εκδόσεις Μελάνι

το αναπάντητο
ερώτημα


Ένα εκτενές
ποίημα έχουμε στην πρόσφατη, τρίτη
ποιητική κατάθεση της Σοφίας Σακελλαρίου.
Μια ποιητική σύνθεση αποτελούμενη από
65 θραύσματα ποιητικά, σαν fragmenta
από σπασμένο αγγείο, που διατηρεί το
καθένα την αυτονομία του, το μερίδιο
του από τον θρυμματισμένο χρόνο, και
που ο αναγνώστης θα συναρμολογήσει για
να φανεί η αίγλη του ή η θλίψη του
αναπόφευκτα. Στην προμετωπίδα του
βιβλίου, η είσοδος στα ποιήματα μέσα
από τέσσερις στίχους δανεικούς:

Το
σώμα έχει ανοσία στη λογική

Πουθενά
δεν βρίσκει μεριά να ξεκουράσει τα μάτια

Το
σώμα μια ηχώ

«Έχει
γράμμα για μένα – ;»

Michael March,
Ο χώρος της υποχώρησης,
μτφρ. Κατερίνα
Αγγελάκη-Ρουκ, Εκδόσεις Άγρα

Έτσι δίνεται
το έναυσμα για τη γραφή. Μόνον το έναυσμα·
την αφορμή δεν θα τη μάθουμε ποτέ, γιατί
κάθε φορά που θα διαβάζουμε θα αναδύεται
κυρίαρχη η προσωπική μας αφορμή
συγκίνησης. Έτσι, όμως, γίνεται με την
καλή ποίηση. Όπως εδώ.

Αρχικά ένα
γράμμα δεν είναι τίποτα περισσότερο
από ένα γράμμα, η αναμονή μιας απάντησης.
Όταν, όμως, αυτή δεν έρχεται ποτέ, τότε
η ερώτηση υπάρχει γράμμα για μένα;
αποκτά μια διάσταση διαφορετική. Τότε
το γράμμα γίνεται η αναπάντητη έκκληση,
η κλειστή πόρτα, η μάταιη ενατένιση ενός
σκοτεινού ορίζοντα. Άπειρες οι αναπάντητες
επιστολές, μπορούν να συνοψιστούν
ποιητικά μέσα σε στίχους όπως αυτοί:

«Δύο
ζωές περίμενα το γράμμα σου.

Ζωή
μου, άλλη ζωή δεν μ’ απομένει».


Το γράμμα, όμως,
είναι και ο κομιστής του. Ο ταχυδρόμος
ή κάτι που να θυμίζει ταχυδρόμο.
Τότε το αθέατο γράμμα σωματοποιείται,
αποκτά πρόσωπο. Έχεις κάποιον (όχι κάτι)
να περιμένεις, ακόμα και αν επαληθεύει
η παρουσία του την απουσία του ποθούμενου.
Κι όταν φύγει κι αυτός;

Μετά
τον ταχυδρόμο τίποτα.

Όπως
ο θάνατος όσων δεν έχουνε θεό.

Ούτε
παράδεισοι ούτε κολάσεις.

Ούτε
επιστροφές ούτε αναστάσεις.

Αν
πάψεις να τον περιμένεις, να τον ρωτάς,

καμιά
ελπίδα δεν σε εξευτελίζει σκυφτό.

Έτσι κι αλλιώς,
όμως, ένα γράμμα είναι πάντα ένα πρόσωπο,
κι ας κρύβεται καμιά φορά πίσω από τις
λέξεις -τάχα απρόσωπα σημαδάκια στο
χαρτί- η αληθινή φυσιογνωμία· δεν είναι
το γράμμα που δεν έρχεται, είναι το
πρόσωπο που δεν λέει να φανεί. Ποιος
έχει το θάρρος να γίνει ο ίδιος το γράμμα
που περιμένει;

Πάψε
επιτέλους να ρωτάς εάν υπάρχει γράμμα.

Σβήσε
το φως στον μπερντέ σου

που
μια ζωή διαλαλεί:

«απόψε
η παράσταση –

Ο
καραγκιόζης στο ταχυδρομείο».

Γράψε
το γράμμα που περιμένεις.

Πώς γράφεται,
αλήθεια, το γράμμα που περιμένεις; Τότε
γίνεσαι εσύ το γράμμα, κι αυτό παίρνει
τη μορφή σου και μιλά με τη φωνή σου της
ματαιωμένης ελπίδας. Ναι αλλά μήπως
έτσι δεν γράφεται και η ποίηση; Με τη
μορφή ανεπίδοτων γραμμάτων, που ποτέ
δεν φτάνουν τον αποδέκτη, κι αν τον
φτάνουν ίσως αυτός δεν έχει τον κώδικα
της ανάγνωσης.

