«Θα
‘θελα να ενώσω, να ταυτίσω σχεδόν, την
ποίηση με την ελπίδα, αφού το να γράφει
κανείς ποίηση δεν είν’ άλλο απ’ το να
οδηγεί τον κόσμο στο πρόσωπο μπροστά
της παρουσίας του».
~Υβ
Μπονφουά
Κι
αν παραμένει κάτι
Άλλο
από ‘ναν άνεμο, έναν ύφαλο, μια θάλασσα,
Το
ξέρω πως εσύ θα ‘σαι, και νύχτα ακόμη,
Η
ποντισμένη άγκυρα, τα τρικλίζοντα βήματα
στην άμμο,
Και
τα συναγμένα ξύλα, κι η σπίθα
Κάτω
απ’ τα νωπά κλαριά, και, μες στην εναγώνια
Προσμονή
της φλόγας που διστάζει,
Ο
πρώτος λόγος μετά τη μακρά σιωπή,
Η
πρώτη που παίρνει φωτιά μες
στα
βάθη του αποθανόντος κόσμου.
Η
καλοκαιρινή βροχή
I
Μα
η πιο πολύτιμη μα όχι
Η
λιγότερο σκληρή
Απ’
όλες μας τις αναμνήσεις, η καλοκαιρινή
βροχή
Αναπάντεχη,
γενναία.
Πηγαίναμε,
κι ήταν
Σε
έναν κόσμο άλλο,
Με
τ’ άρωμα μεθούσανε
Της
χλόης τα στόματά μας.
Γη,
Η
ύλη της βροχής στρωνόταν πάνωθέ σου.
Κι
ήτανε σαν το στήθος
Που
είχε ένας ζωγράφος στο
όνειρό
του δει.
ΙΙ
Και
ήτανε νωρίς αφότου ο ουρανός
Μας
χάρισε
Ετούτο
το χρυσό που θα
‘χε
η
αλχημεία τόσο πολύ γυρέψει.
Τ’
αγγίζαμε, λαμπρό,
Πάνω
στα χαμηλά κλαριά,
Λατρεύαμε
τη γεύση
Του
νερού, στα χείλη μας επάνω.
Κι
όταν συνάζαμε
Κλαριά
και φύλλα από χάμω,
Το
βράδυ τούτος ο καπνός κατόπιν, αίφνης,
η φωτιά,
Να
‘ναι συνέχιζε χρυσάφι.
Το
σπίτι που γεννήθηκα
I
Ξύπνησα,
το
σπίτι ήταν που γεννήθηκα,
Της
θάλασσας ξέσπαγε ο αφρός πάνω στα βράχια,
Πουλί
στον
ουρανό κανένα, μονάχος ο αγέρας ν’
ανοίγει
το
κύμα και να το σφαλνά,
Η
μυρωδιά, ολούθε στον ορίζοντα, της
Στάχτης,
σάμπως κι οι λόφοι κρύβανε μία φωτιά
Που
κάπου αλλού ένα σύμπαν έκαιγε άλλο.
Πέρασα
στη βεράντα, ήταν στρωμένο το τραπέζι,
Το
νερό στου τραπεζιού εχτύπαγε τα πόδια,
στον μπουφέ.
Ωστόσο,
έπρεπε να εισέλθει, η δίχως πρόσωπο
εκείνη
Που
γνώριζα πως τράνταζε την πόρτα
Του
διαδρόμου, απ’ τη μεριά της ερεβώδους
σκάλας, μάταια όμως,
Τόσο
ψηλά είχε ήδη φτάσει το νερό μέσα στη
σάλα.
Έπιασα
το χερούλι, που μου αντιστεκόταν,
Και
ν’ ακούσω σχεδόν μπόραγα την οχλοβοή
από την άλλη όχθη,
Κείνα
τα γέλια των παιδιών μες στο ψηλό χορτάρι,
Τα
παιγνίδια εκείνα των άλλων, πάντα οι
άλλοι, μες στις χαρές τους.
II
Ξύπνησα,
το σπίτι ήταν που γεννήθηκα.
