Κλεῖτος Κύρου
DUNSTAN THOMPSON
(Σημείωμα καὶ μετάφραση)
Στὰ νεανικά μου χρόνια, ἀμέσως μετὰ τὸν πόλεμο, διάβαζα ἕνα πολὺ ἀξιόλογο ἀγγλικὸ περιοδικό, τὸ «The Penguin New Writing». Ἦταν ἀπὸ τὰ περιοδικὰ ἐκεῖνα ποὺ καταλάβαινες μὲ τὴν πρώτη πὼς ὁπωσδήποτε προηγοῦνταν τῆς ἐποχῆς τους καί, μάλιστα, σὲ βαθμὸ σημαντικό. Ἐκδότης τοῦ ἦταν ὁ John Lehmann καὶ ἄμεσοι συνεργάτες τοὺς οἱ συγγραφεῖς τῆς γενιᾶς τοῦ ‘30 καὶ τοῦ ’40. Οἱ τελευταῖοι, πολλοὶ ἀπὸ τοὺς ὁποίους φοροῦσαν ἀκόμη τὴ στρατιωτική τους στολή, πρωτοπαρουσιάζονταν στὶς σελίδες τοῦ περιοδικοῦ. Μιὰ μέρα τὸ μάτι μου ἔπεσε σ’ ἕνα ποίημα κι ἔνιωσα ξαφνικὰ ἕνα σκίρτημα νὰ μὲ πλησιάζει μέσα ἀπὸ ὑπόγειες διαδρομές. Τὸ σύνδρομο τῆς ἐπικοινωνίας εἶχε ἀρχίσει πάλι νὰ λειτουργεῖ –αὐτὴ τὴ φορὰ μὲ τὸν ὁλότελα ἄγνωστο ποιητὴ ποὺ λεγόταν Dunstan Thompson. Πέρασε πολὺς καιρὸς καὶ κάθησα μιὰ μέρα –τὰ χαρτιά μου λένε ὅτι ἦταν τέλη Νοεμβρίου τοῦ 1947- καὶ μετάφρασα τὸ ποίημα αὐτό. Καὶ δὲν ἔμεινα ἱκανοποιημένος. Τὸ ἔβαλα στὰ χαρτιά μου, καὶ πολλὰ χρόνια ἀργότερα, στὰ τέλη τῆς δεκαετίας τοῦ ’70 ἢ στὶς ἀρχὲς τῆς δεκαετίας τοῦ ’80 –δὲν μπορῶ νὰ θυμηθῶ ἀκριβῶς πότε- τὸ μετάφρασα ξανὰ ἀπὸ τὴν ἀρχή. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ὅτι τώρα μ’ ἐνθουσιάζει. Ὅμως ἀποφάσισα νὰ τὸ δημοσιεύσω ἐπιτέλους γιὰ νὰ γλιτώσω ἀπὸ μιὰ ὑποχρέωση ποὺ μὲ βαραίνει τόσα χρόνια. Ποιὰν ὑποχρέωση; Μὰ νὰ πρωτοπαρουσιάσω –ἂν δὲν κάνω λάθος- τὸν Dunstan Thompson στὰ ἑλληνικὰ γράμματα, μολονότι γνωρίζω ἐλάχιστα πράγματα γιὰ τὸ ἄτομό του. Κι αὐτὰ ποὺ γνωρίζω δὲν εἶναι παρὰ πληροφορίες ποὺ μάζεψα πρὶν ἀπὸ σαράντα χρόνια. Ὅτι, δηλαδή, εἶναι Ἀμερικανὸς καὶ γεννήθηκε στὸ Connecticut στὰ 1918, γιὸς κάποιου ἀξιωματικοῦ του Ναυτικοῦ. Ἔζησε σὲ διάφορα μέρη τοῦ κόσμου καὶ σπούδασε τρία χρόνια στὸ Χάρβαρντ. Στὴ Νέα Ὑόρκη, μαζὶ μὲ κάποιον Χάρρυ Μπράουν ἔβγαζαν ἕνα περιοδικὸ ποίησης, τὸ «Τανάπαλιν» (Vice Vers). Πρῶτο βιβλίο ποὺ κυκλοφόρησε ἦταν τὰ «Ποιήματα» (1943). Στὸν πόλεμο ὑπηρέτησε ὡς δεκανέας τοῦ ἀμερικανικοῦ στρατοῦ, μεταξύ των ἄλλων, καὶ στὴν Ἀγγλία. Δὲν ξαναδιάβασα ἄλλο δικό του ποίημα• μόνο ἕνα διήγημά του, δημοσιευμένο κι αὐτὸ σ’ ἕνα μεταγενέστερο τεῦχος τοῦ «The Penguin New Writing» μὲ τίτλο «Ταξιδιώτης στὸ Deptford». Κι ἀκόμη θυμᾶμαι πώς, ὅταν τὸ διάβασα ἔτρεχε ἀμέσως ὁ νοῦς μου στὸ ταβερνάκι τῆς μικρῆς αὐτῆς πόλης ὅπου μαχαιρώθηκε τὸ 1593 ὁ Christopher Marlowe, ἕνας ἀπὸ τοὺς μεγαλύτερους θεατρικοὺς συγγραφεῖς ποὺ ἔβγαλε ποτὲ ἡ Ἀγγλία. Γιὰ τὸν Thompson, ὡστόσο, γύρω μου σκοτάδι. Ὅσο κι ἂν ἔψαξα, δὲν κατόρθωσα νὰ βρῶ τὸ παραμικρὸ στοιχεῖο. Ἄραγε ζεῖ; Πέρασε στὴν ἄλλη ὄχθη; Πάντως ἐγώ, στὴν ἀνάμνηση τῆς γνωριμίας του, παραθέτω τὴ μετάφραση τοῦ ποιήματός του.
