Το επίθετο ‘λιλιπούτειος’ – ‘λιλιπούτεια’ -‘λιλιπούτειο’
προέρχεται από το Liliput, τη φανταστική χώρα με τους μικροσκοπικούς κατοίκους,
μόλις έξι ιντσών, από το μυθιστόρημα Gulliver΄s Travels του Swift. Το επίθετο
αναφέρεται σε αυτόν που είναι πολύ μικρός στο σώμα, στις διαστάσεις, τον
νανοειδή, τον μικροσκοπικό.

Η επιλογή της λέξης ως τίτλος στην ποιητική συλλογή του Ηλία
Κεφάλα προφανώς οφείλεται -και είναι ορατό με την πρώτη ματιά- στην μικρή
έκταση των 71 ολιγόστιχων ποιημάτων που περιλαμβάνει η συλλογή. Ταυτόχρονα η
συγκεκριμένη επιλογή υποδηλώνει και κάτι άλλο:

Είναι γνωστό ότι εδώ και πολλά χρόνια ο Ηλίας Κεφάλας ζει στο
χωριό Μέλιγος Τρικάλων. Στο πρόσφατο αυτοβιογραφικό βιβλίο “Τρίκαλα 1951-1969,
Η πόλη που γεννήθηκα” (1) αναφερόμενος στο μικρό χωριό του το
αποκαλεί “λιλιπούτειο”. Έτσι μας επιτρέπει να συνδέσουμε τον τίτλο της
ποιητικής του συλλογής όχι μόνο με την ολιγόστιχη έκταση των ποιημάτων αλλά και
με τ
oν γεωγραφικό εντοπισμό της
ποιητικής του αφόρμησης. 

Ως μότο της ποιητικής συλλογής ο Ηλίας Κεφάλας επιλέγει τα λόγια
του Κινέζου φιλόσοφου Τσουάγκ Τσέου: “Οι λέξεις χρειάζονται για να πιάνεις
τις ιδέες. Όταν όμως έχεις πιάσει τις ιδέες, δεν χρειάζονται οι λέξεις”.
 Πρόκειται για ένα σημαντικό ερμηνευτικό
συγκείμενο (2). Ο Τσουάγκ Τσέου, ταοϊστής στοχαστής του 4ου αιώνα, διδάσκει τη
συγχρονική σύλληψη των αντιθέτων, αυτά που, αν και αντίθετα, αναβλύζουν από την
ίδια μήτρα, την μήτρα του συμπαντικού γίγνεσθαι. Επομένως η αλήθεια πρέπει να
αναζητηθεί στη δημιουργική πράξη που εστιάζει στον ρυθμό των αντιθέτων. Ο
δημιουργός λοιπόν -ο ποιητής- ζώντας ανάμεσα στα αντίθετα διακυβεύει μόνιμα την
ταυτότητά του (3). Το μότο μας δείχνει το ντάο, το δρόμο στα
κινέζικα, δηλαδή τη διαλεκτική ατραπό της ποιητικής του Ηλία Κεφάλα. Με
δεδομένο δε ότι αντίστοιχους στοχασμούς του Τσουάγκ Τσέου χρησιμοποίησε ο Λακάν
μπορούμε να πούμε ότι βρισκόμαστε στο έδαφος όπου δοκιμάζεται το ποιητικό
υποκείμενο με τη φύση και τη φύση της γλώσσας του.(4)

Ας επικεντρωθούμε στα τρία στοιχεία που συνδέονται άμεσα με
την ποιητική του Ηλία Κεφάλα κι ας προσπαθήσουμε να απαντήσουμε σε τρία
αντίστοιχα ζητήματα: α) τι συνεπάγεται το ολιγόστιχο για την ποίηση του Κεφάλα,
β) τι σημαίνει η σύνδεση της ποιητικής μικρογραφίας με τον συγκεκριμένο
γενέθλιο τόπο γ) τι συνεπάγεται η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τη
φύση/πραγματικότητα και τη φύση της ποιητικής γλώσσας του.

α) Τι συνεπάγεται το ολιγόστιχο για την ποίηση του Κεφάλα;

Κατά τον Alain Montandon “η σύντομη μορφή δεν είναι ζήτημα έκτασης, αλλά αφορά μια
συγκεκριμένη ρητορική, υφολογία και ποιητική”(5).

