Σταμάτης Γκαβέτας
Η ΚΛΟΠΗ ΤΗΣ ΦΥΓΗΣ
Βρισκόμουν στην κρεβατοκάμαρα, όταν άκουσα κάτι να σπάει από το σαλόνι. Τρέχω και τι να δω; Μια πέτρα είχε σπάσει το τζάμι. Κοιτάω μέσα από την καινούργια ιδιότητα του παραθύρου μου και τον είδα… Αυτή τη φορά θα σε πιάσω τσιπιρίκο σκέφτηκα, φόρεσα τα μποτίνια μου κι άρχισα να κατεβαίνω τις σκάλες…
Βλέπω έναν ηλικιωμένο που, ομολογουμένως, έμοιαζε πολύ με τον παππού μου, που έχει κερδίσει με το σπαθί του την θέση για τον Αϊ-Γιάννη εδώ και χρόνια. Στην αγκαλιά του κρατάει ένα μωρό και όσο εγώ κατεβαίνω τα σκαλιά αυτός ανεβαίνει μετρώντας τα φωναχτά, μαζί και το μωρό… Τον βλέπω, φθάνει στην πόρτα μου και το μωρό είναι σε ηλικία όσα και τα σκαλιά που μέτρησαν, δηλαδή παιδί… Αν θέλουν κάτι είναι η σύντροφός μου μέσα.
Με το που ανοίγω την αυλόπορτα κομπάρσοι πετάγονται από το πουθενά, λες και το έσκασαν από κάποιο θίασο, μ’ ένα σωρό κλωστές στα μέλη τους, μερικοί μπερδεύονται σ’ αυτές και πέφτουν κάτω… Περίεργα πράματα συμβαίνουν σήμερα είπα – τι άλλο μπορούσα να πω. Κατεβαίνω από το φρούριο του Καράμπαμπα, που όταν το κοιτάς από κάτω φαντάζει χαρτονένιο – μπορεί να είναι κιόλας, ξέρω κι εγώ; Σα να είδα την κοψιά του να στρίβει προς τα τρένα… Χωρίς να είμαι σίγουρος κίνησα κατά εκεί, έτσι κι αλλιώς η ζωή είναι μια τύχη, από ποια γωνία θα φανεί ποτέ δεν ξέρεις… che la vie λοιπόν!
Μπαίνω στο σταθμό, ο πίνακας δρομολογίων έλειπε και το τρένο περίμενε το σφύριγμα, μια ανάσα για να φύγει ή και μία πριν να φύγει… Ο σταθμάρχης έψαχνε να βρει τη σφυρίχτρα του, ώσπου φάντης μπαστούνης από το πουθενά εμφανίζεται ο μικρός σκαλιστρούπης κρατώντας την μαζί με τον πίνακα δρομολογίων. Κερατάααααα, φωνάζει ο χοντρός σταθμάρχης χτυπώντας το καπέλο του κάτω και ξεκινάει το κυνηγητό. Το θεώρησα άδικο από μέρους μου δυο μεγάλοι να κυνηγάν έναν μικρό κι έτσι παραιτήθηκα από την προσπάθειά μου να τον πιάσω – έτσι κι αλλιώς είχε αρκετούς μπελάδες…
Κίνησα προς τη γέφυρα, η παραλία μετατράπηκε σε μια απέραντη σκακιέρα. Το ρολόι μου, που τόσο καιρό έσπαζαν τα γρανάζια του τικ-τακ βοηθώντας το χρόνο να δραπετεύσει, σταμάτησαν χωρίς λόγο. Αυτή η κυκλοθυμία του ρολογιού μου πάντα με απασχολούσε αλλά δεν είναι του παρόντος. Πόσες κωφάλαλες στιγμές χωράνε αυτή την ώρα; Προσπαθώ ν’ αφουγκραστώ τον χρόνο μα μοιάζει αδύνατο…
Ο ήχος από τα πέταλα ενός αλόγου έριξε την κορώνα της σιωπής. Ένας έφιππος αξιωματικός περνά και με χαιρετάει στρατιωτικά. Ανταποδίδω το χαιρετισμό και τον ρωτάω ποιος είναι και πού πάει. – «Μαρδοχαίος Φριζής Αξιωματικός του ελληνικού στρατού και οδεύω προς το μέτωπο». Ο τρόπος που μου το είπε ήταν απόλυτος δε σήκωνε αμφισβήτηση αλλά ποιο μέτωπο; Αυτό στην Αλβανία; Γιατί άλλο δεν ξέρω… Ένας άλλος ήχος, αυτή τη φορά από κάποιο πνευστό, μου τράβηξε την προσοχή. Ερχόταν από το σημείο της παραλίας που λέγεται Στρογγυλό.
