ΑΝΘΡΩΠΟΙ
ΣΕ ΑΚΡΟΒΑΣΙΑ

εκδόσεις Μελανι

για
τη συλλογή διηγημάτων

«Τραμπάλα»

του
Χρήστου Αρμάντο Γκέζου

«Δεν
πρόλαβα να βγω από την πόρτα και χτύπησε
το τηλέφωνο, ίδρωσα, καρδιοχτύπησα, το
έβγαλα από την κωλότσεπη και κόντεψε
να μου πέσει από τα χέρια. Αλλά τίποτα,
η μάνα μου από το χωριό. Και έλα εδώ να
δουλέψεις στα χωράφια παιδάκι μου και
τι κάθεσαι και κάνεις στην Αθήνα που θα
σας φάει όλους το μαύρο σκοτάδι κι εδώ
θα ζήσεις καλύτερα και έχουμε και τα
ζωντανά και θα σου μαγειρεύω όλα τα καλά
και κάποια στιγμή είχε σηκώσει το
τηλέφωνο στον αέρα με την ιδέα στο μυαλό
μου να σταματήσω κάποιον περαστικό στο
δρόμο και να του το κολλήσω στο αφτί,
ορίστε, θέλετε να ακούσετε; Να σου πω,
έχω δουλειά τώρα, θα τα πούμε άλλη φορά,
γεια. Άσε μας κι εσύ ρε μάνα! Τι να κάνω
εγώ στο χωριό, να ξεφλουδίζω λεμόνια ή
να ξεσκατίζω προβατίνες;»

Το
παραπάνω απόσπασμα από το διήγημα «Η
μύγα» της συλλογής «Τραμπάλα» του
Χρήστου Αρμάντο Γκέζου σκιαγραφεί ένα
δίλημμα, το οποίο εκτός των άλλων έχει
και σαφείς πολιτισμικές και κοινωνικές
προεκτάσεις γύρω από το δίπολο πόλη-χωριό.
Ταυτόχρονα, θέτει και το ζήτημα της
επιλογής. Καθημερινά, όλοι οι άνθρωποι
βρίσκονται αντιμέτωποι με επιλογές που
αφορούν μια σειρά ζητημάτων, από τα πιο
ασήμαντα μέχρι και τα πλέον κομβικής
σημασίας για τη ζωή τους. Έτσι και ο
ήρωας του συγκεκριμένου διηγήματος
μοιάζει να έρχεται αντιμέτωπος με την
επιλογή ανάμεσα στην πόλη και το χωριό.
Η απόφασή του από το συγκεκριμένο
απόσπασμα φαίνεται να είναι ξεκάθαρη.
Είναι όμως; Ο ήρωας του διηγήματος
ακολουθεί μια πορεία. Μια πορεία επιβίωσης
μέσα στην πόλη. Αγωνίζεται, αιωρείται.
Έχει να αντιμετωπίσει την οικονομική
κρίση, την έλλειψη ευκαιριών και την
ίδια την διάψευση των προσδοκιών του.

«Η
μητέρα, αν και την ξύπνησα μέσα στα
μεσάνυχτα, χάρηκε πολύ με τα νέα» είναι
η τελευταία φράση του διηγήματος. Τελικά
ο ήρωάς μας ακολούθησε την επιλογή του;
Ή καλύτερα: πρόκειται για επιλογή ή για
εξαναγκασμό;

Οι
παραπάνω σκέψεις μας βοηθούν να
ανιχνεύσουμε τον κοινό άξονα που
διατρέχει
τα διηγήματα της συλλογής
.
Οι άνθρωποι που εμφανίζονται σε αυτές
τις ιστορίες βρίσκονται διαρκώς «στο
μεταξύ». Κινούνται συνεχώς ανάμεσα σε
δύο καταστάσεις απροσδιοριστίας,
φορτωμένοι με ένα δυσβάσταχτο βάρος.

Έτσι λοιπόν, ο
ήρωας του διηγήματος «Το δώρο» κινείται
μεταξύ του εαυτού του και του πατρικού
προτύπου, μεταξύ μιας προσπάθειας
δικαιολόγησης αλλά και διαφοροποίησης
από τον πατέρα του, γεγονός που δεν
εκφράζει τίποτε άλλο από το φόβο της
ταύτισης με εκείνον. Ο πρωταγωνιστής
του «Σκαντζόχοιρου» κινείται μεταξύ
της παράνοιας και της λογικής, μεταξύ
της δυσκολίας επιβίωσης και των συμβατικών
σχέσεων και ουσιαστικά μεταξύ ζωής και
θανάτου, ενώ στον «Μόνο πόνο» έχουμε
μια παρόμοια αμφιταλάντευση που εκπηγάζει
κυρίως από τον συντριπτικό φόβο του
θανάτου. Ο πρωταγωνιστής του διηγήματος
αυτού λέει χαρακτηριστικά:

