσφερε έναν στοιχειώδη ίσκιο. Η
προειδοποίηση του πατέρα του επανήλθε
σαν ηχώ στο μυαλό του: “To
αυτοκίνητο δεν είναι για τόσο μεγάλο
ταξίδι, να το ξέρεις.’’ Το ήξερε αλλά
δεν ήθελε να το δεχτεί. Πίστευε πως
κανένας και τίποτα δεν θα μπορούσε να
τον βγάλει από την μαγεία των τελευταίων
ημερών και πως όλα θα συνεργούσαν στο
τέλος να βρεθεί κοντά της το συντομότερο
δυνατό. Αμέσως μετά επιχείρησε να
τηλεφωνήσει σ’ εκείνη προκειμένου να
την ενημερώσει για την περιπέτεια του
και να την προϊδεάσει για την ενδεχόμενη
καθυστέρηση του όμως το σήμα από το
κινητό του είχε χαθεί. Του ήρθε σκοτοδίνη.
Ξανακοίταξε τον δρόμο. Του έκανε εντύπωση
που από την στιγμή που προέκυψε η βλάβη
δεν είχε φανεί κανένα αυτοκίνητο αλλά
δεν ήταν σε θέση να πει με σιγουριά αν
αυτό ήταν αλήθεια ή απλά η ιδέα του.
Μπήκε μέσα κι αναζήτησε με νευρικές κι
έντονες κινήσεις τα τσιγάρα του. Δεν τα
έβρισκε όσο κι αν έψαχνε. Κι όμως ήταν
εντελώς σίγουρος πως υπήρχε ένα πακέτο
στο ντουλαπάκι από το οποίο έπαιρνε ένα
τσιγάρο μια στις τόσες. Άρχισε να
παραληρεί σε μια ακατάληπτη γλώσσα
κλαψουρίζοντας και βρίζοντας την τύχη
του. Στο τέλος, εντελώς νικημένος, έμεινε
σαν απολιθωμένος στη θέση του οδηγού
να αγναντεύει το υπερπέραν. Η αίσθηση
μιας συντριπτικής ήττας τον είχε
κονιορτοποιήσει.
Και
τότε ήταν που άρχισε να… χιονίζει. Ναι,
να χιονίζει! Ήταν ένα λεπτό, κοφτερό
και επιθετικό χιόνι. Κοίταξε το κινητό
του, πεταμένο στην θέση του συνοδηγού:
14 Αυγούστου. Δεν υπήρχε κανένα λάθος
σ’ αυτό. Αυτήν ήταν η ημέρα έναρξης των
καλοκαιρινών του διακοπών. Κοίταξε από
τον καθρέφτη , στο πίσω κάθισμα, τις
αποσκευές του. Οι χρωματιστές πετσέτες
που παραλίγο να ξεχάσει φεύγοντας και
που η μάνα του κράδαινε σαν χέρια της
σαν επαναστατικά λάβαρα, τρέχοντας
ξοπίσω του , ενώ εκείνος ήδη είχε βάλει
μπροστά , ήταν εκεί έξω, πεταμένες χύμα,
πάνω στους σάκους, ως η πιο τρανταχτή
απόδειξη για την εποχή. Βγήκε έξω και
πήρε να εξετάζει τον εαυτό του από την
κορυφή ως τα νύχια. Ήταν εντελώς
καλοκαιρινός: φανελάκι, στρατιωτικού
τύπου βερμούδα και ολόγυμνα πόδια γιατί
του άρεσε να οδηγεί ξυπόλητος. Γελούσε
σαν χαζός, το ζούσε όλο αυτό σαν
πρωταγωνιστής και θύμα μιας ανείπωτης,
κακόγουστης φάρσας. Κοίταξε ψηλά. Ο
ορίζοντας από παντού κλειστός. Ο ουρανός
ήταν κατάλευκος και το χιόνι έπεφτε με
δύναμη στα μάτια του. Έκλεισε τα μάτια
του. Ένιωσε να γεμίζει το πρόσωπο του
με βαθιές κοψιές. Πονούσε, νόμιζε πως
μάτωνε. Βλέπω όνειρο, σκέφτηκε, είναι
σίγουρα ένα όνειρο. Επανέλαβε άπειρες
τα ίδια λόγια σαν να ήταν ξόρκι, σαν να
ήταν αυτός ο τρόπος να επιστρέψει άμεσα
στο πριν και στις υψηλές, Αυγουστιάτικες
θερμοκρασίες. Τα ξανάνοιξε. Αλλά το
χιόνι συνέχισε να πέφτει με μεγαλύτερη
ένταση πλέον. “Μα, είμαστε στην καρδιά
του Αυγούστου! Αύριο είναι Δεκαπενταύγουστος!”