Η σύντομη ποιητική μορφή υποχρεώνει τον δημιουργό της:

α) να αποκλείσει την χρήση της ποιητικής αφήγησης (η οποία λόγω
της φύσης της απαιτεί μεγαλύτερη έκταση για να αναπτυχθεί),

β) να υιοθετήσει λόγο συμπυκνωμένο και αφαιρετικό,

γ) να χρησιμοποιήσει ηθελημένα ως ποιητικό τρόπο την
αποσπασματικότητα γιατί τα ενδιάμεσα «κενά» είναι πλήρη από σημασίες και
κατά κάποιο τρόπο αποτελούν την «σκοτεινή ύλη» που ολοκληρώνει τους
σημασιολογικών τόπους των κειμένων (τα φραγκμέντα των αρχαίων λυρικών μας
δείχνουν ακριβώς αυτή τη διαδικασία της σύγχρονης πρόσληψης και της ανάδειξης
του λυρικού αποσπάσματος ως αυτόνομου ποιήματος).

Ενδεικτικά το μονόστιχο ποίημα “Μονόβολο”:

Νεκροί είπε. Οι πιο εχέμυθοι. (“Μονόβολο”
σελ. 56)

δ) να δημιουργήσει πυκνότητα συμβολισμών, πυκνότητα
εικόνων με λογής συμφυρμούς,

ε) να χρησιμοποιήσει ευρέως τη μεταφορά και τη μετωνυμία

στ) να αναζητήσει «Άφωνες λέξεις στην ύψιστη σαφήνειά
τους
» (6), και τέλος

ζ) να υιοθετήσει ως δημιουργική θέση τον “καθαρό” λυρισμό.

Το τελευταίο αφορά την ελευθερία του ποιητικού “εγώ” το οποίο
δίνει την εντύπωση ότι προσπερνά τους ακροατές του ποιήματος και μιλά σαν να
απευθύνεται στον εαυτό του. Ο λυρικός μιλά σε ένα επικοινωνιακό κενό κι αυτό
τον διευκολύνει να αποκαλύψει το υποκειμενικό του βίωμα και τις εντελώς μύχιες
σκέψεις του. Βέβαια εύκολα κάποιος λυρικός ποιητής μπορεί να ξεπέσει σε λόγο
πληθωρικό και να υπονομεύσει την αυθεντικότητα της εμπειρίας και του
συναισθήματος. Όσο κι αν η ολιγόστιχη φόρμα υψώνει μόνη της ένα ανάχωμα,
ταυτόχρονα απαιτεί περισσή μαστοριά στη χρήση του λόγου και της ποιητικής των
εικόνων: εικόνες που λειτουργούν κυριολεκτικά και γνωστοποιούν ή υποσημαίνουν
πράγματα και καταστάσεις άμεσα αντιληπτές από τις αισθήσεις, εικόνες μεταφορικές
που παίζουν με τις αναπάντεχες αναλογίες των πραγμάτων και των καταστάσεων και
εικόνες που σχετίζονται με την “συμβολική όραση” του ποιητή και σημαίνουν αυτό
που “βλέπει” μόνο ο ποιητής ως όντως υπαρκτό (7). Πάντως εικόνες που πρέπει να
είναι μετουσιωμένες σε λόγο καίριο και “αυθεντικό”.

Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι η έκταση δεν είναι
ένα επιφανειακό και κριτικά αμελητέο χαρακτηριστικό των ποιητικών
κειμένων.

Στην περίπτωση των “Λιλιπούτειων” του Ηλία Κεφάλα, εκτός όσων
αναφέρθηκαν, πρέπει να επισημανθούν και τα εξής τρία επιπλέον στοιχεία:

1) Η επιλογή της ολιγόστιχης φόρμας διευκολύνει την
ιδιωτική αναδίπλωση· συγκεκριμένα διευκολύνει τον ποιητή να ανιχνεύσει κυρίως
το εσωτερικό του τοπίο, εκεί όπου αντικρίζει τη φύση και τα αντικείμενα και
πλέον τα επενδύει με φορτίο ψυχικό, εκεί πλέον κυριαρχεί η επιθυμία και το
όνειρο που χρωματίζει τις εικόνες. Γιαυτό και πολλά κείμενα της συλλογής δίνουν
την αίσθηση ότι προέρχονται από συναισθήματα σαν εκείνα που γεννιούνται από
σταματημένα στη μέση όνειρα.