Έβρεχε
απαλά μες στις κάμαρες όλες,
Πήγαινα
απ’ τη μια στην άλλη, κοιτώντας
Το
νερό που στους καθρέφτες σπιθοβόλαγε
επάνω,
Στοιβαγμένοι
παντού, κάποιοι σπασμένοι ή και
Στριμωγμένοι
ακόμα ανάμεσα στους τοίχους και τα
έπιπλα.
Κι
ήτανε από αντανακλάσεις τέτοιες που,
πότε-πότε,
ένα
πρόσωπο
Αναδυόταν
γελαστό, από μια γλυκάδα
Πιότερη
κι αλλιώτικη από αυτήν του κόσμου.
Κι
άγγιζα, διστακτικός, μες στην εικόνα,
Τ’
ανάκατα τσουλούφια της θεάς,
Ανακαλύπτοντας
υπό το πέπλο του νερού
Το
σαν παιδούλας αφηρημένο και θλιμμένο
μέτωπό της.
Σύγχυση
μεταξύ ύπαρξης κι ανυπαρξίας,
Χέρι
που διστάζει ν’ αγγίξει τον αχνό,
Κι
ύστερα το γέλιο άκουγα να ξεμακραίνει
Στους
διαδρόμους μέσα του έρημου σπιτιού.
Εδώ
τίποτα παρά μονάχα το παντοτινό του
ονείρου
αγαθό
Το
τεντωμένο χέρι που
δεν
διαπερνά
Το
γοργοκίνητο νερό, εκεί όπου οι θύμησες
σβήνουν.
ΙΙΙ
Ξύπνησα,
το σπίτι ήταν που γεννήθηκα,
Είχε
νυχτώσει, δέντρα στριμώχνονταν
Απ’
όλες τις μεριές γύρω από την πόρτα μας,
Ήμουνα
μόνος στο κατώφλι μες στον ψυχρό αγέρα,
Μα
όχι, καθόλου μόνος δεν ήμουν, δυο πελώριες
υπάρξεις
Συνομιλούσαν
πάνω από μένα, μέσα από μένα.
Η
μια, πίσω, μία γυναίκα γριά, κακιά,
καμπουριασμένη,
Η
άλλη όρθια έξω σαν φανοστάτης,
Όμορφη,
τον κύλικα κρατά που της προσφέραν,
Με
μιαν ακόρεστη πίνοντας δίψα.
Θέλησα
άραγε ν’ αστειευτώ, και βέβαια όχι,
Μια
κραυγή αγάπης έβγαλα μάλλον
Παράξενη,
ωστόσο, απ’ την απελπισιά,
Και
το φαρμάκι να κυλά παντού μες στο κορμί
μου,
Η
Κέρες* γελασμένη ρήμαξε κείνον που την
είχε αγαπήσει.
Έτσι
μιλάει σήμερα η ζωή μες στη ζωή
κρυμμένη.
————————–
*Σ.τ.Μ.:
Κέρες (η), θεότητα των Ρωμαίων, αντίστοιχη
με τη θεά Δήμητρα της ελληνικής μυθολογίας.
Παρουσιάζεται
συχνά στο εν λόγω ποίημα, καθώς και στο
υπόλοιπο έργο του ποιητή.
Αποσπάσματα
Καμπύλες
Σανίδες, 2001
Η
ευτυχία δεν μου χαμογέλασε ποτέ στη γη τούτη επάνω.
Πού
πάω; Μες στα όρη τούτα ψάχνω
Τη
σιωπή, την ειρήνη της καρδίας. Αυτή είν’
η πατρίδα μου,
Να
περιπλανηθώ δεν πρόκειται άλλο πια
μακριά της.
Ολούθε
οι κορφές γλαυκές ξαναγίνονται σαν
τον αιθέρα,
Και
θα σου πω αντίο; Όχι, ποτέ μην πάψει
Ποτέ
να κελαρύζει το νερό, να ξανανθίζει το
χορτάρι!
