Ο
Μάξιμος Οσύρος, είναι γνωστός στους
δαήμονες και γνώστες των ελληνικών
ποιητικών πραγμάτων. Η βιβλιακή του
απαρχή σημειώνεται στα 1973 με την έκδοση
της δυσεύρετης ποιητικής του συλλογής
‘Εύη
J.
Βουτσαρά’[ Βάκων]. Συνεχίζει με την
‘Εύη
J.
Βουτσαρά ΙΙ.’[Πλέθρον, 1978], το ‘Μονοπάτι
της Μέταξας[Γνώση, 1981], την ‘Νοσταλγία
του ψυχιατρείου’[Νεφέλη, 1986], το ποιητικό
αφήγημα ‘Πολιτεία’ [Καστανιώτης 1993]
και την ‘Τεχνική του πραγματικού’[Νεφέλη
2008]. Άπασες, πλην των δύο- έως τώρα
τελευταίων- είναι εξηντλημένες.


Στο
αρτιγέννητο ποιητικό του πόνημα, υπό
τον τίτλο: ‘Οι φίλοι που με ακούν’
[Τύρφη, 2018], η αναστοχαστική πρακτική ως
προς την δραστικότητα, την υφή, την
φυσιολογία, αλλά και την σκόπευση της
Ars
Poetica,
συνιστά αναμφηρίστως- τον κεντρικό και
αείποτε επανερχόμενο θεματολογικό
άξονα, επί του οποίου τεκταίνεται η
επίζηλη, ψυχοδιανοητική κινησιολογία
του Οσύρου :


«
Θα μπορούσες χωρίς κατηγορία να εξηγήσεις,
γιατί η είσοδος επιβάλλεται να γίνει
με τον υπαινιγμό, ότι συνθέτοντας το
ποίημα αρνείσαι τις αξίες που υπηρετείς.
Το οξύμωρο στην υποψία πως προδίδεις
τις αρχές σου όσο τις υπερασπίζεσαι
βοηθά στην αφύπνιση του αναγνώστη».


Η
ποιητική τέχνη του Οσύρου αναιρεί τις
κυριαρχούσες γνωστικές βεβαιότητες,
την μονολιθική ανάγνωση της πραγματικότητας,
τους παντοειδείς, πλειστάκις
χρησιμοποιούμενους αποδεικτικούς
μηχανισμούς μιας άγονης κι αλυσιτελούς
μονοσήμαντης γεγονοτολογικής καταγραφής.


Η
γραφή του αμφιβάλλει, αμφιρρέπει, θέτει
ερωτήματα εντός της διηνεκώς, συντάσσει
και επιρρωνύει την πολυδαίδαλη ποιητική
στοχαστική διερώτηση.


Ο
Οσύρος δεν υποτάσσεται στις εξουσιαστικές
νοηματοδοτικές νόρμες της εμπειρικής
εξαπλούστευσης. Ανασυνθέτει ένα
πολυσήμαντο, ακραιφνώς ιδιαίτατο
ποιητικό
corpus
άρσης των διπολικών μανιχαϊστικών
διακρίσεων και ετεροτήτων. Η λησμοσύνη
με την μνημοσύνη, όπως η κενότητα με την
μορφή συσσωματώνονται, συνταυτίζονται
εν τέλει.


Η
στιγμική ανάκληση της ενήδονης εφηβείας
με τα παίγνιά της, η ανεπίγνωστα,
ερωτισμικώς δρώσα θήλεια ύπαρξη που
εντίθεται στην μνήμη, όπως και οι
αναλλοίωτες θαλπικές μητρικές προσηλώσεις
συναποτελούν ένα αναφαίρετο ψυχονοητικό
χρυσωρυχείο, που διαπορθμεύεται στους
βαθύνοες και λεπταίσθητους αναγνώστες
χάρη στον ποιητή Μάξιμο Οσύρο.