Βασίλης Μπαρούτης, Ηχολόγια (Εκδόσεις Φίλντισι, 2016)

H Επιστροφή του Οδυσσέα  

(απόσπασμα)

    Η αναπλήρωση του χαμένου χρόνου ήταν το μέλημα του επί είκοσι έτη χωρισμένου ζευγαριού. Το ζύγι της ξενιτιάς και της μοναξιάς του Οδυσσέα και της Πηνελόπης έγερνε κατακόρυφα στη μια μεριά, αφήνοντας την αγάπη μετέωρη. Δεν χωρούσαν τα σταθμά της αγάπης να ισορροπήσουν τα χρόνια που ξοδευτήκαν άσκοπα. Για το καπρίτσιο των θεών και της ωραίας πριγκηπέσας της Σπάρτης. Για το γόητρο των Ελλήνων χάθηκαν στα ξένα χώματα και στις κρύες θάλασσες τα χάδια και τα φιλιά της νιότης τους. Τα σώματα τους ήταν τώρα ξένα. Ακόμα και ο σαρκικός έρωτας ήταν ανάμνηση μακρινή, που έπρεπε να ξεσκεπάσουν κάτω από ατέλειωτες μέρες προσμονής. 

    Το φιλί τους παγωμένο στην αρχή μα μετά γλυκό, βάλσαμο στα πονεμένα χείλη, τους έφερνε δάκρυα στα μάτια. Τις μέρες περπατούσαν στην ακροθαλασσιά και τις νύχτες μέναν ξάγρυπνοι ξαπλωμένοι δίπλα δίπλα, οι ίδιοι θεατές ενός ονείρου που στο τέλος βγήκε αληθινό.

    Ένα βράδυ καθώς ξεδιψούσαν στο ποτάμι του έρωτα, άνεμος μπήκε στην κάμαρα ψυχρός και ανατρίχιασαν τα κορμιά τους. Παραδομένοι καθώς ήταν στο φτερούγισμα μιας άλικης πεταλούδας, δεν σταμάτησαν παρά μόνο όταν ο γκιόνης έσκουξε με ένα υπόκωφο κάλεσμα. Το παράθυρο της κάμαρας φωτίστηκε και μετά έγινε σιωπή. Η Πηνελόπη μούδιασε πάνω στην κλίνη και ο άντρας της σηκώθηκε και ξεθηκάρωσε το ξίφος του καθώς πλησίασε στο παράθυρο. Έξω η μορφή της Παλλάδας για μια στιγμή φάνηκε στους ίσκιους των δέντρων και μετά χάθηκε.

    Την επομένη ο Οδυσσέας σέλωσε το άλογό του και έφυγε μόνος στο ιερό της θεάς που χε χτίσει μετά την επιστροφή του. Εκεί έκανε σπονδή με κρασί και ζήτησε να του φέρουν ένα ταύρο να θυσιάσει στην προστάτιδά του. Απόθεσε το ζώο λαβωμένο στο βωμό καθώς αυτό μουγκάνιζε παραδομένο στο θάνατο για την τέρψη της θεάς. Και το έσφαξε. Η θυσία του έλαβε τέλος το μεσημέρι, οπότε μετά από δεήσεις και τιμές αποχώρησε αποκαμωμένος.

    Στο δρόμο σταμάτησε και έκατσε κάτω από ένα δέντρο ψηλό σαν κατάρτι που άπλωνε το φύλλωμα του σκεπή πάνω από το ξερό χώμα. Η μέρα ήταν ασυνήθιστα ζεστή για την εποχή και ο ίδιος ήθελε να εντρυφήσει για λίγο σε μοναχικές σκέψεις. Όταν όμως ξάπλωσε στη σκιά, μέσα σε λίγα λεπτά βυθίστηκε κάτω από ένα πέπλο γλυκιάς υπνηλίας. Ήταν μια όμορφη σιέστα. Η Αθηνά βρήκε ευκαιρία και τρύπωσε στα μύχια του μυαλού του και τσίγκλησε με το κοντάρι της τους νευρώνες του κοιμωμένου βασιλιά. Εκείνος ταράχτηκε γιατί ένιωσε τη φωνή της Παλλάδας να του ψιθυρίζει λόγια που ήταν δικά του, αλλά τα άφηνε τυλιγμένο κουβάρι στο νου του. Δεν τολμούσε να το πιάσει και να βρει την άκρη του. Τα λόγια αυτά του έλεγαν ότι οι θεοί ακόμα καραδοκούσαν και σκέπτονταν με ποιο τρόπο θα ρίξουν την οργή τους πάνω του. Το ότι έφτασε πίσω στην Ιθάκη ήταν γι αυτούς καλύτερη έκβαση γιατί θα πλήγωναν όλους τους κοντινούς του ανθρώπους. Το να φύγει μακριά ήταν μονόδρομος.

