Αστέρης Μαυρουδής

Ο Φώτης

Δενείχαμεστονήλιομοίρα.Ομπαμπάςμουφτωχόςκιημάναμουηκυρα-Μπλιούμαινακιαυτήτοίδιο.Μετ’αδέλφιαμουτονΚώτσοκαιτοΘανάσηζούσαμεδύσκολα.Ταπροβατάκιαπουείχαμεδενμαςέφταναν.Ίσαίσαήτανγιαναδουλεύουμεκαιναξεχνούμετηδυστυχιάμας.Ηκλεψιάσύννεφο.Κλέβαμεγιαεπιβίωση.Αλλάκαιγιααναγνώριση.Δενγινόσουνάνδραςανδενείχεςκάνειτηνπρώτηκλεψιά.Έστωκαιμιακότα.

ΜελένεΦώτηκαιγεννήθηκατο1901στοΜεταξάΣερβίων.Σχολείοπήγακάναδυοτάξειςδημοτικού.Λίγακολλυβογράμματα,μαήξεραναγράφω.Δούλευααπόδωκιαπόκει.Βοηθούσατουςγονείςμου.Ωςταδεκατέσσεραέκανατσομπανάκι.Ακολουθούσααυτόπουκάναντ’αδέλφιαμου.Κιαυτοίτσομπάνηδεςκαιαγρότεςήταν.Τ’αδέλφιαμουήτανυποταγμένακαιήσυχα,μαεμέναμ’έκαιγεμιαφλόγα.Έβλεπατουςάλλουςναείναιμετοέχειτουςκαιφούντωνα.Γιατίαυτοίκαιόχιεγώ;Κιόσοέβλεπατ’αδέλφιαμουνακάθονταιήσυχα,τόσοαυτήηφλόγαφούντωνε.Έκλεψαγιαπρώτηφορά.Έγιναάνδραςκιεγώ.ΈτσιψήλωσακαιίσωςναμεκοίταζεηΒαγγελιώ.

ΗΒαγγελιώήταναρχοντοπούλα,πούνακοιτάξειεμένα;Λίγαζα,λίγαχωραφάκιακαικουρέλιαστοκορμί.Αυτήκοίταζετ’αρχοντοντυμένακιεγώμαράζωνα.Έκλεψατηνπρώτηκόταματηδεύτερηφοράσεένααρνίμεπιάσαν.Μεκάνανρεζίλι.ΜεβγάλανστηνπλατείασαναείχαατιμάσεικαμιάκαιμπροστάστηΒαγγελιώμου’ριξανέναχαστούκι.Δενπόνεσα,μαήτανεκείηΒαγγελιώκαιταπόδιαμουέτρεμαν.Είχακάτωτοκεφάλι.ΚάποιαστιγμήσαναείδατηΒαγγελιώνακρυφογελάει.Μπορείναμουφάνηκε.Φούντωσα.Σήκωσατοκεφάλικαιείπασ’αυτόνπουμ’έδειρε:

«Εσένακάποιαστιγμήθασεσφάξω».

Γέλασανόλοι. 

Τηνάλλημέραέβαλατομαχαίριστηζώνηκαιπαραφύλαξα.Ανυποψίαστοςπέρασεαπόμπροστάμου.Πήγααπόπίσωτου,τονάρπαξααπόταμαλλιάκαιτονκαθάρισα.Δενμεπήρεκανέναςείδηση,μαθατομάθαιναν.Έτσιβγήκαστοκλαρί.ΠήγαστοβουνόκαιβρήκατονΜπαμπάνηκαιτονΚαντάρα.Αυτοίήτανπαλιοίκλέφτες.Μαδενμεδέχτηκαν.

«Σήκωκαιφύγε»,μουείπαν,«εμείςθέλουμεάνδρες».

«Δενφεύγω»,τουςείπα.«Άμαγυρίσω,θαμεσκοτώσουν.Σκοτώστεμεεσείςκαλύτερα».

Μεκρατήσανκιήτανσαγονιοίμου.

Μαζίτουςέκατσατέσσεραπέντεχρόνιακαιμετάέκανατηδικήμουπαρέα.Είκοσιχρονώνέγινακαπετάνιος.Μαφτωχόδενπείραξα.Ίσαίσαέδιναλεφτάκαιπάντρεψαορφανά.Ήμουνδίκαιος.Ότανμπορούσα,πήγαιναστηνεκκλησιά.ΜόνοτονΘεόφοβόμουν.Μάζεψαπολλάλεφτάαπόχαράτσια.Ήθελαναχτίσωμιαεκκλησιάγιατηνψυχήμουκαιτοσπίτιμου.Πήγακαιμάζεψατηνεπιτροπήκαιτονπαπάκαιτουςμίλησα.

«Τοκαιτο»,τουςείπα,«θασαςδώσωλίρεςναχτίσετεμιαεκκλησιά».