είπε με ένα πνιχτό παράπονο απευθυνόμενος
σε έναν αόρατο ακροατή, στον υποτιθέμενο
αυτουργό ετούτης της εξωφρενικής
κατάστασης.
Κρύωνε.
Τα πόδια του είχαν παγώσει. Χώθηκε
εσπευσμένα μέσα στο αυτοκίνητο. Θα
κοιμηθώ, σκέφτηκε, και όταν ξυπνήσω τα
πάντα θα έχουν τελειώσει. Δεν ήξερε τι
άλλο να κάνει. Αυτό στο μυαλό του φάνταζε
ως η καλύτερη δυνατή λύση ή μάλλον η
μόνη λύση, ένα αναγκαίο διέξοδο λίγο
πριν τον απόλυτο κλονισμό του νευρικού
του συστήματος. Ήταν πολύ κουρασμένος
γιατί είχε ξυπνήσει πολύ πρωί και ήδη
οδηγούσε τέσσερις συνεχόμενες ώρες.
Στην ουσία δεν είχε κλείσει μάτι καθόλου
από την αγωνία του αφού περίμενε πως
και πως να έρθει η στιγμή να ξεκινήσει
για να βρεθεί και πάλι κοντά της. Κι
όποτε το κατάφερνε έβλεπε κάτι αγωνιώδη
όνειρα που τον έκαναν να πετιέται πάνω
κάθιδρος.
Κοιμήθηκε
σχεδόν αμέσως. Και σχεδόν αμέσως βρέθηκε
εκεί για όπου ξεκινούσε. Λευκάδα. Εκεί
που είχε δώσει μαζί της το επόμενο
ραντεβού . Ή τέλος πάντων σε ένα μέρος
που ήταν πολύ κοντά σ’ εκείνο που η
φαντασία είχε συνθέσει ως Λευκάδα. Σε
μια μεγάλη παραλία . Ήταν κιόλας εκεί
κι έπινε μπύρες μαζί της σε ένα σκιερό
μέρος ενώ τριγύρω ηλιοκαμένα κορμιά
άνοιγαν όλους τους πόρους τους να πάρουν
μέσα τους όσο περισσότερο καλοκαίρι
μπορούσαν. Γύρω πρόσωπα ανέμελα τα οποία
αν και αποτελούσαν μέρος της όλης εικόνας
ταυτόχρονα φαινόταν να βρίσκονται σε
μεγάλη απόσταση. Άμμος καυτή, καταγάλανη
θάλασσα. Ονειρεύομαι την πραγματικότητα,
είπε, μακάρι να μείνω εδώ για πάντα.
Εκείνη, σαν να άκουσε τη σκέψη του, άφησε
ένα ανεπαίσθητο φιλί στον ώμο του.
Μπορεί και να σε ονειρεύεται αυτή, είπε
η κοπέλα. Την κοίταξε στα μάτια. Το
χαμόγελο της απέραντο και πάμφωτο. Ήταν
αδιανόητα όμορφη και εκτυφλωτική σαν
Αυγουστιάτικο μεσημέρι: δεν μπορούσες
να την κοιτάξεις συνεχόμενα παρά μόνο
για κάποια δευτερόλεπτα. Ήταν το ίδιο
όμορφη όπως την ημέρα που γνωριστήκανε
κι ακόμη περισσότερο.
