«Χωρίς προαπαιτούμενα»

ένα σημείωμα για τα Αυτόματα, του Κώστα Περούλη, (εκδ. Αντίποδες, 2015)

γράφει ο Στάθης Ιντζές

Το ιδιαίτερο γνώρισμα του Περούλη είναι ότι κατέχει την τέχνη της λεπτομέρειας, εκείνης που από τη στιγμή που σχηματιστεί στο νου και αποδοθεί με τέχνη και πειστικότητα, καθιστά περιττή και επιζήμια την παραμικρή περιγραφική προσθήκη.  Τα διηγήματα όλα διαπνέονται από μια ωραία λιτότητα, χωρίς φραστική επιτήδευση. Οι κοφτές προτάσεις δίνουν παλμό και πνοή και συντελούν στην ευστάθεια του όλου οικοδομήματος.

Στα Αυτόματα, η πραγματικότητα, στις πολυσύνθετες πτυχές της, δίνεται στον αναγνωστη εντελώς αμετουσίωτη, δηλαδή δεν μπαίνουν κάτω από το μικροσκόπιο του Π. παρά τα επιφανειακά ενδιαφέροντα των ηρώων.  Όμως, ας μην πέσουμε στην παγίδα να θεωρήσουμε ότι πρόκειται για μια εσκεμμένη παράλειψη -άλλωστε μιλάμε για ένα λογοτεχνικό είδος με λεκτικό περιορισμό- ή για μια καταθλιπτική απλότητα που συνοδεύει το δράμα της εποχής που εξιστορεί ο συγγραφέας, πόσο μάλλον για μια παρωχημένη έλλειψη ύφους. Όπως έγραψε ο Π. Σκανδωνίδης*, το «ύφος χωρίς ύφος, όπως το έχει επιτύχει ο Stendhal», εδώ δεν πρόκειται για αδυναμία, αλλά για συγγραφική επιλογή, στα πλαίσια του ευρύτερου λεπτομερειακού μοτίβου που ακολουθούν τα διηγήματα του Π.. Οι κεντρικοί χαρακτήρες δεν είναι πλασματικοί και δρουν απόλυτα και καθαρά, με τη συνείδηση ν’ αφήνεται μόνη της σύμφωνα με τα συμβάντα, σύμφωνα με το φυσιολογικό «είναι» των ηρώων. Οι τελευταίοι δεν τίθενται για να μας ανεβάσουν σε ηθικά ανώτερα στρώματα. Είναι φυσικοί άνθρωποι, νατουραλιστικοί. Μπαίνουν σε κίνηση ένστικτα πρωτόγονα που δημιουργούν πραγματικές συγκρούσεις οι οποίες φανερώνουν πόσες δεσμευμένες δυνάμεις καταπιέζουν τη συμβατικότητα των κοινωνικών σχέσεων στον εκάστοτε εργασιακό χώρο.

Ο Π. καταφέρνει την ίδια ώρα να γίνει ευχάριστος στον καθημερινό άνθρωπο-αναγνώστη. Ο εργάτης, ο μικροεργολάβος, ο αγρότης, ο ναυτικός, είναι οι κεντρικοί ήρωες που ξαπλώνει στο συγγραφικό του «ντιβάνι», δίχως να είναι βεβαρημένοι με ηθικά και ιδεολογικά παράσιτα που θα περίμενε κανείς σ’ ένα βιβλίο που προσφέρεται για ταξικά «μαθήματα». Τα πνευματικά προαπαιτούμενα δεν χρειάζονται, οι προβληματισμοί των ηρώων του δεν αναδεικνύονται υπέρμετρα ανώτεροι από κείνους ενός κοινού ανθρώπου και παράλληλα, το έργο του δεν προβάλει φιλοσοφήματα ούτε ουτοπικές λύσεις για μια ιδανική κοινωνία. Ο συγγραφέας και ο αναγνώστης εδώ δεν έχουν να λύσουν καμιά διαφορά μεταξύ τους, σαν κι αυτές που διακρίνονται σε αμφίβολα έργα. Τα Αυτόματα είναι το ίδιο ευκολονόητα για τον απαίδευτο όσο και για τον εξ επαγγέλματος λόγιο αναγνώστη.

Το παράδειγμα του Π., συγγραφικά, συνιστά την απομυθοποίηση της έμπνευσης ως αποκλειστικό χάρισμα κάποιων λίγων εκλεκτών και υπογραμμίζει το ρόλο και τη σημασία της συγγραφικής έρευνας για την εξέλιξη ενός λογοτεχνικού ταλέντου στην εποχή που διανύουμε.

————————————————————————————

*κριτική για τους Παραστρατημένους της Λιλίκας Νάκου,

δημοσιεύθηκε στις Μακεδονικές Ημέρες,

Ιανουάριος 1936, έτος Γ’, τεύχ. 12, σ. 464-468