Βουτάγαμε
τα χέρια μας στη γλώσσα,
Και
‘κείνα παίρναν’ κάποιες λέξεις που τι
να κάνουμε μ’ αυτές
Ούτε
που ξέραμε,και που δεν ήτανε παρά οι πεθυμιές μας.
Το
ύδωρ τούτο, η ελπίδα μας.
Άλλοι
να ψάξουνε θα ξέρουν πιο βαθιά
Για
έναν καινούργιο ουρανό, μία γη νέα.
Αποσπάσματα
Η
Παρούσα Ώρα, 2011
*
ΟΥβ
Μπονφουά(Yves
Bonnefoy,
1923-2016)
ήταν Γάλλος ποιητής, κριτικός τέχνης
και μεταφραστής, ένας εκ των σημαντικότερων
Γάλλων ποιητών του 20ουαιώνα. Με καταγωγή τόσο από τον Βορρά
όσο και από τον Νότο της πατρίδας του,
ανέκαθεν ταλαντευόταν ανάμεσά τους,
κάτι που γίνεται εντόνως εμφανές και
στην ποίησή του, όπου αναζητεί την χαμένη
τούτη ενότητά του. Σπούδασε Φιλοσοφία
και Μαθηματικά, και εντάχθηκε στο κίνημα
του υπερρεαλισμού, για να το αφήσει λίγο
αργότερα απορρίπτοντας την αυτόματη
γραφή του. Εντούτοις, η ποίησή του είναι
επηρεασμένη από ποιητές όπως οι Ρεμπώ,
Μπωντλαίρ, Μαλαρμέ, Νερβάλ και Μπρετόν,
με τον μεταφυσικό, μάλιστα, λυρισμό του
να αναδεικνύει την επίδραση αφενός από
τους Χάιντεργκερ και Χέγκελ και αφετέρου
από τους Βαλερί και Ζουβέ.
Υπήρξε
επίτιμος διδάκτορας του Κολεγίου του
Παρισιού (όπου και δίδαξε από το 1981μέχρι το 1993), πολλάκις υποψήφιος για το
Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας και βραβευμένος
από τη Γαλλική Ακαδημία με το Μεγάλο
Βραβείο Ποίησης. Βραβεύτηκε, μεταξύ
άλλων, με το Βραβείο Γκονκούρ το 1987 και
με το Βραβείο Φραντς Κάφκα το 2011. Μετέφρασε
στα γαλλικά μεγάλο μέρος του θεατρικού
έργου του Σαίξπηρ (του οποίου και
θεωρείται ο εγκυρότερος μεταφραστής
στη γαλλική γλώσσα), ποίηση των Πετράρχη,
Κητς, Γέητς και Λεοπάρντι, αλλά και του
Σεφέρη, με τον οποίο τον συνέδεε ισχυρή
φιλία.
Δίδαξε
λογοτεχνία σε πολλά πανεπιστήμια της
Ευρώπης και της Αμερικής. Εξέδωσε
μια
πληθώρα βιβλίων, μεταξύ των οποίων 42
περίπου ποιητικές συλλογές, παραμύθια,
μελέτες και δοκίμια για την τέχνη και
τη λογοτεχνία, και ένα, επίσης, αναλυτικό
λεξικό μυθολογίας. Μελέτησε τη σχέση
ζωγραφικής και ποίησης, ερμηνεύοντας
σε βάθος έργα των Πουσέν, Ντελακρουά,
Μιρό και Τζακομέτι, τη βυζαντινή τέχνη,
τον ρομαντισμό και το ευρωπαϊκό μπαρόκ.
Σύνολο ή μέρος του έργου έχει μεταφραστεί
σε 32 γλώσσες.
Ο
Πρωθυπουργός της Γαλλίας Φρανσουά Ολάντ
δήλωσε χαρακτηριστικά για τον θάνατό
του την 1ηΙουλίου του 2016: «ανύψωσε τη γλώσσα μας
στον ύψιστο βαθμό της ομορφιάς και της
ακρίβειά της, και γι’ αυτό θα τον
θυμόμαστε πάντα».