Του
Πέτρου Γκολίτση
ΔΥΟ
ΔΟΚΙΜΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΤΖΕΝΗΣ
ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ
(ΜΑΣΤΡΟΡΑΚΗ-ΚΑΒΑΦΗΣ
ΚΑΙ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ)
Ι
ΖΗΤΗΜΑΤΑ
ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑΣ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΑΣ.
ΤΑ
ΔΥΣΚΟΛΑ, ΤΑ ΑΝΕΞΑΝΤΛΗΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ
Αν
ο ελληνισμός του Καβάφη είναι ελληνικός,
του Παλαμά εθνικός και του Σεφέρη
μυθο-ποιητικός, που συναιρεί το μοντέρνο
με το δημοτικό και το εγχώριο με το
οικουμενικό της εποχής του, τότε ποιος
είναι ο ελληνισμός της Μαστοράκη; Προτού
απαντήσουμε ας αναλογιστούμε, πέρα από
τον “αιγιακό-του κολάζ” ελληνισμό του
Ελύτη (σεβόμενοι το Άξιον
Εστί
και το Ημερολόγιο
ενός αθέατου Απριλίου),
τον μπολιβάριο ελληνισμό του Εγγονόπουλου
και τον ακέφαλο τέλος του Σαχτούρη.
Αν
λοιπόν ο ελληνισμός του Καβάφη είναι
ελληνικός, με την έννοια του κράματος
και της «Κοινής Ελληνικής Λαλιάς», ο
ελληνισμός της κορυφαίας μας ποιήτριας
είναι αυτός μιας μετα-σολωμικής
ελληνικότητας περασμένης από τα βάθη
και από τα ρήγματα του Βυζαντίου.
Μεταρομαντικός σε μιαν ανάγνωση, που
φαντασιώνεται και ανασυνθέτει, παίρνοντας
και πέρα από τον Ατλαντικό ωκεανό, καθότι
βρίσκεται σε μια διαρκή και ενημερωμένη
ανταπόκριση με το παρόν και με την
ιστορία, με ρίζες που ξεπερνούν κατά
πολύ την επιφάνεια, και που αντέχουν
στην πτώση και την πίεση πρόσκαιρων
σχηματισμών αλλά και ενώσεων.
Έτσι,
σε αυτά τα πλαίσια, αντί της «ιστορικής
ποιητικής» του Καβάφη, ή της «μυθικής
μεθόδου» του Πάουντ, του Σεφέρη ή του
Έλιοτ, η ποιητική της Μαστοράκη θα
μπορούσε να χαρακτηριστεί ως, μια
ιστορικο-παραμυθιακή ποιητική, μιας
γυναίκας, που ως παιδί, στη νέα χοάνη
των καιρών, μεταπολεμικά φορούσε
φορεματάκια 2nd
hand,
−αποφόρια «μεταποιημένα», «ξήλωνε,
ξανάραβε, από μεγαλίστικα αμερικάνικα
φουστάνια», και πόσο μάλλον τα χαιρόταν−
σταλμένα από την νικήτρια του δεύτερου
μεγάλου πολέμου, την εγγυήτρια Αμερική
(στα πλαίσια του πακέτου Μάρσαλ). Μια
δύναμη που μας έστειλε καρφί και στην
αμήχανη και ασφυκτική αγκαλιά της
Χούντας, κλίμα εντός του οποίου ωριμάζει
η ποίησή της για να εκτοξευθεί. Έτσι, σε
μια «τζι άι τζο» κατάσταση, με τους
εγχώριους, αυτόκλητους και μη εντολοδόχους,
με τα καλά της αγγλοσαξονικής παιδείας,
μουσικής και διάχυσης, στο νέο κράμα
και με παρόντες τους φενακισμούς της
εξουσίας, σε μια νέα Αντιόχεια των
καιρών, σε μια Αθήνα, η Μαστοράκη τρέφεται,
αφουγκράζεται και περιμένει, βιώνοντας
με τις ποιητικές αντένες της, τη δυσκαμψία
του μοχλού, την μη εκλέπτυνση των
απολήξεων, των δαχτύλων, καθώς κινείται
από τα πέρατα του κόσμου, τη Ρώμη της
Αμερικής –τώρα του Βερολίνου–, τη Ρώμη
των καιρών μας, της πολιτικής και της
παγκόσμιας –σχεδόν– επικυριαρχίας. Η
ποιήτρια λοιπόν συμπάσχοντας και
συμπαθώντας, με την έμφυτη ενσυναίσθησή
της και διατηρώντας την, ούτως ή άλλως,
αποστασιοποιημένη ταυτότητά της, δίχως
ειρωνεία, πονά και καταγράφει μεταγράφοντας
ποιητικά, το δράμα, το αδιέξοδο, την
ασφυξία, στην οποία τέμνεται το υποστασιακό
με το ιστορικό. Κι όλα διαλύονται και
σκάζουν, κι αυτή εκεί, έως τέλους, ως
δυνατή μορφή, στα εσώψυχα, να μαρτυρά
την νέα άλωση, με γνώση αυτοκρατορική
και βλέμμα τροχισμένο από τους και στους
αιώνες.
