Χρύσα Φάντη, «η ιστορία της Σ.», Εκδόσεις Γαβριηλίδης
«“Και προσπαθώ να μαντέψω
αν κι εκείνη δεν έχει πεθάνει”:παρουσία
και απουσία στηνΙστορία
της Σ., της Χρύσας
Φάντη»
Ο Γάλλος φιλόσοφος Ζακ
Ντεριντά σε μια συνέντευξη που έδωσε
στον Ανρί Ρονζ είχε πει: «Αυτό που
καταρχάς τίθεται υπό αμφισβήτηση στα
βιβλία μου, όπως τα αποκαλείτε, είναι η
ενότητα του βιβλίου και η ενότητα –
«βιβλίο», νοούμενη ως αρμονική ολότητα,
με όλες τις συνεπαγωγές που ενέχει μια
τέτοια έννοια. […] Στην πραγματικότητα,
όπως γνωρίζετε, είναι πρωτίστως αναγκαίο
να διαβάσουμε και να ξαναδιαβάσουμε τα
«βιβλία», στα περιθώρια ή ανάμεσα στις
γραμμές των οποίων ιχνογραφώ και
αποκρυπτογραφώ ένα κείμενο που είναι
ταυτόχρονα υπερβολικά όμοιο και άκρως
διαφορετικό, και το οποίο μάλιστα θα
δίσταζα, για προφανείς λόγους, να
αποκαλέσω αποσπασματικό».
Τι είναι, λοιπόν, ένα
βιβλίο; Τι είναι η γραπτή αφήγηση μιας
ιστορίας; Τι είναι η ίδια η ιστορία πριν
από την καταγραφήτης και τι μετά από αυτήν; Εάν θέλετε:
ποιες είναι οι απουσίες (όσα δεν λέγονται,
όσα λανθάνουν, όσα υπονοούνται) που
καθορίζουν την παρουσία (το κείμενο που
έχουμε στα χέρια μας και έχει τον τίτλοΗ ιστορία της Σ.);
Αυτό είναι το -αυτοαναφορικό στην
καταγωγή του- ερώτημα που συζητείται
από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα
του μυθιστορήματος της Χρύσας Φάντη με
τίτλοΗ ιστορία της
Σ.Σε όλη την έκταση
του μυθιστορήματος η συγγραφέας παίζει
με τα δίπολα και την άρση τους, με τα
ενδεχόμενα, με ερωτήματα που λειτουργούν
ως ερωτήματα στον βαθμό που παραμένουν
αναπάντητα. Είναι τέτοιοι οι όροι
επαναδιαπραγμάτευσης του χώρου εντός
του οποίου λειτουργεί –επιτελείται,
θα λέγαμε- η αφήγηση, που αλλάζει άρδην
ολόκληρη η λογική της καταγραφής μιας
ιστορίας, ολόκληρη η λογική ενός βιβλίου:
η διαδρομή της γλώσσας εδώ δεν μπορεί
παρά να είναι ένα διαρκές παιχνίδι
αναβολών και ανασημάνσεων: ενδεχομένων.
Αυτό παρατηρούμε στους κρυμμένους
εσωτερικούς –αλλά και βαθύτατα
«σπασμένους»– διαλόγους με τις επάλληλες
εκδοχές τους. Σε αυτούς τους διαλόγους
διαβάζουμε ακριβώς ένα παιχνίδι επάλληλων
άρσεων και θέσεων, ένα παιχνίδι αέναης
αναβολής της σημασίας, του νοήματος: τη
δυνατότητας να υπάρξει μια ιστορία ως
γεγονόςήδη ερμηνευμένο–ή ακόμη ακόμη και ερμηνεύσιμο. Ένα
παράδειγμα:
Εκδοχή νο 1
Η Κατερίνα βρίσκεται σ’
ένα απ’ τα δωμάτια του πάνω ορόφου.
Κοιμάται;
Ας πούμε πως όχι.
Αδημονεί;
Ας πούμε πως ναι. Γιατί
όμως αδημονεί; Περιμένει τον άγνωστοx;
Ας πούμε, τα περιμένει.
Όπως μωρά παρθένος;
Παρθένος. Αλλά όχι μωρά.
Με το φως αναμμένο; Και;..
