ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ-ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ-ΡΙΖΕΣ

της Μαρίκας Συμεωνίδου

Ο καθρέφτης είναι μνήμη. Βλέπεις εκείνo το κοριτσάκι με τα μεγάλα παραπονιάρικα μάτια, αυτά που έχουν όλοι οι πρόσφυγες, από την Πόλη, τη Σμύρνη, από όπου κι αν φεύγουν. Ο καθρέφτης γίνεται κομμάτια, πολλές φορές, όπως οι πόθοι, όμως τα κορμιά του Αντονιόνι θέλουν να ξανακολλήσουν και η ιστορία του κάτοπτρου αρχίζει. Οι καθρέφτες είναι σαρκοφάγοι, ζωγραφίζουν πολύ μακριά μαλλιά, ριγμένα στην πλάτη για να αρέσουν στον θάνατο και ενώ η ορχήστρα παίζει γεωμετρικά σχήματα, πράξεις που δεν έγιναν, επαναστάσεις που σταμάτησαν, μεγεθύνει το φτερούγισμα, το φως, το καλοκαίρι. Ποιος κρυμμένος θησαυρός θα ανατρέψει τον κόσμο; Τα χρόνια, η ηλικία σαν τις τούρτες των γενεθλίων φωτογραφίζουν ότι είσαι από την αρχή χαμένος. Δανειζόμαστε ζωή χωρίς να την ανατρέπουμε• όλα τ’ άλλα χρήμα και τιμές είναι περιττές προσεγγίσεις που οδηγούν αργά ή γρήγορα σε αδιέξοδο. Aπρόβλεπτο το αποτέλεσμα όταν συναντιούνται οι ενοχές με τις εμμονές κι όλα αυτά τα βλέπεις μέσα στις οικογενειακές φωτογραφίες. Ένας ανατολίτης Κουμουνιστής Πατέρας που είχε τον Αύγουστο μέσα του, αλλά «Γκελ μπουρντά» έλεγε, κι εγώ ήθελα να ξεφύγω. Ατέλειωτα ταξίδια οι φωτογραφίες νεκρών αγαπημένων, ταξίδια χαμένης ζωής. Ο σβέρκος του πατέρα σου, η ρίζα του δέντρου, η βρύση, αυτός που πάντα θα μαρτυρά τις ελπίδες τού ότι εσύ θα σώσεις τον κόσμο. Aπώλεια αδελφού, φίλου, σαν το βάζο που δεν έχει λουλούδια. Στη βιτρίνα του νεκροταφείου το πορτραίτο του πατέρα σου θα θυμίζει την ιστορία που σου έλεγε στην αγκαλιά του για να σε νανουρίσει. Σου μιλούσε πάντα σοβαρά, σαν σε μεγάλο άνθρωπο, για τα προβλήματά του κι όλα αυτά που καίνε οι ακτίνες. Το μεράκι σε ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι σε καίει να το πειράζεις, αυτό είναι το χιούμορ, να τραγουδάς αυτά που έχεις μέσα σου. Όταν κοιτάς το φεγγάρι, με ή χωρίς άντρα, είσαι κι εσύ απ’ αυτούς που είναι έξω από τη μάντρα. Άκουγα, χρόνια, τον δικό σου μονόλογο, πατέρα, και θα τον κουβαλάω μέχρι να περάσω απέναντι. Το μονοπάτι του θανάτου σε οδηγεί στη ζωή γι’ αυτό δεν τη σπαταλάς. Ανάσκελα στη ρίζα του δέντρου ζεσταίνεις το σώμα και κρατάς αυτούς που πέρασαν μια στιγμή και σε σημάδεψαν για να γίνεσαι καλύτερος. Υπάρχουν μέσα μου, το κορίτσι, η αγκαλιά σου, το πρωί που κόπηκε το στήθος μου. Σιωπή… τι να πω; Ό,τι και να πω μυρίζει αμαρτία. Σιωπή στην τζαζ. Βάλε όποια νότα θες. Γεμίζω. Σιωπή, μέχρι να σε φέρω στη δική μου σιωπή, επιτυχία συγγραφική. Άναρχη σιωπή, έπρεπε να περιμένει