Ακίνητος φυγαδεύομαι

Κάτω από διάφανα φυλλώματα-

Τι πλανερή ψευδαίσθηση

Ω ρυάκι – άτακτο παιδί

Κλέβεις αδιάκοπα τις σκέψεις μου

Επιφορτίζοντας με θλίψη

Ένα ποταμό (“Διάχυση” σελ.26).

Ή το ποίημα

Η κλαίουσα κρέμασε τα μαλλιά της

Ως τη γη

Λες και ψάχνει

Τον νεκρό πατέρα μου

Πατέρα και για εκείνη. (“Η κλαίουσα Ιτιά” σελ 102)

2) Στην ποίηση του Ηλία Κεφάλα η συντομία και η
αποσπασματικότητα λειτουργούν ως στοιχεία που προκαλούν κλίμα αβεβαιότητας – ο
αναγνώστης νιώθει πίσω από τους στίχους του σα να υπάρχει κάποιο επικίνδυνο
μυστικό, σαν να υπάρχει κάποιος μη διατυπωμένος ακόμη κίνδυνος ή σα να
υφίσταται κάποια άρρητη απαγόρευση. Ο ποιητής μιλά σαν μύστης σχεδόν κρυπτικά.

Το βουνό υψώνεται πλησιόχωρο

Τάχα προέκταση της σκέψης μου

Που θέλει ν’ ανεβαίνει

Απ’ τα φαράγγια του ακούγονται

Οι πνιχτές κραυγές των θηραμάτων

Κανένα αίνιγμα δεν μένει άλυτο (
“Αινίγματα” σελ 74).

Ή το ποίημα

Ήταν το απέραντο σιωπηλό χωράφι

Με αγριολούλουδα που είχαν αντιγράψει

Όλες τις σκέψεις μου

Μια κότα πέρασε κακαρίζοντας

Κυνηγημένη από κάτι αόρατο

Και τότε ξαφνικά θυμήθηκα (“Το αόρατο”
σελ 86)

3) Καθώς η συντομία και η αποσπασματικότητα δημιουργούν
ατμόσφαιρα μυστηρίου (> μύω), ο αναγνώστης νιώθει να γίνεται συνένοχος σε
ένα μη διατυπωμένο μυστικό και μετατρέπει την ανάγνωση σε κυνήγι της υποψίας,
της αμφισημίας, της ανοιχτής ερμηνείας.

Μαυροφόρα νύχτα-

Θολό τέναγος-

Ισχυρή μνήμη-

Συνάντησα το ίδιο βάθος

Και το ίδιο σκοτάδι

Μέσα στα μάτια σου (“Σκοτάδια”σελ 52)

β) Τι σημαίνει η σταθερή σύνδεση της ποιητικής μικρογραφίας με
τον συγκεκριμένο γενέθλιο τόπο ή ορθότερα με τη φύση του γενέθλιου χώρου;

Αφετηρία των
ποιημάτων λιγότερο ή περισσότερο εμφανώς είναι ο οικείος χώρος του χωριού του,
ο κόσμος και η φύση στο Μέλιγο (8). Όμως η γενέθλια φύση δεν προσλαμβάνεται
απλώς όπως στην πάγια ρομαντική αντίληψη ως μια “ζωντανή”, μία έμψυχη ύπαρξη
εντός της οποίας τα ζώα τα πουλιά, τα φυτά, οι πέτρες, το χώμα, τα αστέρια
είναι ενεργά πλάσματα του σύμπαντος (9). Είναι περισσότερο ο χώρος όπου η
παρουσία του ποιητή διά του λόγου του, ανατρέπει τις παγιωμένες σχέσεις των
πραγμάτων, καταλύει τη φυσική τάξη και εγκαθιδρύει μια νέα
υπερπραγματικότητα· με απροσδόκητες συνάψεις και τολμηρές συνάφειες
αποκαλύπτει τα άρρητα ή τα μη διατυπωμένα μυστικά του φυσικού και του ψυχικού
κόσμου του.

