«Κόμπος» της Ζωής Μπόζεμπεργκ       

                                 Ένα κριτικό σημείωμα της Εύης Κουτρουμπάκη   

                                 
Διαβάζοντας κάποιος  το βιβλίο της Ζωής Μπόζεμπεργκ « Ο Κόμπος» – το πρώτο πράγμα που έρχεται στο μυαλό ήταν πως επιτυχέστερο τίτλο δεν θα μπορούσε να διαλέξει η συγγραφέας
 Το μυθιστόρημα αυτό που  θα μπορούσε να είναι και νουβέλα όχι λόγω του όγκου του αλλά λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του, αποτελεί αφόρμηση για να συλλογιστεί κανείς με πόσους σφιχτά δεμένους οικογενειακούς  κόμπους έχει υφανθεί ο καμβάς που στοιχειοθετεί την  ανθρώπινη κυψέλη, αλλά και συνάμα πως αυτή μπορεί να αποδιοργανωθεί σε ανταγωνιστικές φατρίες.
Η  Μπόζεμπεργκ στο βιβλίο αυτό, πραγματεύεται το βαθμό  στον οποίο  όλοι μας είμαστε κάτι σαν δεξαμενή αποβλήτων των παραδοσιακών αρχών , πόσο ανελεύθεροι υπήρξαμε ή είμαστε ακόμη, γιατί προσπαθήσαμε να είμαστε αυτό που η οικογένεια ζητούσε από μας , χωρίς να καταφέρουμε να δείξουμε –ίσως ποτέ- αυτό που πραγματικά είμαστε . Εν ολίγοις, πολλή οικογένεια με βάση τα κρατούντα  ελληνικά ειωθότα.
Τις σελίδες του βιβλίου διατρέχει η διερώτηση  για το πως εγκλωβιζόμαστε πλειστάκις  στον οικογενειακό   κλοιό και πως χωρίς να το καταλαβαίνουμε στις πλείστες των περιπτώσεων , εγκλωβίζουμε και τους επόμενους που ακολουθούν.
Η Ζωή Μπόζεμπεργκ κρατώντας ψυχαναλυτικό νυστέρι δημιουργεί ‘μπάμπουσκες’ εγκαταφωλευμένων αισθημάτων στον ήρωα , που εξαιτίας  του δεσποτικού του χαρακτήρος μιας ιδιότυπης οικογενειακής μητριαρχίας- λέξη που χρησιμοποιείται  πλέον μόνον μόνο στη διδασκαλία  της περιόδου της μητριαρχίας στην Κρήτη στο μάθημα της Ιστορίας- που τόσο εύστοχα περιγράφει στο βιβλίο της , ήγουν της μητέρας των θειάδων των αδερφάδων και των ξαδερφάδων του ήρωα – του Άγη- τον οδηγούν σε άδοξες πτήσεις που καταλήγουν στην οριστική πτώση.
 Περιγράφει μια  μητριαρχία ιδιότυπη- γιατί κλασσικές μητέρες και γυναίκες  δυνάστες έχουν σκιαγραφηθεί επιτυχέστατα στην Λογοτεχνία-.
 Η μητριαρχία που περιγράφεται στο βιβλίο αυτό υποσκάπτει υποδόρια τα ψυχικά θεμέλια του ήρωα , είναι μια μητριαρχία με το σεις και με το σας, είναι μια μητριαρχία που προσπαθεί να επιβάλλει την άγνοια ως την επικρατέστερη των αρετών, είναι μια μητριαρχία που δεν έχεις τίποτε να της προσάψεις δια γυμνού οφθαλμού γι αυτό και είναι βαθειά διαβρωτική και επικίνδυνη.
Μια μητριαρχία που μπορεί να μετατρέψει το βίο σε αβίωτο, μια μητριαρχία εδραιωμένη από μια ομάδα γυναικών που ευνουχίζουν τους άντρες, και στη συνέχεια κι αυτοί εγκολπώνονται τις αξίες και τα ιδεώδη της,  μια ομάδα γυναικών που κινείται μεταξύ του οικογενειακού παραθεριστικού τα καλοκαίρια,  και του άστεως τους υπόλοιπους μήνες.
