ΓΙΩΡΓΟΣ
ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ, “ΘΟΔΩΡΟΣ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ, με γυμνή φωνή”, εκδόσεις “ΠΑΤΑΚΗ”, 2013

Συνηθίζουμε,
αν και μακάβριο, να δίνουμε ξεχωριστή αξία στην στιγμή του θανάτου ενός
προσώπου, αν αυτος επέρχεται την ώρα που ο θανών έκανε αυτό για το οποίο είχε
τάξει τον εαυτό του στη ζωή. Η ιστορία στάθηκε “θανατηφόρα γενναιόδωρη” στον
πολύ σημαντικό (παγκοσμίως) σκηνοθέτη Θόδωρο Αγγελόπουλο, ο οποίος πέθανε
ξαφνικά από τραγικό δυστύχημα (ίσως και κωλυσιεργεία του κρατικού μηχανισμού)
στην διάρκεια των γυρισμάτων της τελευταίας του ταινίας στην ηλικία των 77
ετών. Ο Αγγελόπουλος ήταν ένας κινηματογραφιστής της ιστορίας, όχι όμως
ιστορικός. Όπως ο ίδιος αναφέρει : “βλέπω το παρελθόν και το παρόν μέσα από
τους απλούς ανθρώπους που δεν είναι υποκείμενα της Ιστορίας. Εκεί υπάρχει το
τραγικό στοιχείο”. Με το ποιητικό του βλέμμα σφράγισε μια γενιά που, όπως πάντα
αναφέρει ο ίδιος, πίστεψε ότι μπορούσε να αλλάξει (με το στοίχημα του
σοσιαλισμού) τον κόσμο, αλλά απογοητεύθηκε οικτρά. Όμως μας λέει : “ είναι
σημαντικό να ψάξουμε ένα αλλού, μια ουτοπία. Πάντα πίστευα ότι ο κόσμος προχωρά
ή προχωρούσε με μικρές ή μεγάλες ουτοπίες”. Ο κινηματογράφος (κατά συνέπεια η
τέχνη) για τον Αγγελόπουλο δεν έχει “ρόλο” (ίσως εις πείσμα εκείνων που
επιθυμούν τον σχεδόν “πολιτικό” ρόλο των ανθρώπων της τέχνης), αλλά είναι ένα
μέσο έκφρασης που διαμορφώνει ένα βλέμμα, μια δυνατότητα. “Κάνω”, αναφέρει,
“ταινίες για να επικοινωνήσω με τους άλλους. Δεν έχει σημασία αν θα είναι πάρα
πολλοί, γιατί καμιά φορά η επικοινωνία με πολλές χιλιάδες ανθρώπους είναι
επίπεδη, κενή, εύκολη”. Αυτό εις απάντηση των επιθυμούντων την μεγαλύτερη
δυνατή αναγνωρισημότητα μέσω καλλιτεχνικών δραστηριοτήτων (κατ εμέ χόμπι κάνουν
οι προαναφερθέντες ιταμοί και προσβολή αποτελούν). Κάπου εδω θα σταματήσει αυτό
το κείμενο με την προτροπή να διαβάσετε τις απολαυστικές συνεντεύξεις (που
περιέχονται στο βιβλίο που με το παρόν σημείωμα παρουσιάζεται) αυτού του τόσο
σημαντικού κινηματογραφιστή, που πολλάκις 
πολεμήθηκε και λοιδορήθηκε από τους ομοεθνείς του (λάτρεις της καθ’ ημάς
ανατολής) που κυρίως επιθυμούν την ελληνική τέχνη μίζερη, έτσι ώστε στους
τυφλούς να βασιλεύει ο μονόφθαλμος.