ο χρόνος, ο λόγος, ο έρωτας για να ’ρθει η αλήθεια, η ηδονή, η αγάπη. Αυτή η μανία να μην μπορείς να πεις πολλά, να κόβεσαι κι αυτό να σε φωτίζει. To «γιατί» δεν υπάρχει. Υπάρχει μόνο ο ήλιος και το φεγγάρι, πάντα δίπλα. Σκισμένα χαρτιά από τα χέρια που αγαπώ πιο πολύ και πρέπει να γράψω για όλα αυτά που με κρατούν εδώ. Όταν η αγάπη είναι κοντά, τραγουδά το μελάνι, η καρδιά μου μεστώνει και ο κύκνος πετά. Μοιάζω να μένω ασάλευτη, όμως περιστρέφομαι γύρω σου όπως το στήθος μου στη χούφτα σου, όπως η γλώσσα μου όταν λογχίζει τη δικιά σου, όπως όταν προσπαθείς να εισδύσεις βαθύτερα μέσα μου, όπως όταν στρέφομαι στο θάνατο ή στον έρωτα. Το δειλινό δαγκώνω ένα ξινόμηλο, κι ενώ έχει άλλο χρώμα, τη λίμνη μου τη βάφει πορφυρή όπως το πάθος μιας στιγμής. Κατέληξα, ο φόβος και η ηδονή αρχή και τέλος! Τι βαρετά που είναι η δόξα, το χρήμα, η σοφία… «Κράτησε το και προχώρα», αυτό μου είπες. Νομίζεις πως πλάθεις μύθους. Απλά επιχρωματίζεις ειπωμένα μιας ζωής που δεν στοχεύει στην προσποίηση, αλλά στην ποίηση, στο ρίγος της απόλαυσης με ή χωρίς δεξιότητα. Βολιδοσκοπείς, ψυχή μου, αλλά δεν θα μπορέσεις ν’ απαντήσεις στις ερωτήσεις πάσης υποψίας. Πώς αντέχεις την πραγματικότητα; Πώς πολεμάς να μην αφομοιωθείς; Κάνω τις προεκτάσεις μου, θυμάμαι το χέρι μου στο χέρι σου και στέλνω διακοπές τα όνειρα μου. Κάποτε αγάπησα αυτόν που μου είπε «εσύ θα αποφασίσεις τι θα είσαι στη ζωή μου». Μετά είδα οφθαλμαπάτη. Πέρασε χρόνος, είπα, υπεραγορές ονείρων ή σκόνη όλοι και όλα. Αυτή η έκσταση, αυτή η λήθη της ζωής κυριεύει τον καλλιτέχνη, μήτρα του χρόνου. Ό,τι έχει χαθεί μας κάνει ελεύθερους. Μόνο οι Φαρισαίοι στοιχειώνονται, γιατί αποφεύγουν έντεχνα τον εαυτό τους. Δεν διαλέγει ο άνθρωπος. Όσο χορεύει το πνεύμα, δίνεις παράταση στη ζωή και νόημα μόνο όταν συναντάς τον εαυτό σου. Ο εαυτός μας, αυτός ο ξένος, όπως λέει και ο καθρέφτης. Τις εκφράσεις που καταλαβαίνεις μέσα από τις ρυτίδες. Προτιμώ το κλάδεμα από το λουστράρισμα, προτιμώ την προσμονή από τον προορισμό, προτιμώ την οικειότητα της νοσταλγίας από τον απολογισμό. Οι αληθινοί ήρωες, λέει ο καθρέφτης, δεν κερδίζουν τίποτα παρά μόνο αυτά που αισθάνονται. Το μόνο χρυσάφι. Διατυμπανίζουμε, εξουσιοδοτούμε. Μια ζωή εντολοδόχοι και πρέπει να διαλέξεις ανάμεσα στον αριθμό. Μου αρέσει να εισχωρώ στον απέναντι, κάτι σαν καθρέφτης, κάτι σαν εραστής και να παίρνω την πραγματικότητα από πεθαμένη-ζωντανή και να συνεχίζω κατά λάθος. Ένας καθρέφτης μέσα σ’ έναν άλλον, σωλήνες που μου δείχνουν το πριν, το τώρα, το μετά και ξανά με ροκανίζουν. Πώς γίνεται να λάμπει στα δυο μου χέρια συνεχώς το δικό σου;