Η συγγραφέας με άριστη διεισδυτική ματιά  καταδύεται  στα ειωθότα του μικροαστισμού, ας πούμε για παράδειγμα  την απαξίωση στη συστηματική επιστημονική γνώση- ο πατέρας του ήρωα δεν καταδέχεται να προσλάβει έναν μηχανικό ή αρχιτέκτονα να του σχεδιάσει το εξοχικό, το κάνει μόνος του  και  το κάνει ένα δυσλειτουργικό έκτρωμα. Τα κριτήρια επιλογής στέγης στο άστυ, αν οι αντικειμενικές αξίες είναι υψηλές κλπ, το εθιμοτυπικό των τραπεζωμάτων, το αλάθητο της αυθεντίας και δη του γηραιοτέρου κ.α
Εκείνη όμως η παράμετρος που θίγεται επιτυχέστατα    είναι η αδυναμία εφαρμογής των καθολικών αξιών σε μεμονωμένες περιπτώσεις.- Ο πατέρας του κεντρικού ήρωα , του Άγη αν και  φυλακίστηκε για τις ιδέες του στην μετεμφυλιακή περίοδο, αυτές τις οικουμενικές  ιδέες που αφορούν στην αγάπη στην αλληλεγγύη και στο έγνοια  για τον πλησίον μας , αδυνατεί να τις εφαρμόσει στον άμεσο οικογενειακό του κύκλο. Αφήνει για παράδειγμα τις υπέργηρες αδελφές του στο έλεος υπέρτερων δυνάμεων, σουφρώνοντας και την περιουσία τους άμα τω θανάτω τους-.
. Η Ζωή  Μπόζενμπεργκ με ψυχαναλυτικό νυστέρι περιγράφει καταλεπτώς την σταδιακή κατάρρευση του ήρωα, αναδεικνύοντας-πιθανόν  και για την ίδια- με επώδυνο τρόπο, το τερέν του μακελειού των εχόντων σχέση αίματος.
Πως δηλαδή συχνότατα αγνοείται η  μοναδική προσωπικότητα του κάθε μέλους της οικογένειας.
Πως δημιουργούνται οι στρεβλώσεις και η αδυναμία προσαρμογής στους   οικογενειακούς  ρόλους, πως αδυνατεί πλειστάκις η οικογένεια να δεσμευτεί απέναντι σε ένα σύνολο ανθρώπινων αξιών ποια είναι η συμπεριφορά της οικογένειας ως κοινωνικό σύνολο και τι οφείλει αυτή να πράξει σε περίπτωση ενδοψυχικής σύγκρουσης ενός εκ των μελών της.

Ο Nathan Ackerman από τους πρωτοπόρους της ψυχανάλυσης, ήδη από την δεκαετία του 1930 άρχισε να θεωρεί την οικογένεια ως μια κοινωνική και συναισθηματική μονάδα που επιδρά στα  παιδιά με τρόπο καταλυτικό.
Γι αυτό και υπήρξε φανατικός υπέρμαχος της οικογενειακής ψυχοθεραπείας. Πίστευε δηλαδή πως αν κάποιο μέλος της οικογένειας είχε πρόβλημα, αυτό το πρόβλημα έπρεπε να αντιμετωπιστεί σε οικογενειακή βάση , σε αντίθεση με τον Φρόυντ που ήταν υπέρμαχος της εξατομικευμένης ψυχοθεραπείας.
Αυτή η παράμετρος προβάλλεται μέσα από το βιβλίο της Μπόζεμπεργκ, πως δηλαδή δεν αντιμετωπίστηκε σε οικογενειακή βάση ή ακόμη χειρότερα αγνοήθηκε παντελώς η διαταραχή ενός μέλους της οικογένειας.
Σε ότι αφορά τη μορφολογία του βιβλίου, κατά βάση στηρίζεται στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση εκτός από έξι μικρές ενότητες που είναι γραμμένες σε τριτοπρόσωπη.
 Η αίσθηση που έχει ο αναγνώστης  στην αρχή της ανάγνωσης μετατρέπεται βαθμιαία και αλλάζει ολοκληρωτικά  προς  το τέλος της.