Όταν
ξύπνησε το χιόνι είχε σκεπάσει τα πάντα.
Ξανακοίταξε το κινητό του: 14 Αυγούστου.
Κοίταξε την ώρα. Δεν υπήρχε καμιά ένδειξη
ώρας πλέον κι ούτε ήξερε αν είναι νωρίς
το πρωί ή αργά το απόγευμα. Κι επιπλέον
δεν ήξερε που βρίσκεται. Υπολόγισε πως
πρέπει να είχε κοιμηθεί γύρω στο δίωρο
αλλά αυτό ήταν κάτι που δεν είχε την
παραμικρή σημασία. Δεν μπορούσε να
καταλάβει τι γίνεται και επιπλέον δεν
ήθελε. Ένιωθε πως αν έμπαινε στη διαδικασία
να εξηγήσει μια τόσο αδιανόητη κατάσταση
το μυαλό του θα έσπαγε σαν γυαλί σε
χιλιάδες μικρά γυαλάκια. Ήταν αντιμέτωπος
με το Ανεξήγητο και το χειρότερο που
θα μπορούσε να κάνει να τώρα θα ήταν να
επιχειρήσει να καταλάβει τι συμβαίνει.
Θα ήταν σαν να ριχνόταν στην αρένα να
παλέψει με ένα θηρίο που θα τον κατασπάραζε
πάραυτα…
Το
μόνο που ήθελε ήταν να ξεφύγει απ’ όλη
αυτή την ασφυκτική κατάσταση, απ’ αυτόν
τον εφιάλτη. Σκέφτηκε πως αν εκείνη η
κοπέλα εμφανιζόταν ξαφνικά θα έφερνε
μαζί της και το καλοκαίρι, το κανονικό
Ελληνικό καλοκαίρι, κι όλη αυτή η
παράνοια να εξαφανιζόταν αμέσως σαν
να ήταν μια μικρή μουντζούρα στο μυαλό
του.
Την
είχε γνωρίσει λίγο καιρό πριν, την
ημέρα των γενεθλίων του, στο χώρο
αναμονής, στο υποκατάστημα μιας τράπεζας
που έσφυζε από κόσμο. Ο φωτεινός πίνακας
με τους αριθμούς προτεραιότητας ήταν
για ώρα καθηλωμένος στο 88 και η δυσφορία
περίσσευε εκεί μέσα. Περίμεναν όρθιοι,
ο ένας δίπλα στον άλλο, κάπου σε μια
άκρη. Κάποια στιγμή εντελώς ασυναίσθητα
κοίταξαν ταυτόχρονα ο ένας το χαρτάκι
του άλλου κι ενώ ως τότε δεν είχαν
ανταλλάξει ματιά. Αυτός είχε το 148. Εκείνη
το 215. Κοιταχτήκαν στα μάτια και κάπως
έτσι άρχισαν να μιλάνε. Κατόπιν η κοπέλα
έδειξε με τα μάτια της τον πίνακα που
παρέμενε κολλημένος στο 88: “Το έτος
γέννησης μου”, είπε. “Και το δικό μου!”
έκανε αυτός έκπληκτος. Αμέσως εκείνη
τράβηξε από τα χέρια του το χαρτάκι του.
“Εγώ έχω γεννηθεί Αύγουστο, 14/8. Εσύ;”
ρώτησε με έναν τρόπο σαν να θεωρούσε
δεδομένη την απάντηση δίνοντας του το
δικό της χαρτάκι. Αυτός έμεινε άφωνος
για αρκετή ώρα κι ύστερα την κοίταξε
στα μάτια. Απάντησε κοιτώντας το χαρτάκι
της με έναν τρόπο σαν να προσπαθούσε να
πείσει κυρίως τον εαυτό του: “Μάϊο…
21/5… Απίστευτο…” Γελούσαν, τους κοίταζαν
όλοι μες την τράπεζα. “Έχεις γενέθλια
σήμερα. Χρόνια πολλά!”, του είπε με ένα
χαμόγελο που το δέχτηκε σαν ένα από να
καλύτερα δώρα που του είχαν κάνει ποτέ.