II
O
Κ.Π. ΚΑΒΑΦΗΣ ΚΑΙ Η ΤΖΕΝΗ ΜΑΣΤΟΡΑΚΗ
(ΣΗΜΕΙΟ
ΤΟΜΗΣ ΚΑΙ ΕΝΑ ΠΛΑΙΣΙΟ)
Στο
τελικό αυτό μέρος της θέασής μας στο
σύνολο της ποίησης της Τζένης Μαστοράκη
(βλ. και Ποιητικές
μεταστοιχειώσεις. Στοιχεία εξπρεσιονισμού
στην ποίησή μας, εκδ.
Ρώμη, 2017) θα σταθούμε σε ένα ανέκδοτο
ποίημα του K.Π.
Καβάφη, ώστε από εκεί να πιάσουμε κάποιες
χαρακτηριστικές αποχρώσεις, αλλά και
να συνοψίσουμε την ποιητική-παραμυθητική
της κορυφαίας μας ποιήτριας. Ο Καβάφης
λοιπόν στο α ν έ κ δ ο τ ο ποίημα του
«Τεχνητά άνθη», και άρα ως τέτοιο
ανολοκλήρωτο ή επανα-επεξεργάσιμο,
σύμφωνα με την αντίληψη και την πρακτική
του ποιητή, μας εισάγει στον τόπο της
αντι-φύσης, θυμώνοντας −καβαφικά
προφανώς−
πικραμένος και διατηρώντας ένα ειρωνικό
παράπονο τόσο για τη φύση της φθοράς
και το περαστικό των μορφών και των
σωμάτων μας, όσο και για το «κοινόχρηστο»
και ενιαίο της ηδονής. Μας λέει:
Δεν
θέλω
τους
αληθινούς ναρκίσσους μηδέ κρίνοι
μ’
αρέσουν, μηδέ ρόδα αληθινά.
Τους
τετριμμένους, τους κοινούς κήπους
κοσμούν∙
Με
δίνει
η
σάρκα των πικρία, κούραση κι οδύνη−
τα
κάλλη των βαρυούμαι τα φθαρτά.
Δόστε
μου άνθη τεχνητά…
Το
ποίημα αυτό παραμένει στο αρχείο των
ανέκδοτων ποιημάτων του Καβάφη, όχι
μόνο γιατί δεν πληροί το αισθητικό
κριτήριο του σημαντικότατου και
οικουμενικού αυτού ποιητή, αλλά επειδή
δεν κατασταλάζει, δεν δίνει άμεσα και
οριστικά, αυτό που ήθελε να πει ο ποιητής
στο νοηματικό επίπεδο, στο συνδυασμό
δηλαδή της ωραιότητας και της φθοράς,
όπως απασχόλησε τον ποιητή. Το ποίημα
μας εμφανίζεται ως διπλά ειρωνικό,
δηλαδή ενώ σε πρώτο επίπεδο τάχα τον
κουράζουν, τον πικραίνουν και του
προκαλούν πόνο τα φυσικά άνθη που με τα
φθαρτά τους κάλλη τον κάνουν τάχα
να
βαριέται, ενώ αυτό που επιζητεί δεν
είναι παρά το ιδιαίτερό τους κάλλους,
που έστω φθαρτό υπήρξε κι ας κράτησε
μόνο για μια «στιγμή» −το
στιγμιαίο είναι αυτό που μετωνυμικά
και ουσιαστικά τον ενοχλεί−
και σε δεύτερο επίπεδο αυτό που αυξάνει
την ενόχλησή του, του «ανδρείου αυτού
της ηδονής», είναι που «οι αληθινοί
νάρκισσοι», οι «αληθινοί κρίνοι» και
τα «αληθινά ρόδα» κοσμούν «τετριμμένους»
κήπους, κοινούς, και άρα όχι μοναδικούς
και αναντικατάστατους, όπως είναι
προφανώς −έτσι
τον νιώθει−
ο δικός του κήπος της ηδονής. Τέτοιο
ίσως το μερτικό του στα της σάρκας.
