Βασίλης Μπαρούτης
Η διαδήλωση
Το πλήθος κατέβαινε τη λεωφόρο με βουή και ρυθμό, σαν μια θηριώδη αμαξοστοιχία. Ένα ζωντανό υδάτινο κράμα από ανθρώπινες φωνές με ένταση κι ελπίδα. Ανυπόμονα βλέμματα στραμμένα στα γύρω μπαλκόνια με τα κλειστά παράθυρα που αδημονούσαν ν’ ανοίξουν. Τα χέρια να μοιράζουν προκηρύξεις, μυριάδες χαρταετοί με κομμένους τους σπάγκους να αρμενίζουν στον αέρα. Να αποχαιρετούν τα παιδάκια που τους κοιτάγανε με υγρά μάτια, ρουφώντας τις μύτες τους από λύπη και χαρά μαζί. Όλη η λεωφόρος μια παλλόμενη αρτηρία που αντλούσε φρέσκο αίμα στην καρδιά της πόλης.
Έρεες κι εσύ μαζί, δρασκελώντας την άσφαλτο, φορώντας εκείνο το βαρύ σαν πένθος πανωφόρι που έκανε το κρύο να ψάχνει διακαώς μια υποψία χαραμάδας για να τρυπώσει στο στήθος σου. Δεκέμβρης έξω, μα μέσα σου χτυπούσαν τα φτερά τους οι τζίτζικες. Το βήμα σου ρυθμικό και απρόσμενο και τα μπράτσα σου αγκαζέ με τους διπλανούς σου. Βαστούσες ένα πλαστικό κύπελλο με καφέ, που ενώ όταν το πρώτο- κράτησες άχνιζε, τώρα είχε από ώρα κρυσταλλώσει και έχει αφεθεί στη σιγουριά της συνήθειας. Το χέρι σου όμως πυρωμένο σαν χέρι εργάτη κι όχι χέρι γραφιά που κρατάει κατάστιχα. Γύρω σου να χουν ανθίσει τα σώματα και οι ψυχές να τρανεύουν. Χαμογελούσαν τα πεζοδρόμια και τα ντουβάρια στα μαγαζιά. Για λίγο δεν ήταν ρούχα αυτά στις βιτρίνες, ούτε βιβλία, ούτε παπούτσια. Ήταν τα φορέματα της άνοιξης και τα στολίδια των γιορτών που έγνεφαν καλημέρες στην πλακόστρωτη πλατεία με τα περιστέρια. Εσύ τραβούσες το δρόμο με τη δύναμη του σπόρου που φυτρώνει και σχίζει το χώμα την άνοιξη. Για μια στιγμή έστρεψες τα μάτια ψηλά ψάχνοντας για πουλιά πάνω στα σύρματα για να σαι σίγουρος. Όχι όμως , αυτά κρύωναν και είχαν λουφάξει. Ξάνοιξες το βλέμμα για να φτάσεις πιο πέρα και το θέαμα σου μούδιασε τα άκρα. Πάνω σε ένα σύρμα που ένωνε δυο αντικριστές ταράτσες αχνοφαινόταν ένας σχοινοβάτης. Μισοέκλεισες τα μάτια σου για να ζουμάρεις την εικόνα και είδες πως κρατούσε ένα μακρύ κοντάρι στα δυο του χέρια ενώ είχε το ένα πόδι στο σχοινί και το άλλο στον αέρα. Ζύγιζε τις κινήσεις του κι ακροβατούσε τρεμουλιαστά μα σταθερά. Εντριφιστής της ταλάντωσης. Πίσω του άλλοι πολλοί, όσους έπιανε το μάτι σου, στέκονταν στην ταράτσα. Άντρες γυναίκες τον κοιτούσαν και μιμούνταν τις κινήσεις τους. Τον ακολουθούσαν νοερά σαν να ευθυγράμμιζαν οι ίδιοι με αόρατα νήματα κάθε του βήμα. Ξαφνικά ένα ανεπαίσθητο τρέμουλο στο πόδι που ισορροπεί και το σώμα καταρρέει. Η δύναμη της αδράνειας νικάει, ο ακροβάτης πέφτει. Τότε συνέβη το ασύλληπτο. Ένας άντρας που μέχρι πριν εκείνη τη στιγμή ήταν ένας ζοφερός μίμος, έτρεξε πάνω στο σχοινί και άρπαξε το κοντάρι του έκπτωτου τη στιγμή που εκείνος το άφηνε. Και πήρε τότε τη θέση του προκατόχου συνεχίζοντας το δρόμο σχοινοβατώντας. Ο άλλος από κάτω χαμολούσε ζεστά ξεψυχώντας στην άσφαλτο. Οι άλλοι πίσω πάνω σε στέρεο έδαφος απλώνοντας τα χέρια σαν φτερά ερωδιού, συνέχισαν την ακολουθία τους.
Οι κόρες των ματιών σου γίνανε μικρές και σκλήρυναν σα βότσαλα. Έχασες το έδαφος και παρασύρθηκες να πέσεις όπως ο ακροβάτης. Ο διπλανός σου σε τράβηξε ακαριαία και οι παλμοί του πλήθους σε σήκωσαν για να ξαναβρείς το δρόμο σου.