    Ο βασιλιάς πάλευε να διώξει τις ενοχλητικές ιδέες. Όμως το κεντρί της θεάς σούβλιζε το κεφάλι του, και του μάτωνε τις σκέψεις όπως εκείνος είχε ματώσει προηγουμένως το ζώο πριν τη θυσία του. Δεν είναι μόνο οι θεοί στον Όλυμπο. Είναι και ο φθόνος των θνητών στις άλλες πόλεις τις Ελλάδας. Αυτοί ξεσπαθώνουν χειρότερα εναντίων του και προσπαθούν να βρουν τρόπο να χαλάσουν την ειρήνη. Δεν χωράει ο νους τους πως το μικρό βασίλειο της Ιθάκης κέρδισε τον πόλεμο και απάλλαξε τη Μεσόγειο από την απειλή της Τροίας. Ούτε το ένδοξο βασίλειο του Άργους που ο εκλεκτός ηγέτης τους έπεσε νεκρός από το χέρι της γυναίκας του. Ούτε το μυθικό βασίλειο της Σπάρτης που η δύναμή του είναι ξακουστή στα πέρατα του κόσμου. Ούτε η Σαλαμίνα με τον ανίκητο Αία, ούτε η Φθία με τους φονικούς Μυρμιδόνες. Κανείς δεν είχε τη δόξα του βασιλιά της Ιθάκης που όντας χαμένος στα πέλαγα τον τιμούσαν σα θεό. Μεριμνούσαν κατά καιρούς να στηρίζουν το πολύπαθο νησί, αφού κανείς δεν γύρισε από την εκστρατεία με λάφυρα. Όταν όμως επέστρεψε ο Οδυσσέας, ήλθαν στις μνήμες η κακία και η ζήλια. Φθονερές γριές κουτσοδόντες κράδαιναν τις μαγκούρες τους στον αέρα ρίχνοντας φτυσιές στο άλλοτε τιμημένο όνομα του σωτήρα των Ελλήνων. Άρχισαν οι ισχυροί να ζητούν ρήτρες για την πενιχρή βοήθεια τους στην φτώχια της Ιθάκης. Να ζητούν υποτέλεια και επιστροφή των δανείων. Ήδη με το άκουσμα της επιστροφής του λησμονημένου, ο στόλος των συμμάχων είχε πλεύσει από την Κόρινθο και ο στρατός είχε καταλύσει στο νησί της Κέρκυρας. Δήθεν για να διαφυλάξουν την ειρήνη και για την προστασία της πατρίδας του Οδυσσέα. Ένας κλοιός έσφιγγε την Ιθάκη όμως δεν τολμούσε να την πνίξει όσο ακόμα οι μνήμες ήταν νωπές.

    Ο Οδυσσέας ξύπνησε ιδρωμένος, ασθμαίνοντας από το χλιμίντρισμα του αλόγου του. Δίπλα στο άλογο στεκόταν ο πιστός του υπηρέτης Ερμόκλιτος. Το πρόσωπό του ήταν κάτασπρο και το στόμα του έτρεμε σπασμωδικά καθώς το άνοιξε να μιλήσει.

    «Άρχοντα μου τρέχα, η βασίλισσα…»

    Στο άκουσμα των λόγων του παραγιού του ο Οδυσσέας χίμηξε στο άλογο, που τον περίμενε ανήσυχο, και με ένα καλπασμό έφτασε στο παλάτι. Βρήκε την Πηνελόπη, τη γυναίκα που τον περίμενε είκοσι χρόνια να επιστρέψει, που φύλαξε τα κάλλη της μόνο για κείνον, που του χάρισε ένα γιο διάδοχο στο βασίλειό του, να είναι ξαπλωμένη και ακίνητη στη βασιλική κλίνη στάχυ κομμένο και να πνέει τα λοίσθια. Η ανάσα της πνιχτή και τα μάτια της έσταζαν αίμα.

    Φαρμάκι είπαν οι γιατροί. Ο Οδυσσέας όμως που είκοσι χρόνια είχε δει όλων των λογιών τους θανάτους σε στεριά και θάλασσα, κατάλαβε ότι η εκλεκτή του δεν θα πέθαινε. Θα έχαναν όμως από τη δηλητηρίαση τον καρπό του έρωτα που είχαν φυτέψει μαζί με τον άντρα της τις μέρες που επέστρεψε σπίτι του.

    Οι επόμενες εβδομάδες κύλησαν με το χρόνο να μετρά αντίστροφα. Ο πολυμήχανος Οδυσσέας είχε πάρει την απόφασή του. Πιο πολύ τον χλόμιαζε η σκέψη ότι στον επικείμενο χαμό της γυναίκας του δεν ένιωσε φριχτό πόνο, ούτε λύπη βαθιά, μόνο θλίψη ότι θα στερηθεί ο κόσμος από το σύμβολο της πίστης και της υπομονής. Τα ονόματα και των δύο είχαν ήδη ταυτιστεί με αρετές που όμοιές τους δεν τις έβρισκες σε χιλιάδες ανθρώπων. Είχαν γίνει είδωλα θαυμασμού και παραδείγματα προς μίμηση για όλες της γυναίκες και τους άνδρες, ανεξαρτήτου φυλής ή λαλιάς. Και είχαν χάσει την μεταξύ τους φλόγα οι δύο σύζυγοι και είχε μείνει μόνο ο θαυμασμός.

    Ο άνδρας σκεφτόταν με συγκίνηση μόνο τη νύμφη Καλυψώ που τον άφησε ελεύθερο παρ’ όλη τη δύναμη της να τον κρατήσει. Η γυναίκα σκεφτόταν με συγκίνηση μόνο τον γιο της Τηλέμαχο που ’χε φύγει στην Κεφαλονιά με υποχρέωση να ζει μακριά από τον πατέρα του.

    Ο Οδυσσέας έστειλε μήνυμα στο γιο του ο οποίος επέστρεψε με απορία.

    «Γιατί πατέρα με ζήτησες πίσω; Μόνος μου έφυγα όταν οι χρησμοί είπαν ότι θα βρεις το θάνατο από το χέρι τέκνου σου. Όχι δεν θέλω να φύγεις από το νησί μας. Η μοίρα σου είναι εδώ. Όλα για όσα πάλεψες τα χρόνια της ξενιτιάς είναι εδώ. Ό,τι έμεινε πίσω εσένα περίμενε. Και η μητέρα και ο γέρος Λαέρτης και ο σκύλος και οι πέτρες ακόμα. Να μείνεις, να μείνεις».