Ο
ποιητής λοιπόν ζητά «άνθη τεχνητά»
γιατί μέσω της φαντασίας και της
αναπλαστικής δύναμης της μνήμης −που
προσθέτει, αφαιρεί και επιχρωματίζει−
μπορεί να τα πλάσει όπως αυτός επιθυμεί.
Σε μια σύνθεση, σε ένα διόλου τετριμμένο
και κοινό κήπο, που με τη σάρκα τους και
με τα κάλλη τους τα άφθαρτα θα του δίνουν
χαρά, θα τον ξεκουράζουν και θα του
ομορφαίνουν τη ζωή, χωρίς να πρέπει
επιπρόσθετα να τον παρηγορούν, καθώς
αναλλοίωτα και τεχνητά-τεχνουργημένα
όπως είναι, θα αντι-στέκονται στο πέρασμα
του χρόνου, που τόσο τον πληγώνει, ως
μαχαιριά. Ή αλλιώς, ο ποιητής θα φτιάξει
τον κήπο των ονείρων του από το σύνολο
των εμπειριών και των φαντασιώσεων μιας
ολάκερης ζωής, όπως τα άλλαξε και τα
κράτησε μέσω της τέχνης και μέσω της
βιωμένης του μνήμης, τεχνουργώντας τα,
ως άλλα γλυπτά.
Η
ιδέα λοιπόν αυτή, η αποκατάσταση και το
ανέβασμα της αισθητικής ακεραιότητας
και της ομορφιάς του ανθρώπου, πραγματώνεται
καλύτερα, πέρα από την «Κηδεία του
Σαρπηδόνος», και εδώ ανοιγόμαστε
σιγά-σιγά στη σχέση του ποιητή Καβάφη
με την ποιήτρια Μαστοράκη, όπου βλέπουμε
τον χαρακτηριστικό στίχο: «Τώρα σα νέος
μοιάζει βασιλεύς αρματηλάτης», στο
ποίημα «Τυανεύς γλύπτης», όπου και
διαβάζουμε:
αυτόν
μια μέρα του καλοκαιριού θερμή
που
ο νους μου ανέβαινε στα ιδανικά,
αυτόν
εδώ ονειρευόμουν τον νέον Ερμή.
(Βλ.
επίσης τα ποιήματα «Μέρες του 1906»,
«Ρωτούσε για την ποιότητα», «Ζωγραφισμένα»,
«Ευρίωνος Τάφος», «Αριστόβουλος», «Από
την Σχολήν του περιωνύμου Φιλοσόφου»,
«Οροφέρνης», «Ο Καθρέφτης στην είσοδο»,
«Κάτω απ’ το σπίτι», κ.ά.). Συναντώντας
επομένως τον οραματικό ιδανισμό του
ποιητή και την προβεβλημένη αποθεωτική
λαμπρότητα του ινδάλματος του εαυτού
του πρωτίστως, εκστασιασμένος όπως
είναι μπροστά στα είδωλα που βγαίνουν
μέσα από τον μαγικό και μεταποιητικό
καθρέφτη της ποίησής του −ως ένας
μηχανισμός αναβίωσης και μετάπλασης
της ίδιας της μνήμης− ο ποιητής γειώνεται
κάθε φορά γνωρίζοντας και μετέχοντας
όχι μόνο στην πρόσκαιρη λάμψη, την
προορισμένη να σβήσει, αλλά βιώνοντας
την αλλαγή και τη φθορά από μέσα:
Το
γήρασμα του σώματος και της μορφής μου
είναι
πληγή από φριχτό μαχαίρι.