Πλησιάζω βλέποντας μια μπάντα να προβάρει εμβατήρια. Όλοι οι μουσικοί της φοράνε μάσκες λευκές και δε μπορώ να δω τα πρόσωπά τους. Ο διευθυντής ορχήστρας κοντός πολύ, με την πλάτη γυρισμένη σ’ εμένα χτυπάει το ραβδάκι στο αναλόγιό του και τους καλεί να παίξουν μουσική. Αποφασίζω να τον διακόψω και ρωτάω: – «Με συγχωρείται κύριε πού βρίσκομαι;» Τότε αυτός γυρίζει στερεώνει καλά το μονόκλ στο ένα του μάτι με κόβει από πάνω ως κάτω και με ρωτάει: – «Πώς βρέθηκες εδώ»; Του απάντησα πως δεν ξέρω και αυτός μου είπε: – «Είσαι πίσω από το σχήμα θα κοίταξες μέσα από κάποιο σπασμένο τζάμι προφανώς…». Έτσι ήταν, ο κοντός διευθυντής ορχήστρας είχε δίκιο. – «Εσείς ποιος είστε»; – «Δε με γνωρίζεις; Εσύ με είπες μια φορά Μέγα Εκτελωνιστή μα εγώ σου λέω» εκείνη τη στιγμή βάζει το χέρι του μέσα από το σακάκι παίρνει μια λοξή ματιά στον ουρανό γεμάτη στόμφο σαν άλλος Ναπολέων Βοναπάρτης και μου λέει «πως είμαι ο Μαιτρ του Φάλτσου». Τα αποκαλυπτήρια είχανε γίνει. Όλοι οι μουσικοί πέταξαν τις μάσκες που φορούσαν και με –ω τι;– έκπληξη διαπίστωσα πως όλοι είχανε το πρόσωπο του διευθυντή ορχήστρας… Με μια κίνηση του χεριού του τους δείχνει και μου λέει: – «Από εδώ οι Εαυτούληδες»! Τι να πω ότι χάρηκα για τη γνωριμία; Απέμεινα για άλλη μια φορά χαύνος. Πιο πέρα υπήρχε ένα κιάλι χρυσό από αυτά που είχανε οι ναυτικοί παλιά, θέλησα να κοιτάξω απέναντι την Κάνηθο. Δυο παλιάτσοι σ’ ένα σπίτι φτιάχνανε το πρόσωπο κάποιου, αλλού η μύτη, αλλού το στόμα, αλλού τα μάτια, στο τέλος το πετύχανε… Μετά κοίταξα προς τι γέφυρα και είδα γόνδολες να φορτώνουν κάτι ανθρώπους περίεργα ντυμένους. – «Τι κάνουν εκεί;» ρώτησα. – «Δεν είναι για σένα» μου αποκρίθηκε.
Μα καλά τι είδους κιάλι είναι αυτό αναρωτήθηκα, αλλά δεν ρώτησα γιατί δεν ήθελα άλλες περίεργες απαντήσεις μου έφταναν αυτές που είχα… Από μακριά διέκρινα ένα ξυλοπόδαρο με κάτασπρη φάτσα, κωνικό καπέλο και μαύρη κάπα να κατευθύνεται με τεράστια απειλητικά βήματα προς το μέρος μου. Πριν προλάβω να πω οτιδήποτε ο Μαιτρ του Φάλτσου με προειδοποίησε πως είναι ώρα να φύγω. – «Κοίτα το πουλάκι», είπε, δείχνοντάς μου μια φωτογραφική μηχανή από αυτές τις παλιές με το τρίποδο που ο φωτογράφος μπαίνει κάτω από ένα σεντόνι. Άκουσα το κλακ του κλείστρου και μια λάμψη δυνατή –φλας– με τύφλωσε για μερικά δεύτερα.
Όταν κατάφερα και πάλι να δω κανονικά, δεν υπήρχε τίποτα απολύτως μπροστά μου από αυτά που είχα ζήσει. Πήρα το δρόμο της επιστροφής που δεν έμοιαζε σε τίποτα με αυτόν που είχα περάσει πριν από λίγη ώρα. Ανεβαίνω τις σκάλες ψάχνω για τα κλειδιά, μα στη βιασύνη μου επάνω δεν πρέπει να τα είχα πάρει. Ανοίγει ο τσιπιρίκος που κυνηγούσα το πρωί –μπα– ντυμένος τα καλά του κυριακάτικα ρούχα, παπούτσια γυαλισμένα, σένιος στην πένα. – «Άντε μπαμπά, πού είσαι ,θα σχολάσει η εκκλησία, πάλι άργησες…».