Καπνίζουν οι νεκροί;

Αναμφιβόλως

Να και η καύτρα του τσιγάρου τους:

Οι αναμμένες μαργαρίτες ( “Ερώτημα” σελ. 104)

Ο Ελύτης το 1944 στο “Τέχνη-Τύχη -Τόλμη” έγραφε πως “πίσω από τη
ρήση: υπάρχει ένα σημείο του πνεύματος όπου όλες οι αντιθέσεις συμφιλιώνονται,
κρύβεται η πίστη στην υπερπραγματικότητα και μες απ’ αυτή, στην πολυπόθητη
ενότητα των πάντων” (10). Η ενότητα των πάντων γίνεται έτσι το
μυθολογικό υπόστρωμα της συλλογής, το φιλοσοφικό της έρεισμα. Εξ ου και η συχνή
διδακτική τάση πολλών ποιημάτων της συλλογής.

Ο Ζαν Μποντριγιάρ μας έδειξε ακολουθώντας τη μεγάλη γαλλική
παράδοση της σχέσης λογοτεχνίας και φιλοσοφίας ότι “τα συστήματα της σημασίας
και του νοήματος μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνο μέσω των αλληλοσυσχετισμών
τους, δηλαδή αυτών που με μία λέξη μπορούμε να ονομάσουμε υπερπραγματικότητα.
Έτσι, το κάθε νόημα δεν μπορεί παρά να είναι αυτοαναφορικό. Κατανοούμε επομένως
τον κόσμο όχι μέσω των συστημάτων της δύναμης ή των όποιων ορθολογικών σχημάτων
αλλά της γοητείας που ασκούν τα αντικείμενα πάνω μας” (11). Και τα “Λιλιπούτεια”
είναι ακριβώς αυτό: αυτοαναφορικό νόημα που αφορά τη γοητεία των πραγμάτων πάνω
στα όνειρα του ποιητή (και του αναγνώστη).

Εγώ

Και από την πέρα μεριά

Το κοτσύφι

Τι πολλοί (“Κόσμος” σελ. 142).

Η γοητεία που περνάει στο όνειρο και το μεταμορφώνει, (ή το
όνειρο που περνάει στο λόγο και τον μεταλλάσσει γοητευτικά) βασίζεται στην
τεχνική της “εισβολής του ανοίκειου”. Σε μια εικόνα ή μια κατάσταση ορθολογική
και κοινά αναγνωρίσιμη εισβάλλει μέσω του λόγου το “ανοίκειο” (12), η παράξενη
μικρή λεπτομέρεια που τορπιλίζει την ασφάλεια της κυριολεξίας και της λογικής
συνάφειας, και ανατινάζει με τρόπο αποκαλυπτικό τη βεβαιότητα της συνείδησης.
Το “ανοίκειο” αίφνης μεταμορφώνει το χώρο, αλλάζει τη σημασία των πραγμάτων,
διαταράσσει το γραμμικό χρόνο, διαλύει την αντικειμενική πραγματικότητα,
αλλάζει τη φυσική ή λογική θέση των γνώριμων πραγμάτων, αλλοιώνει τη χρήση τους
και μας αναγκάζει να επανανοηματοδοτήσουμε τα στοιχεία της. 

Πασχίζω γράφοντας

Πέρα μακριά φεγγοβολούν ηλιαχτίδες

Στις τέσσερις κηδεύεται ο γείτονας

Θα του βάλουν άραγες μαζί του την τραγιάσκα

Αφήνοντας εκκωφαντικά άδειο

Το καρφί στον τοίχο; (“Τραγιάσκα”, σελ. 42)

Η ποιητική γραφή του Ηλία Κεφάλα λειτουργώντας ανατρεπτικά μέσα
στην ίδια τη γλώσσα και μέσω της γλώσσας προκαλεί “ρήξεις” και εκεί πλέον που
“τα λόγια δεν αρκούν” μεταμορφώνει τις συνήθεις εικόνες σε νέες εικόνες
απροσδόκητες, αιφνίδιες, παράδοξες. Με τον τρόπο της απόκλισης από τη φυσική
τάξη ο Ηλίας Κεφάλας πετυχαίνει να μπει σε αναστοχασμό για τον κόσμο του και
μέσα από τη γλώσσα και τη γραφή μεταβαίνει από την εξωτερική πραγματικότητα σε
ένα εσωτερικό τοπίο στο οποίο προσκαλεί και τον αναγνώστη. Ουσιαστικά ο
ποιητικός λόγος του Ηλία Κεφάλα συνιστά μια “επίθεση” στον ίδιο τον κόσμο του.
Ενώ από τη μία αισθάνεται τον εαυτό του ως αναπόσπαστο μέρος της κοσμικής
ολότητας, την ίδια στιγμή με τη χρήση του ανοίκειου, της λεπτομέρειας που
ανατινάζει την σημασιολογική τάξη, του επιτίθεται και τον αναδιατάσσει.