Δεν
έχω εγκαρτέρηση καμιά.
(«Μελαγχολία
Ιάσωνος Κλεάνδρου»)
Έτσι,
ο ποιητής ενδίδοντας στον πόνο, φοβούμενος
τον θάνατο και το αδιέξοδο του κόσμου,
είναι που αναφωνεί, τολμώ να πω,
«ουρλιάζει»:
Δόστε
μου άνθη τεχνητά…
το
οποίο και στέκεται στον αντίποδα, του
ψύχραιμου, του τόσο χαρακτηριστικά
κατασταλαγμένου καβαφικού ψυχισμού,
όπου ο ποιητής τελεί και θωρεί από μια
ορισμένη απόσταση:
Δώδεκα
και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα
και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.
(«Απ’
τες εννιά»)
Τώρα,
τι σχέση έχουν τα παραπάνω με τη Μαστοράκη;
Πριν πούμε οτιδήποτε ας δούμε μήπως το
ίδιο το έργο της μας απαντά από μόνο
του, δίχως καμία διαμεσολάβηση, χωρίς
κανένα δηλαδή δικό μας πλαίσιο. Μες στη
φορά, μες στη φθορά των όσων ήδη θέσαμε.
Διαβάζουμε:
Τον
εραστή των φαντασμάτων, των ταξιδευτών,
κι όσων
εφύγαν πάρωρα, αυτόν καλούσε,
μες
στο σκοτάδι που διαβαίνει μοναχός, στις
ερημιές που
διάβαινε ωραίος, απ’ τον
καιρό λιωμένος, σέρνοντας τη
λύπη του,
χλομό κοράσι.
Και σιγανά τού κρένει,
και δεν άκουγε, πού περπατείς,
ψιθύριζε,
και δεν τον φτάνει, στις ρεματιές
δροσίζεται,
στο αγκαθινό, σε κλίνη
ανεσκαμμένη απ’ άκρη σ’ άκρη,
και στα
λινά μιας παραδείσου, τού ψιθύριζε,
ήσουν καλός,
και δεν ακούς, και μη
λυπάσαι, όνειρο ήταν και περνά,
μη
σκιάζεσαι,
εκεί που νυχτοπερπατείς
σε ξένους ύπνους.
Και
πέρα από το κομβικό αυτό ποίημα που
συναντάται στην αρχή της ποιητικής
σύνθεσης στο Μ’
ένα στεφάνι φως, ας
δούμε και ένα «αντίστοιχο» ποίημα από
την προηγούμενη χρονικά συλλογή, τις
Ιστορίες
για τα βαθιά.
Ας
μείνει ανεξήγητος τούτος ο χτύπος σε
γούρνες χωσμένες και σήραγγες, όπως
δραπέτης στη λίμνη ξημέρωμα.
Με
πένθη αιώνων να πνέουν οι άνεμοι,
σέρνοντας τρόμους λαθραίων ερώτων,
εγκόλπια, μαύρους πλοκάμους, μικρά
ευσεβή αναθήματα, νέους που βράχηκαν
μέχρι το κόκαλο σε μπόρα αιφνίδια, ώρα
εσπέρας.
Και
πολλοί ποταμοί παρασύροντας στέγες
αθλίων, αγγελίες μικρών αποστάσεων,
προτροπές, νουθεσίες και όρκους,
ασπασμούς, και τα κλάματα. Παρασύροντας
κλίνες απίστων συζύγων, και τις άνανδρες
λέξεις «λαχτάρα μου».
