Το κείμενο είναι η εισήγηση από την παρουσίαση του βιβλίου «Γκαλίνα, η σκοτεινή οικιακή βοηθός», του Ανδρέα Μήτσου στο βιβλιοπωλείο Μαλλιάρη στη Θεσσαλονίκη
Αναφερόμενος κανείς στον Ανδρέα Μήτσου γνωρίζει καλά πως πρόκειται για έναν βαθύ και οξυδερκή στοχαστή, έναν συγγραφέα που με την πάροδο των χρόνων γίνεται δημιουργικά αρτιότερος. Το τελευταίο του βιβλίο μια νουβέλα μυστηρίου, η « Γκαλίνα η σκοτεινή οικιακή βοηθός» , αποτελεί εκτός των άλλων ένα κομψοτέχνημα ύφους.
Μερικά βασικά για την πλοκή .
Η Γκαλίνα, οικιακή βοηθός μιας γιάτραινας με ένα μικρό παιδί, διατηρεί ερωτικό λεσβιακό δεσμό μαζί της. Στη σχέση αυτή παρεισφρέει ένας αστυνομικός , ο οποίος ερωτεύεται τη γιατρό και καταφέρνει να τη χωρίσει πρόσκαιρα από την οικιακή βοηθό.
Την ιστορία του αυτή ο αστυνομικός καταθέτει χρόνια μετά σε έναν παλιό του συνάδελφο, στον οποίο κληροδοτεί πεθαίνοντας και ένα σαρανταπεντάχρονο παιδί, το παιδί της γιάτραινας.
Δεν θα επεκταθώ περισσότερο στην πλοκή της νουβέλας γιατί θα στερούσα από τους αναγνώστες τη μοναδική χαρά μιας απολαυστικής ανάγνωσης.
Θα ήθελα όμως να κάνω μια στάση και να μιλήσω για τη μεγαλύτερη κινητήρια ανθρώπινη δύναμη που δεν είναι άλλη από τα πάθη και τον τρόπο με τον οποίο ο Μήτσου τα πραγματεύεται.
Η Γκαλίνα -ας την ονομάσουμε ένα ερωτικό θρίλερ- αντανακλά από έναν καθρέφτη μυστικό το σκότος και το έρεβος των ανθρωπίνων παθών. Αντανακλά όλη αυτή τη μυστική και αθέατη μας φύση που όσο κι αν πολεμούμε να την καθυποτάξουμε, να την κρύψουμε , να την στείλουμε στο πυρ το εξώτερον αυτή υπάρχει, αυτή έρχεται στα όνειρα μας αυτή μας καταδυναστεύει και αυτή, δοθεισών των ανάλογων ευκαιριών, επικρατεί τελικά. Στις υπόλοιπες των περιπτώσεων που δεν επικρατεί, δεν σημαίνει πως δεν υπάρχει, απλά υπνώττει.
Ο Μήτσου , ένας αριστοτέχνης αφηγητής, στο βιβλίο του αυτό με μια χειρουργική αφηγηματική δομή, ανάλογη με αυτή των αστυνομικών και ψυχολογικών θρίλερ, αναδιφά τις βαθιές ρίζες του έρωτα και του αδιάρρηκτου δεσμού μεταξύ της αγάπης , του μίσους και του πάθους, αυτού του διηνεκούς μονομάχου.
Περιγράφει με τρόπο ασθματικό, όλους εκείνους τους ανθρώπους που προσδέθηκαν στην ουτοπία του πάθους , όλους αυτούς που ένιωσαν την επιθυμία, την προσδοκία, την αναμονή, την ταραχή αλλά και την απώλεια, την απουσία, τη ματαίωση ή τη διάψευση.
Γιατί πως θα ήταν ο κόσμος όπως δραματικά δηλώνει και ο Έκτωρ Κακναβάτος στο ποίημα του ,’Βραχέα και Μακρά’, χωρίς τη δομική των Ουτοπιών, τη Δυναμική των Ουτοπιών, την Αρχιτεκτονική των Ουτοπιών, τη Μορφολογία των Ουτοπιών; Το παιχνίδι πάντα παίζεται στην περιοχή των Ορίων.