Κοίτα να δεις

Από ολόκληρο ροδώνα

Ένα «μη με λησμόνει» μόνο

Σκαρφάλωσε στο ποίημά μου (“Έκπληξη”,
σελ. 144).

Έτσι τα πράγματα, τα στοιχεία του κόσμου και τα ερεθίσματα,
γίνονται αφετηρίες νέων σημασιών και το έξω με το μέσα τοπίο συνενώνεται σε ένα
νέο όλον.

Άνθρωπος γίδια και πρόβατα

Γίνονται όλα μαζί

Μια παλλόμενη κολλώδης μάζα

Επικρεμάμενη στην πλαγιά του βουνού

Σαν ένας πλαγιασμένος γίγαντας

Που κυλιέται απαλά

Και τρώει μόνο φως (“Πλαγιά”, σελ. 54)

γ) Τι συνεπάγεται η σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τη
φύση/πραγματικότητα και τη φύση της ποιητικής γλώσσας του;

Στα “Λιλιπούτεια” γίνεται
προσπάθεια να συνυπάρξουν δύο αντίθετοι κόσμοι. Ένας κόσμος απτός και ένας
κόσμος φευγαλέος, ένας συγκεκριμένος και ένας φανταστικός, ένας με δεδομένες
βεβαιότητες κι ένας αινιγματικός ή και παράλογος. Γι’ αυτό και οι ποιητικές
εικόνες και τα ποιητικά συμβάντα που περιέχονται στα “Λιλιπούτεια” μοιάζουν με
σπαράγματα ονείρων που δίνουν σήματα και ίχνη, παρά προβάλλουν λογικά και
ολοκληρωμένα νοήματα. Έτσι τα ποιήματα της συλλογής παραπέμπουν στην εγγενή
αδιαφάνεια των ονείρων. 

Σε μια συνέντευξη του Ηλία Κεφάλα στην Έφη Δούλη ο ποιητής είπε:
“Κάθε λόγος για την τέχνη είναι και μια ενίσχυση της ονειρικής θέασης της ζωής.
[…] Ο ονειρικός λοιπόν κόσμος είναι για μένα ένα μετείκασμα του πραγματικού
και μια ασυναίσθητη συνέχεια της παγιωμένης καθημερινότητας.”

Ο Κεφάλας έχει
επίγνωση ότι η θέση του ως ποιητή σχετίζεται με το όνειρο. Ο ποιητής όπως και
κάθε ποιητής είναι πρόσωπο “ελλειμματικό”. Οι ελλείψεις του δεν μπορούν να
ικανοποιηθούν από κανένα πραγματικό αντικείμενο. Πόσο μάλλον όταν επιθυμεί την
σύλληψη της “ολότητας”. Δεν έχει άλλο δρόμο λοιπόν παρά να καταφεύγει διαρκώς
στη γλώσσα. Εκεί, στους τόπους της γλώσσας, είναι δυνατόν να ικανοποιηθεί
μερικώς η επιθυμία γιατί λόγω της φύσης της γλώσσας το αντικείμενο της ανάγκης/ενόρμησης
μετατρέπεται πάντα σε ένα μετωνυμικό αντικείμενο της επιθυμίας. Χρησιμοποιώντας
τα εργαλεία της συμπύκνωσης, της μετάθεσης, της μεταφοράς και της μετωνυμίας ως
τεχνικές απόκρυψης και μεταμφίεσης, δηλαδή τα εργαλεία του ονείρου, ο ποιητής
μπορεί να περνά από το επίπεδο της πραγματικότητας στο επίπεδο όπου δικαιοδοσία
έχει η φαντασία και το όνειρο. Αυτό όμως το παιχνίδι των αντικατοπτρισμών,
επειδή συμβαίνει μέσω της γλώσσας δείχνει και συγχρόνως αποκρύπτει την
υποφώσκουσα πίεση της επιθυμίας. Τελικά η επιθυμία παραμένει ανικανοποίητη, η
έλλειψη υφίσταται εσαεί, και θα επανέρχεται διαρκώς και θα μετονομάζεται με
συμβολικά υποκατάστατα, όμως πάντοτε θα παραμένει λόγος.