«Φώτη,πώςνακάνουμεεκκλησιά;Ταλεφτάπουμαςδίνειςείναιάτιμα,είναιλεφτάαπόαίμα».

«Παπάμου,εδώδενήρθαγιαναμουλεςπροσβολές.Εγώγιατηνψυχήμουθέλωνακάνειςτηνεκκλησιάκαιγρήγορα».

Οιάτιμοισυμφωνήσαν,μουφάγανταλεφτάκαιεκκλησιάδενκάναν.Μιαμέρα,Δευτέρα,πήγανστηλαϊκήσταΣέρβια.Τουςπερίμεναένανένανκαιτουςέφαγα.Πήρακαιτοράσοτουπαπάγιανατοφορώκαιναμημεγνωρίζουν.Μεεπικήρυξαν.Μεψάχναντ’αποσπάσματα,μαεγώήξερακαλάτακατατόπιακαικρυβόμουν.Μεκυνηγούσανγιαπολλάλεφτά.Θέλανοιχωροφύλακεςτοκεφάλιμου.Οιάλλοιθέλανταλεφτά.

Είχακάνειλάθηστηζωήμου.ΑγάπησατηΒαγγελιώ,μαοπατέραςτηςήθελενατηδώσεισεάλλον.

«Σ’αυτόντονκλέφτηδεδίνωεγώτηνκόρημου»,έλεγε.

Έλεγεκιάλλαπιοσκληράγιαμένα,μαήμουνμαθημένοςπια.ΕγώτηΒαγγελιώτηνήθελαγιαταίριμου.Μαδενμπορούσανατηνπαντρευτώ.Θακυνηγούσανκιαυτήν.ΘυμάμαιπωςκάποτεπήγεκαιτηζήτησεοΓούλαςοΤαμπάκης,έτσιήταντοπαρατσούκλι,ΓιώργοΠαπαγιάννητονλέγανε.ΤουμήνυσανατηναφήσειήσυχηγιατίηΒαγγελιώήτανδικιάμου.Φοβήθηκεκαιαποτραβήχτηκε.

«Θέλωναείσαιμαζίμου,μαδενμπορώνασεπαντρευτώ»,τηςείπα.

Στηναρχήμου’φερεαντιρρήσειςμαμετάέγινεδικιάμου.Ερχότανκαιμ’έβρισκεστιςκρυψώνεςμου.Γκαστρώθηκε.Άρχισαννατηνκυνηγούνκιαυτή.Γέννησεπαιδί.Κρυβόταναπόμαντρίσεμαντρί.Τοαγόριμουκρύωσεκαιπέθανε.Θαμουτοπλήρωνανακριβά.

Μιαμέραέκατσαναξαποστάσωκαιναξεψειριαστώσεμιαβρύση.Εκείμεβρήκανοιχωροφύλακεςκαιμεπυροβόλησαν.ΜαέτρεμετοχέριτουςτοΦώτηνασκοτώσουν.Τηγλίτωσακαιτουςξέφυγαμεταμισάμουρούχα.Πήγακαιβρήκαέναντσομπάνο.

«Πάρεμιαλίρακαιπήγαινεστοχωριό»,τουείπα.«Δεςπούξεβραδιάζεταιτοαπόσπασμακαιάντεναμουπεις.Θασουέχωδυολίρεςακόμα».

Γύρισεοβοσκόςκαιπήρετιςλίρες.Οιχωροφύλακεςμ’έναναστυνόμοτα ’πίνανστουΣουρλήτοσπίτι.Πήραδυοπαλληκάριαμουκαιπήγαμεστοσπίτι.Απέξωοσκοπόςμόλιςμεείδετου’πεσετοόπλο.

«Σκάσε»,τουείπα,«καιδενθαπάθειςτίποτα».

Έφτασακάτωαπότοπαράθυρο.Απόμέσαέρχοντανγέλια.Μιαστιγμήάκουσακάποιονναλέει:

«ΆμαπιάσωτοΦώτηθατουξεριζώσωτηνκαρδιάκαιθατουπιωτοαίμα».

Φούντωσα.Έβγαλατομαχαίρικαιτοδάγκωσα.Πήρααπόμιαπιστόλασταχέριαμουκαιμπήκαμέσα.Ταγέλιακόπηκαν.Μεγνώρισαν.

«Ποιος,μωρέ,είναιαυτόςπουθαμεπιειτοαίμα;».

Οαστυνόμοςέκανεναβγάλειτοόπλοτουκιεγώτουάδειασατηνπιστόλαστοστήθος.ΈμαθαμετάπωςτονλέγανΑποστόλου.Τοίδιοπήγενακάνεικιέναςδίπλατουκιείχετηνίδιατύχη.

«Ναμησαςξαναδώμπροστάμου»,είπαστουςυπόλοιπουςκαιφύγαμε.

