ΜΑΡΙΑ
ΓΙΑΓΙΑΝΝΟΥ, “ Μπαλαντέρ ”, εκδ. “ Μελάνι
”, 2015

Για
το ποσοστό της εποπτείας που δύναμαι
να έχω, μπορώ να υποστηρίξω ότι τα
τελευταία, ας πούμε δύο με τρία, έτη
σημειώνεται μια δυναμική αύξηση της
έκδοσης (ως εκ τούτου και της γραφής)
πεζογραφημάτων (κυρίως διηγήματα και
νουβέλες) στην ηλικιακή περιοχή, της
ελληνόγλωσσας λογοτεχνίας, κάτω ή πέριξ
των σαράντα ετών, η οποία και κυρίως με
ενδιαφέρει. Θα έλεγα μάλιστα οτι αυτή
η δυναμική είναι και αρκετά άξια προσοχής
και μνείας, την στιγμή μάλιστα που στην
αντίστοιχη υψικάμινο της ποίησης
παρατηρείται από καιρό πλέον μια λυπηρή
υπερχείλιση προχειρολάγνων εκδοθέντων
ποιημάτων. Αρκετοί τίτλοι πεζογραφημάτων
θα ήταν δυνατόν να αναφερθούν προς
επίρρωση του επιχειρήματός μου, κάποιους
δε εξ’ αυτών έχω κι εγώ παρουσιάσει μέσα
απ’ αυτή την στήλη. Σε κάθε περίπτωση
σημαντική θέση σ’ αυτή την τιμητική
καταλογράφηση έχει και το νέο βιβλίο
της Μαρίας Γιαγιάννου με τον τίτλο “
Μπαλαντέρ ”. Η λέξη προέρχεται από την
γαλλική baladeur. Πρώτη ή βασική σημασία
είναι ο περιπατητής. Υπάρχει η υποψία
ότι αρκετά παλαιότερα είχε και την
έννοια του απατεωνίσκου. Χρησιμοποιείται
και
για “ χέρια που κάνουν βόλτες ”, για
όσους ψειρίζουν, π.χ. “ Il a les mains baladeuses
”. Γνωστότερη πάντως είναι για το
χαρτοπαικτικό φύλλο που “ κάνει βόλτες
” σε όλους τους συνδυασμούς, απρόσωπο,
άφυλο και ευπροσάρμοστο, συμπληρώνοντας
αναγαία κενά οδηγώντας συχνά τον κάτοχό
του (θεωρούμενο ως σημαντικό τραπουλόχαρτο
και τύχη να το κρατας στα χέρια σου) στην
νίκη. “ Ψευδονίκη δηλαδή, ”, όπως γράφει
για τον ερωτιάρη μπαλαντέρ η Γιαγιάννου,
“ απ’ αυτές που αν νικήσεις έχασες ”,
ιδού και ο απατεωνίσκος! Να λοιπόν γιατί
“ Μπαλαντέρ ”. Διότι αμέριμνος και
άφυλος άγγελος, περιπατητής και
χαρτοκλέφτης (γιατί καρδιές σε χαρτιά
ζωγραφίζουμε σε όλες τις ηλικίες, ως αν
να είναι η ερωτευμένη καρδιά λεπτή και
αδύναμη σαν χαρτί τετραδίου) μας “
ψειρίζει ” (ήτοι : αβίαστα και δίχως να
το αντιληφθούμε κλέβει) τα συναισθήματά
και μας αφήνει πανί ταπί από προστατευτικές
άμυνες εφησυχασμού. Με μπαλαντέρ όμως
ομοιάζει και το βιβλίο της Γιαγιάννου.
Όλα τα κείμενα μπορεί μεν να συνθετουν
ένα σύνολο, αλλά το καθένα μπορεί να
λειτουργήσει και αυθύπαρκτο. Μπορεί να
φαίνεται καλύτερο να διαβαστεί το βιβλίο
με την σειρά που τυπώθηκε, από την αρχή
μέχρι το τέλος, αλλά και κατά τύχη ή κατά
προτίμηση να διαβαστούν τα μικροκείμενα
που το απαρτίζουν η σύνθεση πάλι θα
αναδυθεί, όπως ακριβώς συνδυάζουμε κατά
το δοκούν τα φύλλα στο Koum – Kan. Στην σύνθεση
του βιβλίου (που δεν θα το έλεγα ούτε
μυθιστόρημα, ούτε νουβέλα, αλλά μια sui
generis αφηγηματική παρτιτούρα) διηθίζεται
μια ερωτική ιστορία, ή καλύτερα η ερωτική
ιστορία. Με χιούμορ, με πάθος, με εκρήξεις
ισορροπημένα ευφυών λογοπαιγνίων, με
τρυφερή (από “ παιδική ”, “ μικρομέγαλη
”, και “ σοβαρά ποιητική ”)
λεξιπλαστική δεινότητα, με λυγμικές
κι εμπαθείς εντάσεις η Γιαγιάννου
(κυρίως σε πρώτο πρόσωπο) μιλάει με
λογοτεχνική άνεση για όλα τα περιστατικά,
όλα τα συναισθήματα (μη παραλείποντας
τα επεισόδια του χωρισμού) και για το
ένα και μοναδικό αντικείμενο, το σώμα,
που περικλείουν, περιφέρουν και συνθέτουν
το παιχνίδι του έρωτα δύο ανθρώπων. Παρά
το ευσύνοπτο του βιβλίου η Γιαγιάννου
καταφέρνει να συγγράφει συμπυκνωμένα
κείμενα εντός των οποίων αναδεύονται
πολύ περισσότερα απ’ όσα φαίνονται και
εξαιτίας των οποίων ο προσεκτικός
αναγνώστης καλείται να θέσει προ των
πυλών των ματιών του την δική του ερωτική
βιογραφία. Το τόσο απολαυστικό αυτό
βιβλίο διαβάζεται τουλάχιστον το πρώτον
απνευστί και η επιστροφή του στα κείμενα
του συμβαίνει ως η συνέχεια (“ το καπέλο
” για τους γνώστες της χαρτοπαικτικής)
της παρτίδας.