Στην περίπτωση
του Ηλία Κεφάλα συμβαίνει και κάτι που περιέγραψε ο Lyotard : στα ποιήματά του “η πραγμάτωση της
επιθυμίας μέσω του λόγου ανάγεται όχι στο περιεχόμενο του ονείρου αλλά στην
ονειρική διαδικασία, στην πράξη του ονείρου και της φαντασίωσης, στο ξεδίπλωμα
της φαντασίας” (13) Έχει την επίγνωση ότι είναι αδύνατο να εκπληρώσει την επιθυμία,
έχει την επίγνωση ότι πάντα η ποιητική ενόρμηση θα τον ωθεί διά του λόγου να
επανακάμπτει στους τόπους του ποιήματος. Όμως δεν έχει άλλη διέξοδο. 

Έτσι η
ποιητική γραφή μετατρέπεται σε εργαλείο για “να αποσοβήσει τη σύγκρουση ανάμεσα
στο υποκείμενο και το αντικείμενο” (14). Επειδή ξέρει ότι με
την ποίηση υπηρετεί τις μετατοπίσεις της επιθυμίας του μέσα στην γλώσσα,
ελπίζει να βρει στο δημιουργημένο ποίημα «το ορατό προϊόν του εγώ» (15)
και να ξεπεράσει έτσι την αυταπάτη επανάκτησης της θρυμματισμένης ολότητας
και της διάκρισης ανάμεσα στο πραγματικό και τη φαντασία.

Απόδειξη της
επίγνωσης το παλιότερο ποίημα του Ηλία Κεφάλα “Η ποίηση σε γονατίζει και
αδιαφορεί”.

Το αν γυρίζω κατάμονος στους
λόφους

φταίει που είμαι ποιητής;

Αν αποφεύγω το πυκνό και θορυβώδες πλήθος

η ποίηση είναι μια αρκετή δικαιολογία;

Αν απουσιάζω από δεξιώσεις και συναθροίσεις

από αξιώματα και τιμές

αν στέκομαι μακριά από φιλοδοξίες

φταίει τάχα θανάσιμα η ποίηση που με ποδηγετεί;

Και αν πράγματι έτσι πάντα και σταθερά συμβαίνει

η ποίηση είναι εκείνη που με φυγαδεύει

στ’ απόμερα κι ερημικά σκοτάδια;

Η ποίηση – λέει μια φωνή – είναι μόνο μια αλήθεια

– ανυπεράσπιστη κι αυτή – σαν όλες τις αλήθειες.

Η ποίηση είναι μια αλήθεια

που αντιστρατεύεται όλες τις άλλες τις αλήθειες.

Μία φωνή που καταργεί όλες τις άλλες τις φωνές.

Η ποίηση τίποτα δεν δικαιολογεί

Η ποίηση είναι αυτή που όλα τα ανατρέπει

Και εξάπαντος τον εαυτό της πάνω απ’ όλα.

Τον ποιητή της θα σκεφτεί;

σημειώσεις

(1) Ηλίας
Κεφάλας, “Τρίκαλα 1951-1969, Η πόλη που γεννήθηκα”, εκδ. Γαβριηλίδης, Αθήνα
2014

(2) Αντίστοιχο
μότο του Τσουάγκ-Τσέου υπάρχει και στο “Βάραθρο” του Ε.Χ.Γονατά. Δεν είναι
προφανώς τυχαίο. Γιατί και ο Γονατάς και ο Κεφάλας είναι δημιουργοί που
διακονούν τη μικρή σε έκταση φόρμα, την ονειρική μικρογραφία, σε πρόζα ο ένας,
σε ποίηση ο άλλος.

