Γιάννης Ζαχείλας
Αμερικάνικο
Το μπιλιαρδάδικο ήταν μισογεμάτο. Η κασέτα έπαιζε Πήτερ Γκρην. Έξω απριλιάτικος ήλιος-οι γυναίκες είχαν αρχίσει να γδύνονται. Τα παιδιά έπαιζαν αμερικάνικο. Μόλις είχε βγάλει το στρατιωτικό του. Παρακολουθούσε με άδειο βλέμμα το παιχνίδι. Στέκα, τεμπεσίρι, καραμπόλα, σπόντα, τρύπα. Το μπιλιάρδο τού θύμιζε τη ζωή. Μ’ αυτό το συνειρμό βγήκε απ’ το μαγαζί για να καπνίσει. Είχε βαρεθεί τις ίδιες παρέες, τα ίδια στέκια. Άναψε το τσιγάρο με την ευχή κάτι να συμβεί.
Χάζευε την κίνηση. Την είδε στο απέναντι πεζοδρόμιο, ήταν σίγουρος πως δεν τον κατάλαβε. Φορούσε τζιν φόρεμα και μεγάλα ντεγκραντέ γυαλιά ηλίου. Η Λένα ήταν κοντούλα με σφιχτό καλοσχηματισμένο σώμα, πλούσια σκούρα καστανά μαλλιά. Την είχε καψουρευτεί στο λύκειο. Όταν της την έπεσε τον απέρριψε. Η Λένα έστριψε στη γωνία. Το βλέμμα του έχασε την εστίαση του, γύρισε και κοίταξε τα παιδιά στο μαγαζί, ξεφύσηξε, έβαλε το τσιγάρο στο στόμα και αποφάσισε να την ακολουθήσει. Δεν το συνήθιζε αυτό, ήταν μια παρόρμηση.
Το έκανε από απόσταση. Ήταν μια βόλτα, μόνο που δεν διάλεγε εκείνος την πορεία της. Άνθρωποι άλλοι κουρασμένοι κι άλλοι αφηρημένοι, αμάξια, τσιμέντο, νερατζιές, διαφημιστικές πινακίδες. Η πόλη που τον έριχνε και τον ανέβαζε όποτε ήθελε. Έχασε τη Λένα σ’ ένα φανάρι. Κοντοστάθηκε στη διχάλα, ο παλμός του ανέβηκε κι από ένστικτο πήρε το σωστό δρόμο. Τη βρήκε σε μια στάση λεωφορείων να κοιτάζει το ρολόι της.
«θ’ ανέβω και σε λεωφορείο τώρα;» σκέφτηκε. Ακούμπησε σε μια κολώνα με τα χέρια σταυρωμένα και τον ήλιο να τον χτυπάει στο κούτελο. Ποιο λεωφορείο θα έπαιρνε; Πήγαινε στη σχολή της ή μήπως στο σπίτι του φίλου της; Το λεωφορείο έφτασε, οι πόρτες άνοιξαν, το κορίτσι ανέβηκε, το λεωφορείο έφυγε. Είχε κάτι ανοίκειο αυτή η σκηνή. Ήταν ένας μικρός αποχωρισμός, αποχωρισμός μόνο απ’ τη μια μεριά, μια ανούσια πίκρα. Αναστέναξε, έβαλε τα χέρια στις τσέπες και πήρε δρόμο με την επιθυμία να φάει κάτι γλυκό.
Ο καιρός περνούσε. Έπιασε δουλειά και κυκλοφορούσε με χαρτοφύλακα. Στο μπιλιαρδάδικο η πελατεία λιγόστευε. Όλοι πήραν κομπιούτερ. Περνούσε απ έξω και απλά χαιρετούσε. Υπήρχαν βραδάκια μετά το γραφείο που έπινε μια μπύρα με τα παιδιά. Τα παιδιά ήταν πάντα ίδια. Βρήκε μια γκόμενα που της άρεσε να το παίζει μαμά. Οι γονείς έλεγαν πόσο ταιριαστό ζευγάρι έδειχναν κι αυτό δεν απείχε πολύ απ’ το πραγματικό. Σχεδίαζαν μαζί το ιδανικό σπίτι. Οι δουλειές τους επέτρεπαν ένα ασφαλές στεγαστικό δάνειο. Το σπίτι θα είχε παιδικό δωμάτιο και ένα μικρό ξενώνα.
Παρόλαυτα κάθε άνοιξη του άρεσε να κάνει εκείνη, την ίδια διαδρομή, καπνίζοντας ή τρώγοντας μια σοκολάτα με αμύγδαλο. Το μπιλιαρδάδικο έβαλε λουκέτο.
ΓΖ