ΚΥΡΙΑΚΟΣ  ΣΥΦΙΛΤΖΟΓΛΟΥ, “Στο
σπίτι του κρεμασμένου”,

εκδόσεις “Θράκα”, 2015

Η βιογραφία των “επώνυμων” 
και διάσημων ανθρώπων πάντα απασχολούσε τους υπόλοιπους. Είτε με μια
αδιάκριτη περιέργεια, είτε με την αίσθηση ότι η γνώση λεπτομερειών του βίου θα
συμπλήρωνε το παζλ της εικόνας, πιστεύοντας ότι έτσι θα εισχωρήσουμε στα άδυτα
της ψυχής τους, και ότι πιο βαθιά και ουσιαστικά θα κατανοήσουμε το έργο τους.
Πιθανώς να συμβαίνει, αλλά δεν γίνεται να βασιστούμε απόλυτα σε τέτοιες
πληροφορίες που ενίοτε ακυρώνουν ολοκληρωτικά και άδικα το δημιούργημα. Κάπως
έτσι έχουμε να συνοδεύουν τα τυπωμένα έργα (λογοτεχνία, φιλοσοφία, πίνακες
ζωγραφικής, φωτογραφίες) και τα λοιπά δημιουργήματα των ανθρώπων της τέχνης και
της (ας το πώ έτσι συμβατικά) φιλοσοφίας, οι επιστολογραφία τους, τα ημερολόγιά
τους (συνήθως σε μετα θάνατον έκδοση), αλλά και ασήμαντες, ουσιώδεις ή όχι
λεπτομέρειες από τον προσωπικό τους βίο. Γιατί, για παράδειγμα, να ασχολούμεθα
και με τον έρωτα του Νίτσε που ήτο και έρωτας του Βάγκνερ, και να υποστηρίζουμε
(ίσως και αναληθώς) ότι αυτή η ερωτική διαφορά και ρήξη της φιλίας να συντέλεσε
(εκτός των άλλων) στο να γαρφεί το “Νίτσε εναντίον Βάγκνερ”. Τα παραδείγματα
είναι άπειρα. Όπως συχνά συμβαίνει το να γνωρίζουμε δια ζώσης έναν άνθρωπο, το
έργο του οποίου εκτιμάμε, αλλά ο ίδιος ως καθημερινή φιγούρα να μας
απογοητεύει. Το 2004 ο ποιητής Χάρης Βλαβιανός θα μας δώσει μια εκτενή συλλογή
εξακοσίων εξήντα έξι (διαολεμένο black humor του ιδίου του Βλαβιανού)
πικάντικων πραγματικών περιστατικών υπό τον τίτλο “britannica” (που ειπώθηκαν ή
συνέβησαν) και αφορούσαν λογοτέχνες (κυρίως, αλλά όχι μόνο) όλης της υφηλίου
και ανεξαρτήτου χρονολογίας. Έτσι θα πληροφορηθούμε και θα γελάσουμε με μια
πλευρά των ανθρώπων έργα των οποίων θαυμάζουμε, κατανοώντας ότι ή επίπεδη σοβαροφάνεια
και η αστική ευγένεια δεν είναι αναγκαστικο (ως διαβατήριο) ίδιον των ανθρώπων
της τέχνης. [Ένα από τα πολλά και απολαυστικά επεισόδια που καταγράφονται στην
“britannica” είναι η ειρωνική απάντηση του Σολωμού ότι δεν γνωρίζει κανέναν
ποιητή Σούτσο, όταν ο δεύτερος με την ποιητική του ιδιότητα αιτούνταν να
γνωρίσει τον πρώτο.] Αντίθετα καλλιτεχνικές και προσωπικές εμμονές, μανίες,
κακεντρέχιες, συμπλεγματικές συμπεριφορές και ιοβόλες απόψεις περικυκλώνουν και
συμπληρώνουν την αλλοπρόσαλη εικόνα τους. Αυτά κι άλλα πολλά από τον απέρνατο
θόλο της πραγματικότητας. Ο Κυριάκος Συφιλτζόγλου στο βιβλίο του “Στο σπίτι του
