Το
πρόβλημα των λογοτεχνικών γενεών
-Μια
προσέγγιση της κριτικής που ασχολείται
με τις λογοτεχνικές γενεές-
Η
κατανομή των ποιητών στο πλαίσιο των
λογοτεχνικών γενεών καταλήγει,σε
κάποιες περιπτώσεις,
να μετατρέπεται σε μια διαδικασία άχαρη,
ανακριβή, καθώς και ενίοτε, παρουσιάζει
υστερόβουλα χαρακτηριστικά. Τέτοια
χαρακτηριστικά έχουν εκδηλωθεί κυρίως
μέσω λογοκρισιών και περιθωριοποιήσεων
(σ.σ. αρκεί να θυμηθούμε μερικές κραυγαλέες
περιπτώσεις όπως εκείνη του Κ. Καρυωτάκη,
εκπροσώπου της γενιάς του ’20, του Μ.
Κατσαρού, εκπροσώπου της 1ηςμεταπολεμικής γενιάς, του Γ. Υφαντή,
εκπροσώπου της γενιάς του ’70 και άλλων).
Σε
θεωρητικό επίπεδο, το κράτος, οι κριτικοί
και οι συγγραφείς, οι οποίοι συμπράττουν
σε τέτοιες διαδικασίες φιλολογικής
ταξινόμησης, το πράττουν έχοντας ως
γνώμονα τις ανάγκες των αναγνωστών και
της παιδείας, ως θεσμοποιημένη μορφή.
Από τη β’ μεταπολεμική γενιά και μετά
παρουσιάζεται έκδηλη η σύγχυση ως προς
την ταξινόμηση πολλών ποιητών, καθώς
αρκετοί γίνονται «αόρατοι» στα μάτια
της κριτικογραφίας, ενώ άλλοι (οι πιο
τυχεροί) εντοπίζουν τον εαυτό τους, πότε
στη β΄ μεταπολεμική γενιά και πότε στη
γενιά του ’70. Αυτή η διαδικασία ταξινόμησης
συνεχίζεται μέχρι και τη γενιά του ’80,
αποκαλούμενη και ως γενιά του «ιδιωτικού
οράματος». Φαινόμενα που παρουσιάστηκαν,
όπως ανθολογήσεις οι οποίες περιελάμβαναν
ελάχιστους ποιητές, ή η υπερ-προβολή,
στον τύπο, κάποιων ποιητών της γενιάς
του ’80 έναντι άλλων (σε κάποιες περιπτώσεις
ιδιαίτερα δημοφιλών στο αναγνωστικό
κοινό), δημιούργησε «χάσμα» μεταξύ της
κριτικογραφίας και του αναγνωστικού
κοινού. Επισημαίνεται η αποστροφή
εκπροσώπων της γενιάς του ’80, στον
παρόντα χρόνο, για την συμπερίληψή τους
σε αυτήν. Ως λόγοι για αυτή την αποστροφή,
πιθανολογούνται, τα επίπλαστα
«χαρακτηριστικά» που προσδόθηκαν στη
γενιά του ’80 τα οποία δεν αφορούσαν το
έργο σημαντικών ποιητών που ανήκουν
χρονολογικά σε αυτήν. Μετά την
αναποτελεσματική προσπάθεια ταξινόμησης
της γενιάς του ’80, η κριτικογραφία
αποστασιοποιήθηκε, επιλέγοντας, τη μη
κατανομή των ποιητών του ’90 στο πλαίσιο
μιας λογοτεχνικής γενιάς με συγκεκριμένα
χαρακτηριστικά, διευκολύνοντας, εν
τέλει, τη διαδικασία επανακαθορισμού
των σχέσεων των ποιητών αυτών με το
αναγνωστικό κοινό.