Εκείνη του επέστρεψε το χαρτάκι και
πήρε το δικό της. Κράτησε τα χέρια του
στα χέρια της για λίγα δευτερόλεπτα που
ωστόσο αποδείχτηκαν αρκετά να μεταμορφώσουν
την τράπεζα σε ένα απέραντο καλοκαιρινό
beach–bar
όπου οι πάντες βρισκόταν σε κατάσταση
μέθης και απόλυτης έκστασης.
Έψαξε
στο ραδιόφωνο μήπως ακούσει τίποτα που
θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Και κυρίως
ειδήσεις. Το χιόνι μέσα στην καρδιά του
Αυγούστου δεν θα έπρεπε κανονικά να
είναι είδηση και μάλιστα έκτακτη όπως
ένας μεγάλος σεισμός; Αναμφίβολα. Λογικά
όλοι θα μιλούσαν γι’ αυτό, θα έπρεπε να
γίνεται μεγάλος χαμός. Με μεγάλη δυσκολία-
και αρκετά παράσιτα- το μόνο που κατάφερε
να εντοπίσει ήταν ένας σταθμός που είχε
μουσική. Καλή μουσική αλλά ερχόταν στ’
αυτιά του σαν ενόχληση. Μια λάσπη
απελπισίας τον τράβηξε μέσα της. Και
πάνω που πήγε να το κλείσει άρχισε να
παίζει εκείνη η μουσική, η μουσική που
εκείνη είχε ψιθυρίσει πολλές φορές
καθώς του μιλούσε. Και θυμήθηκε… Θυμήθηκε
εκείνη να του λέει με μια μικρή υποψίας
ξενικής προφοράς στον τόνο της φωνής
της: “Έρχομαι από το Αέναο Χιόνι, από
εκεί που το χιόνι δεν σταματάει να πέφτει
ποτέ… Με λένε Nieve…Κι
όποιον αγαπήσω τον θάβω μες το χιόνι.
Για πάντα…Για πάντα…Και τον κρατάω
εκεί, φυλακισμένο ή ελεύθερο, έξω από
τον χρόνο… Για μένα αυτό είναι αγάπη…”.
Εκείνος την άκουγε αποχαυνωμένος. Έτσι
κι αλλιώς ό,τι και να του έλεγε εκείνη
η κοπέλα του φαινόταν υπέροχο, όμορφο,
μαγικό, φερμένο από έναν άλλον κόσμο.
Μυσταγωγικό.
Την
στιγμή που ανακάλυψαν αυτή τη φοβερή
σύμπτωση με τα χαρτάκια και το 88 στον
πίνακα κατάλαβαν πως δεν είχε νόημα να
κάθονται άλλο εκεί μέσα και πως δεν
υπάρχουν “επείγουσες δουλειές” που
δεν μπορούν να περιμένουν όταν η ίδια
η πραγματικότητα κάνει κάποιες στιγμές
της ζωής μας πιο κινηματογραφικές από
τις γητειές της μεγάλης οθόνης. Βέβαια
στο λογιστικό γραφείο που δούλευε κάτι
τέτοιο δεν θα το έβλεπαν με μεγάλη
κατανόηση αλλά δεν είχε χρόνο και μυαλό
για τέτοιες σκέψεις, οι προτεραιότητες
ήταν άλλες πλέον: της πρότεινε να πάνε
να πιούν καφέ μαζί κι εκείνη δέχτηκε.
Την στιγμή που βγαίναν ένας διαπεραστικός
ήχος από μέσα υποδήλωνε πως το 88 είχε
δώσει τη θέση του στον επόμενο αριθμό.
