JEAN MORÉAS
ἀπὸ τὰς «Stances»
I
Τὴ νύχτα μὲ τὸν ἄνεμο, ψηλὰ στὸν ἔρμο βράχο
Σὰν ἔρθω νὰ σταθῶ,
Καὶ τῆς καρδιᾶς μου, ἀκούγοντας τριγύρω ἐσὲ μονάχο,
Τὸν ἦχο πειὰ δὲν θὰ γροικῶ.
Ἃς μὴ φτάση, Ὠκεανέ, μονάχα νὰ τινάξης
Στὴν ὄψι μου λίγον ἀφρό,
Μ’ ἕνα σου κῦμα ὁρμητικόν, ὢ ἔλα νὰ μ’ ἁρπάξης,
Στὴν πίκρα σου νὰ κοιμηθῶ.
ΙΙ
Ὡραῖο, ποὺ τὶς ἡμέρες σου κλωσμένες ἔχει ἡ μοῖρα,
Τῆς λύρας καὶ τῆς Κύπριδος φροντίδα, ὢ ρόδο ἐσύ,
Μιᾶς εὐωδίας στὸ ἄπειρον θὰ χύσης τὴν πλημμύρα,
Ὅταν θ’ ἀνοίξης, στόλισμα τοῦ κήπου, μίαν αὐγή.
Κ’ ἐπειδὴ τέλος ἡ ἄνοιξις θὰ φύγη μίαν ἡμέρα,
Στὰ μαλακά σου πέταλα ἡ χλωμάδα ὡς ἁπλωθῆ,
Γέρνοντας τὴν καρδοῦλα σου στὴν μπόρα, στὸν ἀγέρα,
Θὲ νὰ δεχθῆς τὸν θάνατον, ὢ ἄνθος, μὲ ἡδονή.
ΙΙΙ
Οἴμοι! ὀλιγόπιστε ἄνθρωπε, καρδιὰ πολὺ ἀνθρώπινη,
Ποῦ ἔχεις τὰ μάτι σ’ ἕνα φῶς ὀργιαστικὸ λουσμένα,
Δὲν θὰ γνωρίσης, ἡ σκιὰ ποὺ αὐτὸς ὁ δρόμος χύνει
Μὲ τὸ πυκνό του φύλλωμα, πὼς μὲ φωτίζει ἐμένα!
Μτφρ: Γ. Μαύτα.