Στην αρχή του βιβλίου  έκπληξη προκαλεί και μερικές φορές ξενίζει η γραμμικότητα στην αφήγηση. Μιλώντας  με δημοσιογραφικούς όρους θα διατείνονταν κάποιος πως καταγράφεται η είδηση αλλά απουσιάζει το σχόλιο. Από τη μέση του βιβλίου και  μετά γίνεται κατανοητή η σοφή επιλογή της συγγραφέως να αφήσει πεδία ανοιχτά για τον αναγνώστη να βγάλει τα δικά του συμπεράσματα και συχνάκις να ταυτιστεί με τον ήρωα και το περιβάλλον του.
Ο Ήρωας χτίζεται μόνος του μέσα από τις αφηγήσεις του, δεν υπάρχει χρεία θεματικών σχολίων. Σχόλια είναι οι προσωπικές του εμπειρίες και αφηγήσεις. Σχόλια είναι τα αδιέξοδα που αυτό το οικογενειακό κουκούλι συχνά δημιουργεί.
 Μια από τις εξαιρετικές ιδιότητες του βιβλίου είναι  να φέρνει στην επιφάνεια , αισθήματα και οικογενειακές αναμνήσεις που όταν τις βιώναμε τις θεωρούσαμε απολύτως φυσιολογικές.
Αυτό είναι και  το ‘μάθημα’ που πικρά κατακάθεται εντός μας άμα τη λήξει της ανάγνωσης του βιβλίου,  πως δηλαδή  λόγω της επιθυμίας μας να δημιουργήσουμε δεσμούς, παρά  τη δυσπιστία στην αγάπη και στην οικογένεια όπως στην περίπτωση του ήρωα , αντί να μάθουμε να σκεφτόμαστε και να αντιδρούμε , εκπαιδευτήκαμε να υπακούμε και να επαναλαμβάνουμε.
Διερωτάται εύλογα κανείς αν μπορεί να κατακερματιστεί, να διαλυθεί στα εξ ων συνετέθη , ένας άνθρωπος χαρισματικός, εγγράμματος με βαθειά διεισδυτική ματιά σε όλα όσα βίωσε και βιώνει.
Η απάντηση είναι δυστυχώς καταφατική. Διαβάζοντας κάποιος το βιβλίο αυτό θα συνειδητοποιήσει πως άνθρωποι σαν τον ήρωα ,τον Άγη, που βιώνουν τον καγχασμό και το σκοτάδι, ενώ παράλληλα διεκδικούν το φως που ειρωνεύονται , αδυνατούν να το δουν , το φως δηλαδή όταν έρχεται στη ζωή τους –η Φοίβη στην περίπτωση του ήρωα- γιατί άφησαν  τις οικογενειακές  ρίζες να βγάλουν  παραφυάδες να τον τυλίξουν χειροπόδαρα  και τελικά να τον πνίξουν.
Η Μπόζενμπεργκ άνευ προσωπικών σχολίων, μέσα από την παραληρηματική αφήγηση του ήρωα καταδεικνύει και φωτίζει τη σπουδαιότητα  της ψυχικής οικογενειακής υγείας που είναι άμεσα υπεύθυνη για τη ψυχοσωματική μας ανάπτυξη ειδικά στα πρώιμα στάδια. Αν δεν υπάρξει κάποιο πρόσωπο που να γίνει «μητέρα», η πορεία της ψυχοσυναισθηματικής ωρίμασης του ανθρώπου  περιπλέκεται σε μεγάλο βαθμό.
 Xαρακτηριστική είναι η ανακλητική μελαγχολία του Spitz που σύμφωνα με τον οποίο, αυτή μετατρέπεται εν τέλει σε  συναισθηματικό και αναπτυξιακό μαρασμό.
Γιατί αυτό συνέβη στον ήρωα . Ανακάλεσε τη μελαγχολία της παιδικής του ηλικίας και διαλύθηκε.
Κι αυτό πραγματεύεται επιτυχέστατα η συγγραφέας στο βιβλίο της αυτό, με έναν καινοφανώς διακριτικό μα και συνάμα βαθειά ανθρώπινο και εξαιρετικά οικείο διεισδυτικό τρόπο, φέροντας  με την πρώτη της  αυτή συγγραφική απόπειρα ένα νέο modus scribendi στο λογοτεχνικό ορίζοντα.