Μετά
τον καφέ της ζήτησε να συνεχίσουν, να
πάνε κάπου ήσυχα να φάνε, να κεράσει για
τα γενέθλια του. Έτσι κι αλλιώς θα έκανε
και θα επινοούσε οτιδήποτε για να
κερδίσει χρόνο δίπλα της. Εκείνη δέχτηκε.
Αυτός δεν μιλούσε σχεδόν καθόλου. Δεν
ήθελε να τη διακόπτει. Του άρεσε να την
ακούει να του μιλάει, να λέει οτιδήποτε.
Της το είπε πολλές φορές: θέλω να σ’
ακούω να μιλάς συνέχεια, ως την αιωνιότητα.
Κι απόρησε με τον ίδιο του τον εαυτό όχι
μόνο γιατί δεν συνήθιζε να μιλάει έτσι
αλλά και επειδή αν άκουγε κάποιον να το
κάνει ίσως και να τον ειρωνευόταν. Εκείνη
είχε μια απαλή, γλυκιά φωνή που σε
ξεκούραζε και σε ταξίδευε ακόμη κι αν
έλεγε πράγματα που είτε δεν ήταν άμεσα
αντιληπτά είτε δεν είχαν κανένα απολύτως
νόημα. Επιπλέον μπορούσε να καταπιαστεί
με το πιο αδιάφορο ή στενάχωρο θέμα και
να του δώσει πρωτόγνωρες και αδιανόητες
διαστάσεις. Αισθανόταν τυχερός, ανείπωτα
τυχερός που την είχε απέναντι του και
την άκουγε να μιλά. Είχε χάσει την αίσθηση
του χώρου και του χρόνου, ένιωθε να έχει
πέσει πάνω του η αστερόσκονη των πιο
ωραίων παραμυθιών. Παρακαλούσε να μη
τελειώσουν ποτέ ετούτες οι στιγμές. Η
φωνή της, σκέφτηκε, είναι σαν χιόνι που
πέφτει απαλά και κάνει τα πάντα πανέμορφα.
Και τότε θυμήθηκε να τη ρωτήσει πως τη
λένε. Κι εκείνη είχε απαντήσει: “
Έρχομαι από το Αέναο Χιόνι, από εκεί που
το χιόνι δεν σταματάει να πέφτει ποτέ…Με
λένε Νieve..Κι
όποιον αγαπήσω τον θάβω μες το χιόνι.
Για πάντα…Για πάντα…”.
“Και ποιο
είναι εκείνο το μέρος ;» ρώτησε.
“Μα,
είναι το μέρος του Αέναου Χιονιού …”,
είπε εκείνη σαν να αναφερόταν σε κάτι
εντελώς αυτονόητο.
“Και
πως σε λένε;» ρώτησε αυτός που δεν
καταλάβαινε τίποτα αλλά δεν τον ένοιαζε
κιόλας.
“Με
λένε Νieve..Κι
όποιον αγαπήσω τον θάβω μες το χιόνι.
Για πάντα…Για πάντα…”
Οι
τρομερές συμπτώσεις όμως δεν είχαν
εξαντληθεί με τα χαρτάκια της τράπεζας.
Λίγο πριν χωρίσουνε εκείνη του είπε πως
θα έφευγε για κάποιο διάστημα και μετά,
για όλο το δεύτερο μισό του Αυγούστου,
θα βρισκόταν στη Λευκάδα. Θα έκανε εκεί
τις διακοπές της πριν φύγει και πάλι.