Η
«γενιά του μηδενός» (ποιητές που
πρωτοεμφανίστηκαν τη δεκαετία ’00-’10)
ανεφέρθη και κατεγράφη, ως όρος, στο 10ο
πανελλήνιο συνέδριο της Παιδαγωγικής
Εταιρίας Ελλάδος (4-6/11/2016) και στο 6ο
συνέδριο Επιστημονικής Ένωσης Εκπαίδευσης
Ενηλίκων (23-25/6/2017) από τον γράφοντα. Στο
συνέδριο των Ιωαννίνων αναφέρθηκε πως:
«…αν και κρίνεται πως είναι πολύ νωρίς
ακόμη για να υπάρξουν απόλυτα έγκυρες
αναφορές για τους ποιητές οι οποίοι
παρουσιάστηκαν στα γράμματα από το έτος
2000 και μετά, πάραυτα, αξίζει να σημειωθεί
πως έχει ήδη παρατηρηθεί στο υποκείμενο
ένα σημαντικό έλλειμμα αναφορών στις
προηγούμενες λογοτεχνικές γενεές. Όπως
σημειώνει ο Γ. Μπλάνας στην εισαγωγή
της ανθολογίας «30 έως 30, ένα τοπίο της
νέας ποίησης»: « οι περισσότεροι ή όλοι,
στα περισσότερα κείμενά τους, δεν
αναφέρονται σε τίποτα προηγούμενο, δεν
χρησιμοποιούν τίποτα με αναγνωρίσιμο
τρόπο… θεωρώ προφανές το γεγονός πως
οι ποιητές μας προτίθενται να παραμείνουν
πάση θυσία οι εαυτοί τους…». Οι διεργασίες
που πραγματοποιούνται στο παρόν
δημιουργούν, αν όχι κάτι παραπάνω, την
αίσθηση μιας καινούργιας αρχής. Γεγονός
το οποίο σε συσχετισμό με την χρονολογική
συγκυρία μας επιτρέπει να χρησιμοποιήσουμε,
τουλάχιστον για ευκολία, τον όρο: «γενιά
του μηδενός» όταν αναφερόμαστε στους
ποιητές που παρουσιάστηκαν από το έτος
2000 έως και το 2010. Αν αυτή η αρχή δύναται
να θέσει τα θεμέλια για τον επαναπροσδιορισμό
των ηθικών αξιών και την συνεπή εκπροσώπησή
τους από τους νέους ποιητές, τόσο μέσα
από τα έργα τους όσο και με την γενικότερη
στάση τους απέναντι στις υπάρχουσες
προκλήσεις, απομένει να το δούμε»
(Κουτούβελας, 2016, 10ο πανελλήνιο συνέδριο
της Παιδαγωγικής Εταιρίας Ελλάδος).
Σήμερα, οι
ποιητές του ’90 και οι ποιητές της γενιάς
του «μηδενός», επιχειρούν, τόσο σε
ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο
τον επαναπροσδιορισμό των μεθόδων
επικοινωνίας της δικής τους δουλειάς,
αλλά και της εν γένει λογοτεχνίας με το
αναγνωστικό κοινό. Το μόνο σίγουρο για
την επιτυχή έκβαση ενός τέτοιου σπουδαίου
και δύσκολου εγχειρήματος είναι η ανάγκη
ισότιμης προβολής όλων εκείνων των
λογοτεχνικών «φωνών» οι οποίες έχουν
ήδη βρει ανταπόκριση στο αναγνωστικό
κοινό. Η επιλεκτική υπέρ-προβολή
ορισμένων, ακόμη κι αν είναι ανυστερόβουλη,
οδηγεί μοιραία στα σκοτεινά και
κακοτράχαλα μονοπάτια του παρελθόντος,
όπως αυτά συνοψίστηκαν παραπάνω.
Ο
πυρήνας της σκέψης, της «γενιάς του
μηδενός», εντοπίζεται στους δρόμους
της κοινωνικής λογοτεχνίας όπως αυτή
«συστήθηκε» στον τόπο μας, κυρίως, μέσω
της 1ηςμεταπολεμικής γενιάς και της γενιάς
του ’70. Όμως, η νέα κοινωνική λογοτεχνία
φέρει τα δικά της μοναδικά χαρακτηριστικά.
Η κοινωνική γραφή της 1ης
μεταπολεμικής
γενιάς χαρακτηρίζεται από την προσμονή
της ολοκλήρωσης του κοινωνικού οράματος
του υπαρκτού σοσιαλισμού, ενώ η κοινωνική
γραφή της γενιάς του ’70 έχει ως εφαλτήριο
τη διάψευση αυτού του οράματος. Η
κοινωνική γραφή της γενιάς του ’00,
διατηρώντας τις ιστορικές της καταβολές,
επιλέγει τον ελεύθερο λόγο. Επιλέγει
να μιλάει για τον έρωτα, για τον θάνατο,
επιλέγει να συνδιαλέγεται με τις πλέον
σκοτεινές πτυχές της ιστορίας. Αλλά η
σημαντικότερη επιλογή που γίνεται από
πολλούς εκπροσώπους της γενιάς αυτής,
είναι, να διατηρούν το δικαίωμα της
όποιας επιλογής, πράξη, που οδηγεί στην
πολιτική σκέψη και θεμελιώνει τις
προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση μιας
νέας κοινωνικής γραφής.