Σ’ ΟΛΟΚΛΗΡΗ ΤΗ ΦΡΕΓΑΔΑ ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΣΟΥ ΚΟΜΗΣ
Αὐτὸς ποὺ χάμω ἀπιθώνω θαρρώντας τὸν γιὰ νεκρὸ ὀρθώνεται ματωμένος,
Ἀνασύρθηκε ἀπὸ τὸ νερὸ τὸ κατόπι μου. Τὸ περπάτημά του,
Διόλου σταθερὸ κι ἀντιλαλεῖ στὸ δάπεδο τοῦ ὠκεανοῦ. Ἄνεμοι,
Φυσήξετε ἀπ’ ὅλες τὶς μεριές. Τοῦτοι οἱ ναῦτες τὰ καθάρματα μὲ δάκρυα
Πλημμυρίζουνε τὰ μάτια μου, μὲ προδοσίες. Μὰ ἡ φωνή του ποὺ ἀναρριγεῖ
Σὲ θρῆνο κατὰ τὸ βορρᾶ εἶναι τὸ μόνο πρᾶγμα ποὺ κατέχω τώρα –
Τὰ ἑκατομμύρια μίλια του, ποὺ κάποτε ἄξιζαν θύελλες γιὰ νὰ ’ναὶ
Χαρωπός, μοῦ λένε πὼς ἡ τελευταία ματιὰ ἦταν ἡ πιὸ καλὴ φωτογραφία του.
Ὅταν ὁ δαμασκηνὸς ἐκεῖνος δοῦκας πῆρε τὴν καρδιά μου γιὰ σκυλί,
Τὸν κυνηγοῦσα μὲ παινέματα, μὲ ποιήματα, μ’ ὑποταγὴ ζητιάνου,
Τὰ μάτια τοῦ τὰ γαλανά, ξιφομαχώντας ὅπως σὲ χορὸ σπαθιῶν,
Μὲ προφύλαγαν ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς, ἦταν φῶτα νυχτερινά. Κατάλαβα
Πῶς μου ἀπόστρεφε τὸ πρόσωπο ἀπ’ τοῦ θανάτου τὴ σαγηνευτικὴ μορφή,
Ὁλόχρυσου στὸν ἥλιο τῆς ἐρήμου, ποὺ τραγούδαγε «Ὅποιες λέξεις
Ζητᾷς, τὶς ἔχω». Μὲ γλίτωσε ἀπὸ τὸ ἴδιο μου τὸ χέρι
Καὶ τοὺς πέντε δολοφόνους ποὺ τοὺς τρόμαξε ἡ ἐξέδρα.
Ὅλης μου τῆς ζωῆς ἡ εὐγνωμοσύνη δὲν τὸν ὠφελεῖ. Ποῦ ἦταν
Τόσο εὐτυχισμένος μὲ ὀρχῆστρες χοροῦ, μπέιζ-μπὸλ καὶ μπύρα,
Μιλοῦσε περὶ ἔρωτος γιὰ νὰ φαίνεται εὐγενής. Μὰ τὸ ἀγόρι-στρατιώτης
Μεγαλώνει, ἀκολουθεῖ τὴ θέα στὰ δάση τοῦ συρματοπλέγματος
Ποῦ τοῦ πουλάει μυστικὰ γιὰ τὸ ἐκτελεστικὸ ἀπόσπασμα. Ὁ ψηλὸς
Αὐτὸς νέος, ὁ ξανθὸς αὐτὸς νέος, τὸ καμάρι τῆς μάνας του,
Πρέπει αὐτὴν νὰ σκοτώσει πρῶτα κι ὕστερά το γονιό του. Ἔφιππος
Θὰ τρέξει στὴν κορυφὴ τοῦ λόφου ὅπου πέθαναν τρεῖς λῃστές.
Οἱ πόρνες τῆς ὁδοῦ Γουόρντορ, τοῦ Σόχο οἱ πόρνες:
«Τὴ φωτιά σου, χρυσό μου». Ὅμως ἐγὼ δὲν ἔχω σπίρτα.
Τώρα ὁ ἀπαρηγόρητος χρόνος τυλίγεται μέσα στὸ ἡμίφως,
Ἔξω καίγεται μόνο το ψυχρὸ φασματικὸ ρόδο.
Μέσα, οἱ λάμπες ἄναψαν. Ἂν προσεχα ὅλες τὶς νύχτες
Τοῦ φθινοπώρου, δὲ θὰ ’βλεπα κανένα φάντασμα. Ὁ φίλος μου
Ὁ κλεφτράκος σούφρωσε τὸν κόσμο. Κληρονόμοι ποὺ κινδυνεῦτε,
Σεῖς τῆς ἰσάξιας θλίψης, χαρίστε τοῦ τὶς προσευχές σας.
ΕΝΤΕΥΚΤΗΡΙΟ 3, ΙΟΥΝΙΟΣ 1988, σελ. 74-75