Αυτός της είπε πως είχε κανονίσει, την
ίδια περίοδο, να πάει στην Λευκάδα, ένα
μέρος στο οποίο ήθελε να πάει από τότε
που ήταν μαθητής Λυκείου, με τον κολλητό
του ο οποίος όμως εξαιτίας ενός απροόπτου
γεγονότος υποχρεωνόταν να μείνει στην
πόλη. “Έλα μόνος σου, θα είμαι εκεί και
θα σε περιμένω”, του είπε εκείνη. Αυτός,
έκθαμβος μπροστά στην όλη εξέλιξη των
πραγμάτων, φυσικά δέχτηκε αμέσως. Καθώς
χωρίζανε της είπε: “Μιλάς τέλεια
Ελληνικά. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι
δεν είσαι Ελληνίδα…”. Εκείνη, αντί
άλλης απάντησης, άφησε ένα αινιγματικό
μειδίαμα να σχηματιστεί στα χείλη της,
τον κοίταξε με τη συμπάθεια που θα
κοίταζε ένα αδέσποτο κουτάβι και ρώτησε:
“Δεν είναι υπέροχος μήνας ο Αύγουστος;”.
Αυτός, αιφνιδιασμένος, απάντησε με φωνή
πνιγμένη, σχεδόν τραυλίζοντας: “Ναι…Aν
κι εγώ τον φοβάμαι λίγο.Μου προκαλεί
φόβο, δέος… Δηλαδή όχι λίγο, πολύ….” .
Όταν χώρισαν προσπαθούσε να καταλάβει
πως του ήρθε να πει κάτι τέτοιο, τι πνεύμα
ήταν αυτό που είχε παρεισφρήσει εντός
του και μιλούσε κατ’ αυτόν τον τρόπο.
Αν τον άκουγε ο κολλητός του το δούλεμα
θα πήγαινε σύννεφο. Τη λέξη «δέος» την
χρησιμοποιούσαν μόνο για να περιγράψουν
συγκινήσεις προερχόμενες από το
ποδόσφαιρο.
Και τώρα τα
θυμόταν όλα καθαρά. Κι έβλεπε το χιόνι
να πέφτει και δεν μπορούσε να καταλάβει
τίποτα. Ήταν απελπισμένος. Απελπισμένος.
“Θεέ μου!…”, είπε κι έκλεισε τα μάτια.
Όταν τα άνοιξε και πάλι ήταν δίπλα της.
Στην παραλία. Την άγγιξε για να δει πως
όντως είναι αληθινή. Εκείνη άνοιξε τα
μάτια της και χαμογέλασε. “Ποια είσαι;”
τη ρώτησε. Τότε εκείνη άρχισε να λιώνει
κάτω απ’ τον ήλιο σαν χιονάνθρωπος. Ένα
μικρό ρυάκι που χανόταν στην άμμο έπαιρνε
τη θέση της. Γονάτισε στην άμμο σε μια
εντελώς μάταιη προσπάθεια να αποτρέψει
την όλη κατάσταση. “Όχι!!!” ούρλιαξε
και προσπάθησε να το βάλει στα πόδια.
Το να τη βλέπει να χάνεται έτσι από τα
μάτια του ήταν το πιο ανατριχιαστικό
από όσα είχε βιώσει ως τώρα. Ο εφιάλτης
στο απόγειο του. Δεν μπορούσε να κάνει
κάτι για να αποτρέψει το κακό και θέλησε
να φύγει μακριά από όλο αυτό να μη βλέπει.
Άρχισε να τρέχει σαν κυνηγημένο ζώο που
το πυροβολούσαν από παντού. Στην
προσπάθεια του να ξεφύγει έπεσε κάτω
ξέπνοος, λιπόθυμος. Όταν συνήλθε βρισκόταν
ξανά μέσα στο χαλασμένο του αυτοκίνητο
στη μέση του πουθενά, το κινητό του
έδειχνε 14 Αυγούστου ενώ το χιόνι γύρω
έπεφτε πυκνό. “Ποια είναι η πραγματικότητα
και ποιο το όνειρο;” αναρωτήθηκε
έντρομος.