«…
εγώ φοβάμαι και δεν θέλω να πεθάνω, δεν
θέλω να πεθάνω εύκολα και ανυπεράσπιστα
και παραδομένα, δεν θέλω να πεθάνω σε
κανένα χώρο και σε κανένα χρόνο και με
κανέναν τρόπο, το λέω ευθέως και δεν
ντρέπομαι, φοβάμαι, είναι αυτός ο
μεγαλύτερος βρόχος της ύπαρξης, το
αιώνιο σύννεφο που είναι καρφωμένο πάνω
από το κεφάλι σου και στέκει εκεί μαύρο
και φουσκωμένο, έτοιμο να βρέξει αλλά
χωρίς ποτέ να το κάνει, κι είναι ο φόβος
ο μόνος πόνος, πόνος που τον νιώθεις στα
κόκκαλα και στην ψυχή και ανάθεμα κι αν
μπορείς ποτέ να τον ανακουφίσεις, πόνος
που διαχέεται σαν δηλητήριο σε όλο σου
το σώμα, είναι εκεί, βροντερά παρών σε
κάθε σου ανάσα και σου υπενθυμίζει κάθε
απειροελάχιστη και στοιχειώδη απειλή
από τις μυριάδες που εκτοξεύονται σαν
βέλη από τον ουρανό, και το χειρότερο
είναι πως οι απειλές αυτές, τα βέλη αυτά
είναι χειροπιαστά, πέρα για πέρα αληθινά,
αλλά δεν θέλω να τα βλέπω! Θέλω απλώς
να ανακουφίσω τον πόνο, να κλείσω τα
μάτια μου έστω για ένα μοναχά λεπτάκι,
για εξήντα δευτερόλεπτα, για τρεις
χιλιάδες εξακόσια χιλιοστά του
δευτερολέπτου, να μην τα βλέπω, μόνο να
κοιμάμαι σαν μωρό, να μη βλέπω τίποτα
για τρεις χιλιάδες εξακόσια χιλιοστά
του δευτερολέπτου».

Στο
διήγημα «Κλεμμένο λουλούδι» η οπτική
του συγγραφέα διαφοροποιείται: ο ήρωας
του διηγήματος αυτή τη φορά μετεωρίζεται
ανάμεσα στο πένθος και την προσπάθεια
για συνέχιση της ζωής, βιώνοντας σε
βάθος την απώλεια, την οποία προσπαθεί
μάταια να διαχειριστεί. Τέλος, οι «Καρδιές
για φάγωμα» (διήγημα το οποίο διασκευάστηκε
και σε ταινία μικρού μήκους) λειτουργούν
περισσότερο συμβολικά. Το δίπολο εδώ
παίρνει τη μορφή παιδική ζωή-ενήλικη
ζωή, με έντονο το στοιχείο της δέσμευσης
προς της μάνα από την οποία, ακόμα και
σε μεγάλη ηλικία, περιμένει την αναγνώριση.
Τα στοιχεία αυτά υπογραμμίζονται και
από την εκτενή χρήση στο διήγημα της
χιμαριώτικης διαλέκτου.

Έχοντας επισημάνει
τα παραπάνω, μπορούμε να πούμε ότι η
«Τραμπάλα»
δεν
είναι τίποτε άλλο από μια διαρκής κι
επίπονη ακροβασία, στη δίνη της οποίας
παλεύουν να επιβιώσουν οι ήρωες του
Χρήστου Αρμάντο Γκέζου. Αυτό το στοιχείο
είναι αντιπροσωπευτικό του μέχρι τώρα
έργου του συγγραφέα, ιδίως στο μυθιστόρημά
του«Η
λάσπη»
,
για
τον πρωταγωνιστή του οποίου έχει δηλώσει
και ο ίδιος ο συγγραφέας ότι «είναι ένας
άνθρωπος που δεν ξέρει πώς να σταθεί
μέσα στον κόσμο και πώς να δει τον εαυτό
του, είναι κάτι εύθραυστο, αλλά και πολύ
δυναμικό ταυτόχρονα το κράμα του όπως
διαμορφώνεται».

Η
προαναφερθείσα ακροβασία φαίνεται πως
δεν αφορά μόνο το περιεχόμενο και τα
νοήματα της συλλογής, αλλά απλώνεται
και μέχρι τη μορφή.Η
γραφή του συγγραφέα κινείται μεταξύ
ποίησης και πεζογραφίας. Η απουσία των
τελειών, και σε κάποιες περιπτώσεις των
παραγράφων, παραπέμπει στις τεχνικές
της αυτόματης γραφής και του εσωτερικού
μονολόγου, εν γένει του υπερρεαλισμού.

Η
ποιητική αυτή χροιά δεν πρέπει να
φαίνεται γνώρισμα παράξενο, μιας και ο
Χρήστος Αρμάντο Γκέζος πρωτοεμφανίστηκε
στα ελληνικά γράμματα το 2012 με την
ποιητική συλλογή «Ανεκπλήρωτοι Φόβοι».
Επιπλέον, φαίνεται πως κι ο ίδιος έχει
την εμπειρία της ακροβασίας. Γεννημένος
στη Χιμάρα και μεγαλωμένος στη Σκάλα
Λακωνίας, με σπουδές έπειτα στην Αθήνα,
βίωσε έντονα το δίπολο πόλη-χωριό το
οποίο θίξαμε στην αρχή. Ένα δίπολο με
αισθητή την παρουσία του στα μέχρι τώρα
γραπτά του συγγραφέα, που κινούνται σε
μεγάλο βαθμό μεταξύ της απομόνωσης και
της συλλογικότητας.