[…] Ήταν Μέγα Σάββατο, δυο ώρες να ξημερώσει· εις το μικρό προαύλι μιας
κατοικίας χαμηλής, εις την άκρην και ανάμερα του χωριού, η Μαρία
εβοηθούσε τον άνδρα της να φορτώσει το άλογό του με λάδι από το ύστερο
άλεσμα εκείνης της καρποφορίας.
– Μην ανησυχείς αν νυκτώσω, της είπεν· έχω πολλά πράγματα να τελειώσω εις την πόλιν.
– Μη λησμονήσεις τον καλόν άνθρωπον, όπου σ’ εκύνησε τόσον εφέτος, μην έχομε πάλι βάσανα.
– Να μην ανακατώνεσαι εις τες δουλειές μου· σου το είπα εκατό φορές.
Και
με τούτο ο Πέτρος εκίνησε το άλογο φορτωμένο και κατέβη προφυλακτικά
το λιθόστρωτο μονοπάτι, που μέσ’ από το χωριό έβγαινε εις τον δημόσιον
δρόμον. […]
Το διήγημα περιγράφει τη ζωή και το κοινωνικό πλαίσιο μιας παραλιακής
συνοικίας της Ελλάδας. Ο φτωχός μπάρμπα Πέτρος μοχθεί καθημερινά στις
ελιές και δύσκολα τα βγάζει πέρα. Οι εργάτες είναι απλήρωτοι από καιρό
και επαναστατούν. Ο κεχαγιάς Γκέλης τους βάζει το μαχαίρι στο λαιμό. Ο
Στρατής βοηθάει τον πατέρα του, αλλά ο Αργύρης δεν κρατιέται και
αντιστέκεται στην εκμετάλλευση. Όλοι όμως τον αποπαίρνουν και τον
αποκαλούν ακαμάτη και ανίκανο.
Είναι από τα μεγαλύτερα αριστουργήματα της ελληνικής λογοτεχνίας. Θεωρείται εφάμιλλο της «Αγριόπαπιας» του Ίψεν. Η δύναμη του λόγου και η συγκυρία των εικόνων του είναι μοναδική και παραμένει σύγχρονη μέχρι τις ημέρες μας.