Δεν
ήξερε να πει αν όλη αυτή η ιστορία με το
χιόνι ήταν ένα όνειρο όμως ήταν σίγουρος
πως αν τα πράγματα ήταν έτσι τότε το να
βλέπει το κορίτσι του να εξαφανίζεται
κάτω από τον καυτό ήλιο ήταν σίγουρα
ένας εφιάλτης μέσα στο όνειρο ή μέσα σε
έναν άλλον εφιάλτη. “Nieve
σ’ αγαπώ”, ψιθύρισε και με τα λόγια
αυτά ήταν σαν να τον πλημμύρισε ένα
πρωτόγνωρο, ισχυρό φως που τον έκανε να
καταλάβει πως είχε εγκλωβιστεί για
πάντα μέσα στον δικό της σύμπαν (στις
σκέψεις της, στο μυαλό της, στην καρδιά
της, στα όνειρα της, στις εμμονές της…).
Τα λόγια της επιστρέφαν και πάλι στο
μυαλό του και διαπερνούσαν σαν ηλεκτρικό
ρεύμα: “Έρχομαι από το Αέναο Χιόνι… Με
λένε Nieve…Κι
όποιον αγαπήσω τον θάβω μες το χιόνι….
Για πάντα…Για πάντα… Αν κι αυτός με
αγαπήσει και έρθει να με βρει, θα μπορέσει
να μπει για πάντα στο όνειρα μου…. Δεν
μπορώ να υποσχεθώ πως θα μπορέσει να με
συναντήσει…. Αλλά θα τον αγαπώ πολύ που
θα πέφτω πάνω του σαν χιόνι συνέχεια….”.
Και στο ενδιάμεσο, από φράση σε φράση,
ψιθύριζε μια πρωτάκουστη μουσική που
έκανε τα πάντα να μοιάζουν με μια μελωδική
μέθεξη.
Έκλεισε
ξανά τα μάτια του και τα άνοιξε αμέσως.
“Nieve
σ’ αγαπώ, Nieve
σ’ αγαπώ, Nieve
σ’ αγαπώ…”, παραληρούσε…. “Nieve
σ’ αγαπώ…”, δάκρυσε. Δάκρυσε με κάτι
δάκρυα σαν νιφάδες χιονιού…
Χιόνιζε
ακόμη πιο δυνατά κι έπαιζε ακόμη εκείνη
η μουσική. Όμως αντίθετα από πριν ένοιωθε
όμορφα. Ευτυχισμένος, απελευθερωμένος,
έτοιμος να πετάξει. Η ημερομηνία στο
κινητό του εξακολουθούσε να δείχνει
14 Αυγούστου αν και από την πρώτη
Αυγουστιάτικη νιφάδα χιονιού ως τώρα
έμοιαζε να έχουν περάσει αιώνες. Ό,τι
πριν έμοιαζε να είναι η φυλακή του
φάνταζε τώρα η απόλυτη ελευθερία, μια
μεγάλη παντοτινή φυγή. Η συγκεκριμένη
ημερομηνία ερχόταν να αντικαταστήσει
την έννοια του χρόνου όπως την
αντιλαμβανόταν μέχρι να συμβούν όλα
αυτά και την όριζε τελείως διαφορετικά
πλέον. Βγήκε έξω από το αυτοκίνητο και
με τεράστια γράμματα έγραψε πάνω στη
χιονισμένη οροφή του αυτοκινήτου του:
«Nieve
Σ’ ΑΓΑΠΩ».
Δεν
υπήρχε πλέον κρύο αλλά μια γλυκιά ζέστη.
Το χιόνι συνέχισε να πέφτει με ακόμη
μεγαλύτερη ένταση, πιο πυκνό και πιο
όμορφο από ποτέ, και να τον τυλίγει σαν
μια μεγάλη απέραντη αγκαλιά ενώ εκείνος
έκλαιγε από χαρά καθώς σκεφτόταν πως
δεν θα καταφέρει να φτάσει ποτέ πουθενά.
Ή….
Ή
πως βρισκόταν ήδη εκεί που ανέκαθεν
ήθελε να πάει.
(Το
διήγημα ανήκει στην ανέκδοτη συλλογή
διηγημάτων: «Το πιάνο του Ρεμπώ και
άλλες συνηθισμένες ιστορίες»)