Θεοδώρα Σπηλιωτάκη

ΜΟΙΡΟΛΟΙ

«Τα βράδια δεν κοιμάμαι μην τύχει και δω κακό όνειρο»,

έλεγε η γιαγιά όταν αρρώστησε η μαμά.

Ήθελε να κλείσει τα μάτια της πρώτη, όπως επιτάσσει η φύση.

Έτσι, παραφυλούσα τις νύχτες και περίμενα να κοιμηθεί πρώτα εκείνη

αλλά θυμόμουν κιόλας πως δεν έπρεπε να ονειρευτεί κάτι που θα σήμανε κακό οιωνό.

Ήταν το πρώτο παράδοξο που κλήθηκα να λύσω, το πρώτο αδιέξοδο που βρέθηκα.

«Γιαγιά, να σου πω νανουρίσματα για όνειρα γλυκά, να από κείνα τα δικά σου;»

Βούρκωνε και μόνο πότε-πότε μου έλεγε εκείνη κανένα παραμύθι.

Τελικά ποτέ δεν την αποκοίμισα εγώ, ούτε στην ύστατή της ώρα.

Μόνο τη μαμά μου, λίγα χρόνια μετά, χωρίς νανουρίσματα και παραμύθια.

Ο θάνατος δεν αντηχεί σε τέτοια παιδικά ακούσματα.

Χρόνια μετά, το άλυτο εκείνο αίνιγμα και ο φυσικός ρους της ζωής,

που τόσο συγκινούσε τη γιαγιά και όλους τους μεγάλους,

καθόρισαν τη μοίρα μου για συνεχείς επιστημονικές αναζητήσεις.

Τα δε μοιρολόγια μου πήραν τη μορφή, όχι αυτή των ξακουστών μανιάτικων, μα αυτή των

παραμυθιών.

Όπως το μοιρολόι που μόλις διαβάσατε.

———————————————————

H Θεοδώρα Σπηλιωτάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Έχει την ανάγκη να ζει με χίμαιρες

πατώντας όμως παράλληλα στέρεα στην πρακτική και σκληρή πραγματικότητα. Έτσι,

ακροβατεί μεταξύ χημικής μηχανικής και λογοτεχνίας (τέχνης εν γένει).