[…]

επιστρέφεται
το γράμμα, επιστρέφεται το ποίημα,

κουράστηκαν
οι άνθρωποι,

δεν
έχουν διάθεση, τον καιρό

να
καταλάβουν τι λέει κάθε γράμμα,

κάθε
ποίημα σκοτεινό.

Όμως
δεν σταματούν τα γράμματα.

Τα
ποιήματα δεν σταματούν.

Κι
ας τα παίρνει πάντα ο αέρας.

Η Σοφία Σακελλαρίου
θέτοντας την ερώτηση στον τίτλο της
ποιητικής αυτής σύνθεσης «Υπάρχει
γράμμα για μένα;»
έθεσε στην ουσία
περισσότερα ερωτήματα, γιατί μπόρεσε
να δώσει την εσωτερική πολυμορφία της
λέξης «γράμμα». Έτσι ξεκίνησε από το
γράμμα-επιστολή και μέσα από το
γράμμα-άνθρωπος έφτασε στο γράμμα-ποίηση.
Για να δείξει πως όλα ένα είναι, αρκεί
να εννοήσουμε τον κώδικα. Όπως το αρχικό
γράμμα ενός ονόματος συχνά δηλωτικό
του προσώπου καταλήγει, έτσι και το
γραμμένο μήνυμα γράφει μέσα του και το
πρόσωπο. Κι όταν παραμένει ανεπίδοτο,
είναι το πρόσωπο που ποτέ δεν έφτασε
στο σημείο της συνάντησης. Από το σημείο
αυτό και μετά άνοιξε το ποίημα για να
συμπεριλάβει τον εαυτό του σε μια
αυτοαναφορική κατάθεση από αυτές που
σπάνια ομολογούνται. Όταν γράφει η
ποιήτρια: τίποτα δεν ανήκει στον
ποιητή/Ούτε η γραφή ούτε η αιτία της
,
δίνει την απόλυτη αλήθεια που γνωρίζει
όποιος αντέχει να δει τη μοναξιά του
κατάματα. Δεν είναι μόνον η γραφή που
εγκαταλείπει τον ποιητή και ανοίγεται
σε μια αναζήτηση (συχνά μάταιη) των
συνοδοιπόρων, είναι και η αιτία και η
αφορμή που τη γέννησε που πλέον δεν του
ανήκει. Ξένα τα γραμμένα του όλα, σαν
ξεχασμένα γράμματα στο συρτάρι που δεν
θυμάσαι πια τι γεύση είχαν τα πρόσωπα
πίσω από τις λέξεις τους, που χάθηκε η
αφή που τα κρατούσε ζωντανά, που ατόνησαν
τα χαρακτηριστικά τους και πια δεν τα
γνωρίζεις.

Στο εξώφυλλο
το εμβληματικό γραμματόσημο των Ελληνικών
Ταχυδρομείων με το κεφάλι του Ερμή, του
μεταφορέα, του «ταχυδρόμου» μηνυμάτων
των θεών, αλλά και του ψυχοπομπού, του
οδηγού των ψυχών στον Άδη, σε μια
συνειρμική σπουδαία ποιητική έμπνευση.
Το σύμβολο της πιο ακραίας ματαιότητας,
το νόημα του ανεπίδοτου, το αδύνατο της
επίδοσης. Το γράμμα που ποτέ δεν θα
φτάσει, γιατί ποτέ δεν γράφτηκε και
γιατί κανείς δεν το περιμένει. Ή αλλιώς,
η ζωή και η μη ζωή κλεισμένη σε ένα γράμμα
που κανείς ποτέ δεν θα καταφέρει να
διαβάσει.

Δεν ξέρω πόσο
μακριά μπορεί να φτάσει η ποίηση.
Θεωρητικά απλώνεται μέχρι εκεί που την
πάνε οι αναγνώσεις. Νομίζω, ωστόσο, πως
νιώθω το νόημα της απόστασης που διανύει·
μοναχική πορεία. Να πρέπει να μιλάς με
λέξεις δισήμαντες ή και πολυσήμαντες,
μήπως και εννοηθεί το μέσα τους το κρυφό,
μήπως και πίσω από ένα κοινότοπο ερώτημα,
για παράδειγμα «Υπάρχει γράμμα για
μένα;»
, κάποιος αισθανθεί την τραγική
και μάταιη επανάληψη, κάποιος νιώσει
την ηχώ του σώματος. Η Σοφία Σακελλαρίου
έθεσε εδώ ένα ρητορικό ερώτημα, αναπάντητο
ακριβώς γιατί όλοι μέσα μας γνωρίζουμε
την απάντηση, μα δεν τη λέμε: «Όχι, δεν
έχει γράμμα για μένα».
Με όποιο από
όλα τα νοήματα της λέξης θέλουμε να το
βλέπουμε αυτό το γράμμα.