Ζουζούνια συνωστίζονται
γύρω απ’ το φως.
Συνωστίζονται και μερικά
τσουρουφλίζονται;
Τσουρουφλίζονται και
άλλα τινά καίγονται.
Εκδοχή νο 2
Ούτε Αύγουστος ούτε
φεγγάρι.
Ούτε και τα λοιπά;
Η Κατερίνα δεν περιμένει
κανέναν. Αλλά όταν ο άγνωστοςxχτυπάει την πόρτα της…
Ναι; Όταν ο άγνωστος
χτυπάει την πόρτα της; Αυτή του ανοίγει;
Το ζήτημα είναι γιατί.
Εντάξει;
Ό,τι πεις.
Η ίδια η ιστορία που
διαβάζουμε στο μυθιστόρημα της Φάντη
εμπεριέχει, λοιπόν, τον τρόπο της αφήγησής
της: η ίδια η ιστορία αρνείται την
κατάλυση στη μια και οριστική εκδοχή
της. Η ανάγνωση και η γραφή, το κείμενο
εν γένει –η αφηγηση–, προσβάλλεται
συνέχεια από μια δευτερογένεια: υπάρχει
μια ιστορία, ένα γεγονός (;) και οι
πολλαπλές εκδοχές αφήγησής του. Αυτή ηαλήθειαμιας ιστορίας γίνεται –και δανειζόμαστε
πλέον ανοιχτά τη θεωρητική σκευή της
αποδόμησης–αιωνίως αντικείμενο της
σκέψης-που-καταγράφεται και διατηρεί
ως προς αυτήν σχέση εμπερίληψης. Όταν
αυτή η σχέση διαρρηγνύεται, η γραφή
προβάλλει τη μεταφορικότητά της: το
κυρίως νόημα της ιστορίας είναι αυτή
ακριβώς η προγραμματική αναβολή, την
οποία επιτελούν στηνΙστορία
της Σ.οι πολλαπλές
εκδοχές της αφήγησης.
Η καταγεγραμμένη ιστορία,
το βιβλίο που έχουμε στα χέρια μας,Η
ιστορία της Σ., είναι
ακριβώς ένας κλυδωνισμός, μια αβεβαιότητα,
μια ανάγκη να κυκλώσει η συγγραφέας τον
κύκλο της γραφής εκεί ακριβώς όπου
στοιχηματίζονται τα περιθώριά της. Εκεί
όπου η γραφή αρχίζει να αναβάλει τον
εαυτό της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
Σεπτέμβρης, καιρός υγρός,
μέρες σύντομες.
Πάλι εσύ με τη Σ.;
Τσου.
Τότε; Εγώ με τη Σουτ; Εγώ,
εσύ και ανάμεσά μας η Τσου;
Ενδεχομένως.
Η ιστορία ξετυλίγεται
και υπάρχει όσο αναβάλλεται η κατάλυσή
της σε ένα οριστικό τέλος, σε μια οριστική
εκδοχή. Το στοιχείο που αναβάλλει την
παρουσία του είναι ακριβώς το στοιχείο
με αφετηρία το οποίο εξαγγέλλεται η
ίδια η ιστορία και η αφήγησή της. Το
δράμα παίζεται ακριβώς στην γκρίζα ζώνη
μεταξύ παρουσίας και απουσίας, όπως
ακριβώς ακούμε από την πρωτοπρόσωπη
-πλέον- αφηγήτρια τηςΙστορίας
της Σ.:
Συνειδητοποιώ πως στον
λόγο της δεν τρώει πια τα φωνήεντα, δεν
χρησιμοποιεί όλα εκείνα τα ου και τα
τσι. «Ποια είσαι; Δεν μπορεί να είσαι η
Ουρανία» είμαι έτοιμη να της πω και πίσω
από την αφύσικα τραβηγμένη φιγούρα της
βλέπω κάτι υγρά να κυλάνε αργά, σαν
χασισωμένοι καταρράκτες. Θυμάμαι αίφνης
ότι «ου Θουδουρέλλης» της είναι νεκρός.
«Σε καταλαβαίνω» της λέω και προσπαθώ
να μαντέψω αν κι εκείνη δεν έχει πεθάνει.
***