(«Οι άπιστοι»)
Με την πρόσθετη
διευκρίνηση πως η Μαστοράκη είναι μια
«αυτόχειρας που έγραφε», μια πυρπολημένη
που διέσχιζε τα κατεστραμμένα ορυχεία,
μια λαμπαδιασμένη που βουτούσε από τους
εξώστες των κεντρικών μεγάρων, φέροντας
πάνω της την βούλα αυτοκρατορικής
επιστολής που εκλάπη καθ’ οδόν, κάπου
στον χρόνο, και όλο την αναζητεί και μας
την μεταφέρει από μνήμης. Γνωρίζοντας
συνάμα, στον αντίποδα του Καβάφη, πως:
Τις γραφές
τους να τρέμεις τις απάτες κι όλο
πατήματα–
βιγλατόρων
που γέρνουν στη ξύλινη γέφυρα, κι από
πέρα φωτιές κι ενορίες σφαγμένες, ή
φωνές ναυαγίων κι εκρήξεις, αρπαγές
γυναικών και το πλιάτσικο κεντρικής
αγοράς όπου ξέσπασε πυρκαγιά μεσημέρι,
και βουνά που χαράζονται, όπως γκρεμίζει
πανάρχαιο ικρίωμα, ή κλαψούρισμα ζώου
που βρέθηκε νύχτα στο ρέμα να ‘χει
έξαφνα δύο κεφάλια–
Με
φωνές στρατευμάτων σε ώρα επίθεσης,
μουγκρητά και ανάθεμα, με βαθιές βασκανίες
και ξόρκια, με γητειές, μαγγανείες,
να
φυλάγεσαι, λέω, τους αυτόχειρες που
έγραφαν.
(«Περί των
αφηγήσεων εν γένει»)
Ενώ
και οι δύο ποιητές, Καβάφης και Μαστοράκη,
παραμένουν χαρακτηριστικά συνεπείς με
τον εαυτό τους −από
όλες θα λέγαμε τις πλευρές−
η στάση τους διαφοροποιείται στη θέασή
τους προς τα «τείχη». Δηλαδή ενώ ο
Αλεξανδρινός επιλέγει μια στάση αποδοχής
των «Τειχών» και των ορίων, τελώντας
μέσα σε μια σεμνή, συγκρατημένη θα
λέγαμε, αξιοπρέπεια, δίνοντας μας το
ηθικό του −πέρα
από το αισθητικό του−
κλίμα, η Αθηναία και σύγχρονή μας ποιήτρια
φαίνεται να βρίσκεται πέρα από τα
«Τείχη», ξεπερνώντας τα όρια, με την
ώθηση του φαντασιακού της, και με δεδομένη
βεβαίως την ιδιοσυγκρασία της και την
μυθοποιητική της δύναμη.
Εκτός
των τειχών είναι λοιπόν που μας αποκαλύπτει
η Μαστοράκη την ανθρώπινη παρουσία, σε
μια ακόμη οργανική ενότητα μορφής και
περιεχομένου, όπως και στον Καβάφη, όπου
όμως το μέσα συμπλέκεται με το έξω
αλλιώς, σε μια ουσιαστική μετατόπιση
του κέντρου βάρους των τεκταινόμενων.
Επομένως, αν στον Καβάφη αναρωτιόμαστε
σε ποιον συμβαίνουν τα ποιήματα και
πώς, και αν στεκόμαστε στα τόσα προσωπεία
του, στην Μαστοράκη σκεφτόμαστε που
συμβαίνουν τα ποιήματα και πότε, και
όχι σε ποιον. Έστω και αν ο φορέας τους
είναι κάποιος που, σε αυτό το πλαίσιο,
σίγουρα φαίνεται να είδε: τα εγκλήματα,
τα πάθη των ανθρώπων τα συλλογικά, τα
προαιώνια, πέρα από την ιστορία, την
ενοχή του είδους και όχι του προσώπου
και του ιδιώτη, ανοίγοντας την ηθική
πιο πέρα και σκάβοντας σε βάθη νέα.
Αν
λοιπόν ο Καβάφης είναι ένας poeta
faber
(ποιητής τεχνίτης) ή καλύτερα ο poeta
faber
της γραμματείας μας, η Μαστοράκη είναι
μια poeta
vates
(ποιήτρια οραματίστρια) εντασσόμενη
στην γραμμή του Ομήρου, του Πάουντ, του
Σαχτούρη. Αντί της άλλης γραμμής που
φέρει επίσης μορφές σημαντικότατες του
μεγέθους του Σολωμού, του Έλιοτ και του
Σεφέρη. Υπογραμμίζοντας βεβαίως πως
όλοι οι ποιητές παραμένουν ποιητές
φλέβας –αλλιώς δεν είναι ποιητές– αλλά
η ιδιοσυγκρασία τους, το πώς θα δουλέψουνε
τελικά τα ζύγια, είναι που γέρνει την
πλάστιγγα στη μία ή στην άλλη πλευρά.