Ο Μήτσου στήνει φλογισμένες φρυκτωρίες μέσα στα στενά δύσβατα του συντηρητισμού, για να φωτίσει τα ταραγμένα ενύπνια των ανθρώπων που φοβούνται να βιώσουν πάθη , μετρά με τις σκέψεις του τον σφυγμό ενός αδέξιου να φτάσει τη ζωή μέχρι το μεδούλι κόσμου.
Μέσα από ένα εξαίσιο αστυνομικό παιχνίδι που στήνει, βάζει σε αντίστιξη τη συντηρητική καθημερινότητα με τη δίνη των ανεξέλεγκτων παθών,
Μέσα στο εξαιρετικά ευσύνοπτο μέγεθος μιας νουβέλας καταφέρνει να περιγράψει και να καταθέσει τα της γυναικείας φύσης και ψυχολογίας, που φαίνεται να γνωρίζει άριστα, διαχειρίζεται επιτυχέστατα το τι είναι κοινωνικό στάτους και τι απορρέει απ’ αυτό και μέχρι ποιου σημείου μας επιτρέπει να δράσουμε ως όντα ελεύθερα και αποφαίνεται καταφατικά εν τέλει πως όλα τα όρια συμπεριφοράς που αφορούν το στάτους μπορούν και να υπερκεραστούν σ’ αυτήν τη σκακιέρα της ακόπαστης σύγκρουσης των πρέπει και των θέλω.
Ο Μήτσου αντιπαρατάσσει από τη μια τα πρέπει ως το απαθές μεταλλικό απάνθρωπο.. και από την άλλη το εμπαθές σαρκικά ανθρώπινο.
Βάζει το άχθος, το άγος, το άλγος και τη μελαγχολική σκοτεινότητα να τα στριφογυρίζει ο χρόνος σαν ανεμιστήρας και να τα κάνει αεράκι που μας μεταφέρει στα χλοερά και ανεξερεύνητα τοπία όλων αυτών που δεν τολμούμε ενίοτε ούτε καν να σκεφτούμε.
Σε έναν κόσμο γραφιάδων που λατρεύει το πλαίσιο, γράφει ‘εκθέτοντας’ εαυτόν και βοώντας συνάμα ‘λάβετε φάγετε τούτο εστί το αίμα μου’.
Γιατί τι είναι η γραφή αν δεν είναι αιμάσσουσα;
Αν δεν γινόμαστε εμείς οι αναγνώστες κοινωνοί της ‘αιμορραγίας’ του γράφοντος;
Στην Γκαλίνα αλλά και σε όλα τα βιβλία του Μήτσου γενικότερα, δεν χρησιμοποιούνται εκείνα τα σκουριασμένα εργαλεία των γραφιάδων που επικαλούνται το συναίσθημα, βγάζοντας ροζ καρδούλες στην επιφάνεια , που ράβουν ουρανούς και αστεράκια με μεταξωτές κλωστές και άλλα τινά.
Αντιθέτως , το συναίσθημα που προκαλούν είναι ο ενδογενής λυγμός του Elliot. Γιατί έτσι θα πρέπει όχι μόνον να τελειώνει ο κόσμος, αλλά και να αρχίζει.
Τα βιβλία του Μητσου δεν προτάσσουν κανέναν ορισμό. Άλλωστε όπως σθεναρά διατείνεται ο πολυφίλητος μου φίλος Θανάσης Τριαρίδης, ο ορισμός είναι περιορισμός.
Και η Γκαλίνα, αυτή η σκοτεινή οικιακή βοηθός και οι συν αυτή, αυτά τα ανοχύρωτα, κουρσεμένα πλάσματα, μέσα από τον ανορθολογισμό του πόθου και τα σαρκοβόρα πάθη του έρωτα, πληρώνουν το τίμημα γι αυτήν την πανάκριβη έλξη , μετατρεπόμενοι άλλοτε σε ουράνια τόξα κι άλλοτε σε αλμυρή βροχή .
Αυτά τα εύθραυστα, θνησιγενή όντα μέσα από τα πάθη τους συνδέονται με το βαθύ χρόνο και εγκαθίστανται στην αιωνιότητα, αφού έζησαν ό,τι ποθούσαν.
Εύη Κουτρουμπάκη