κρεμασμένου” θα επιχειρήσει ένα αντίστροφο βήμα. Θα συνθέσει, δηλαδή,
φανταστικά μικροεπεισόδεια, θα εμπλέξει ανθρώπους που χρονικά και τοπογραφικά
δεν θα γινόταν να βρεθούν ποτέ μαζι, θα στείλει αποκόμματα επιστολών ο ίδιος σε
άλλους, με άλλα λόγια θα συνθέσει μια φανταστική “μεταμυθολογία” (συγχωρήστε
μου την φτιαχτή αυτή λέξη) των ανθρώπων – δημιουργών που (προφανώς) από λίγο ως
πολύ τον απασχόλησαν. Αντί λοιπόν να αποκαλύπτονται οι δημιουργοί μέσω
πραγματικών περιστατικών, καλούνται να ανταποκριθούν σαν μαριονέτες στη μελάνι
του συγγραφέα (αυτά τα πραγματικά ονόματα! Χάϊντεγκερ, Μπένζαμιν π.χ.) ως ήρωες
εγκλωβισμένοι σε μυθοπλαστικά περιστατικά. Δεν προτίθεται ο Συφιλτζόγλου να
εισχωρήσει με αυτό το λογοτεχνικό κόλπο στο ενδότερον του χαρακτήρα τους, λες
και είναι ένας ψυχαναλυτής. Τα κείμενα του Συφιλτζόγλου στο “σπίτι του
κρεμασμένου” δεν λειτουργούν ως “ντιβάνι”. Τα μικροπεριστατιά του βιβλίου
σκηνοθετούν ένα πεδίο “λογοτεχνικής” βολής. Εκεί ο Συφιλτζόγλου θα περιγελάσει
τους ήρωές του, θα τους χλευάσει, θα τους απευθυνθεί με αγάπη, με στοργή, θα
τους προστατέψει από τις φτηνές “λογοτεχνικές φήμες” που εν είδει θαυμασμού
τους περιβάλλουν και πολλά άλλα που θα τα διαπιστώσετε εντός του κειμένου Εν
τέλει και ως εκ τούτου του σκηνοθετημέτου πυροβολισμού ο συγγραφέας αντί να
αναρρωτηθεί [προς πιθανό παραδειγματισμό] για το τι έπραξαν οι εκάστοτε ήρωές
του στην αληθνινή ζωή τους, θα αναρρωτηθεί για τον νόημα και την ουσία της
ίδιας της δημιουργίας αλλά και για την καθημερινή υπαρξιακή και πρακτική
συνέπεια (μέσα στο πολύπλοκο) του καθενός εξ’ ημών που επιθυμούμε να εγγραφούμε
ως πολίχνεις του παγκόσμιου χάρτη της τέχνης. Δεν είναι αναγκαίο αυτό το
παιχνιδιάρικο πείραμα του Συφιλτζόγλου να οδηγεί στα δικά μου συμπεράσματα.
Μπορεί ο συγγραφέας να μην είχε κάτι (οτιδήποτε) κατά νου, μπορεί απλώς να
ήθελε, όπως το πρώτο “σπάσιμο” στις μπάλες στο μπιλιάρδο να ανακατέψει τυχαία
μια τράπουλα προσώπων και συμβάντων και να αφήσει τον κάθε αναγνώστη να βγάλει
τα δικά του συμπεράσματα, να χτίσει τις δικές του σκέψεις. Μια εξ’ αυτών είναι
και το κείμενο που διαβάζετε τώρα. Η γραφή του Συφιλτζόγλου, όπως πάντα,
υπαινικτική, ονειρική, σαρκαστική, μα πάντα με συνέπεια ρυθμού και εκπάγλου
γλωσσικής λάξευσης, απλώνει το σεντόνι των “μικρού μήκους” αφηγήσεών του στο
χαρτί έτσι ώστε γρατζουνιά καμία να μην πονέσει τα μάτια του αναγνώστη, αλλά να
εισβάλλει στη σκέψη του καθενός ως σκλήθρα (ανα)στοχαστικού φωτός.