Τουςβγάλανκαιτραγούδι.«ΜεςστηςΤσαπουρνιάςτ’αλώνι,γίνανεοιδύοφόνοι».

ΣτοχωριότοΠαλιογράτσανοείχανέρθειτανέα.Θέλαντοκεφάλιμου.Κάποιουςτουςπείραζεπουτουςπαίρναμεκάποιααρνιάγιανατρώμεμεταπαλληκάριαμου.Μαζεύτηκανκαιήθελανναμεξεφορτωθούν.Μέσασ’αυτούςέναςμορφωμένος.Γιατρόςήταν.Ήτανδενήτανεικοσιπέντε.

«Θασαςκάνωεγώέναχαρτί»,τουςείπε,«ναφέρουμεχωροφύλακεςαπότηδιεύθυνσηΚοζάνηςκαινακάνουμετμήμαστοχωριό».

Τιανακατεύτηκεογιατρόςδενξέρωκαιδενκοίταγετηδουλειάτου.Μήπωςτονπείραξα;Ήφοβότανγιατιςλίρεςτουμπαμπάτου;Πήγαέναβράδυμεάλλουςδυοκαιπήρααιχμάλωτοτοναδελφότου.ΤουςέστειλαχαιρετίσματαναβγειογιατρόςτηΔευτέραστηνπλατείανατονδικάσω.Αλλιώςθατουστέλνωπεσκέσικάθεμέρακιένακομμάτιαπότοναδελφότου.Μεειδοποίησανότιθα’ρθει.Μαζεύτηκεκόσμοςκαικοσμάκηςστηνπλατεία.Ήρθεκαιολεγάμενος.

«Γιατίθέλετεχωροφύλακεςστοχωριόαφούξέρετεότιθαμεχαλάσουν;»,τουςείπα.

Δενείχαάλληεπιλογή.

«Έτσιδικάζουνοικλέφτες»,τουςφώναξα.

Άρπαξατογιατρόκαιτουπήρατοκεφάλι.Τονμικρότονάφησα,δενμουέφταιγε.

Μεπιάσανκαιμεσέρνουντώραμεσίδερασταχέριαμα’γωθατουςξεφύγω.ΜεπαναπότηΛάρισαστοΓεντίΚουλέμετρένο.Έχωραμμένοστηνκάπαμουχασίσικαιοιδεσμοφύλακεςκαπνίζουνσατρελοί.Θατουςμαστουρώσωκαιθαπηδήξωαπότοτρένο.ΘαβγωαπέναντιστοΛόφοήτ’Ασπρόχωμακαιξέρωσιδεράδεςναμουκόψουντασίδερα.

Μουαρέσανταχωρατά.Θυμάμαιμιαμέρασουρούπιαζεκαιπήγασεέναντσομπάνοσυγγενή,τονΜπλιούμητοΧρήστο.Έβγαλατηνκάπαμουκαιτηνκρέμασαμέσαστηνκαλύβασεέναξύλο.

«Τιθεςτέτοιαώρα»,μουείπεοΧρήστος.

«Λίγοψωμί»,τουείπα,«έχωμέρεςναφάω».

«Φεύγα,δενέχωτίποτα»,μουλέει.

«Θαμουδώσειςήθασεσκοτώσω»,τουείπα.

«Σκότωσέμε,δενέχω»,μουαπάντησε.

Πιαστήκαμεσταχέριακαιμ’έβαλεαπόκάτω.ΉτανγερόπαιδίοΧρήστος.Ταπαλληκάριαμουγελούσαν,γέλασακιεγώ.

«Καλά»,τουείπα,«αφούεσύθεςνακρατήσειςτοψωμίσου,κάτσεεκείκαιτρώγεψωμίκαιγωθαφάωό,τιέχω».

Πήγακαιέβγαλααπότηνκάπαμουμισόαρνίψημένο.Ξαναπιαστήκαμεσταχέριακαιμετάκάτσαμεκαιφάγαμετ’αρνίόλοιμαζίσαναδέλφια.Ήμαστανδενήμαστανεικοσιέναχρονών.Κάτσαμεμπροστάστηφωτιάωςτοπρωίχωρίςναανταλλάξουμελέξη.ΤοπρωίείπαστοΧρήστο.

«Άι,ρεΧρήστο,φεύγουμε,τελειώνουνταθκαμας;»,καιγελάσαμε.

Μετοράσο,ντυμένοςπαπάς,είχαπάειμιαφοράστηνΑθήνα.Έφαγασ’έναεστιατόριοκαικάτωαπότοπιάτοτονάφησατρειςλίρες.Του’γραψακιένασημείωμα.

«Καλότοφαΐσας,σεκαλήμεριάοιλίρες,ΦώτηςΓιανκούλας».

Πρώτη δημοσίευση: 18/4/14 – 10:30 π.μ.