(3) Σε
μια παραβολή ο Τσουάγκ-Τσέου λέει πως ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα και πως
ξυπνώντας διαπίστωσε έκπληκτος ότι είναι ο Τσουάγκ-Τσέου. Αναρωτιέται λοιπόν:
«Ποιος είμαι, λοιπόν, στην πραγματικότητα; Ο Τσουάγκ-Τσέου που ονειρεύεται πως
είναι πεταλούδα ή μια πεταλούδα που φαντάζεται πως είναι ο Τσουάγκ-Τσέου;»

(4) Την
παραβολή της πεταλούδας χρησιμοποιεί ο Λακάν για να φωτίσει την άποψή του ότι
«η θέση μας μέσα στο όνειρο είναι, τελικά, να είμαστε αυτός που κυρίως δεν
βλέπει»: «το υποκείμενο δε βλέπει πού αυτό οδηγεί, ακολουθεί… δεν μπορεί σε
καμιά περίπτωση να συλλάβει τον εαυτό του μέσα στο όνειρο με τον τρόπο που,
μέσα στο καρτεσιανό cogito, τον
συλλαμβάνει σα σκέψη». Ο Λακάν συνεχίζει λέγοντας: «’Ετσι, όταν
ο Τσουάγκ Τσέου είναι πεταλούδα, δεν του έρχεται στο νου να
αναρωτηθεί αν, όταν είναι ο Τσουάγκ Τσέου ξύπνιος, δεν είναι η
πεταλούδα που ονειρεύεται πως είναι. Γιατί καθώς ονειρεύεται ότι είναι
πεταλούδα… είναι πεταλούδα αιχμαλωτισμένη, αλλά λάφυρο κανενός, γιατί, μέσα
στο όνειρο, δεν είναι πεταλούδα για κανέναν. Όταν είναι ξύπνιος, είναι
ο Τσουάγκ Τσέου για τους άλλους, και είναι πιασμένος στο δίχτυ για
πεταλούδες». Δες Λακαν Το σεμινάριο βιβλίο ΧΙ: οι τέσσερις θεμελιακές έννοιες
της ψυχανάλυσης, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1982 σελ 103 και 104.

Ο Κεφάλας στο
ποίημα «Γραφή» της συλλογής «Τα μνήστρα της αβύσσου» (2003) έγραψε το στίχο:
«Αυτήν τη λέξη εγώ την έγραψα ή μήπως μια απορημένη λέξη είμαι κι εγώ που
μυστικά την έγραψε ένας άλλος;» και στα “Λιλιπούτεια” στο ποίημα “Σκεπτικισμός”
: “Δεν ξέρω αν ήρθα ή αν έφυγα/ Ωστόσο βλέπω τα πόδια μου/ Στον δρόμο/ Όσοι
με βλέπετε στην εικόνα/ Τι λέτε επ’ αυτού;/ Έρχομαι ή φεύγω;
” (σελ 148)

(5) Alain Montandon, Les formes brèves,
Hachette 1994

(6) Ηλίας
Κεφάλας, “Τα Λιλιπούτεια”, εκδ Γαβριηλίδης, Αθήνα 2015, στίχος από το ποίημα
“Ανοιχτό βιβλίο”, σ. 10

(7) Βαγγέλης
Αθανασόπουλος, Το ποιητικό τοπίο του ελληνικού 19ου και 20ου αιώνα,
εκδ Καστανιώτης 1995

(8) Στην
ερώτηση της Έφης Δούλη πόσο επηρέασε ο γενέθλιος τόπος την έμπνευση του ποιητή, ο
Ηλίας Κεφάλας απάντησε: “Σίγουρα το μικροπεριβάλλον, που καθορίζει την
ηλικιακή ωρίμανση του κάθε ανθρώπου, επιδρά καταλυτικά στη διαμόρφωση του
χαρακτήρα του και του εν γένει συναισθηματισμού του. Το περιβάλλον στην
περίπτωση τη δική μου ήταν μία μικρή αγροτική οικογένεια του συνεχούς μόχθου,
που τη διαπερνούσε δυναμικά ένα αίσθημα ανυποχώρητης αξιοπρέπειας και
τιμιότητας, σε συνδυασμό με τον περιορισμένο κόσμο τού μικρού χωριού, που
διέθετε αρετές ακέραιας συνύπαρξης. Αυτά με σημάδεψαν για όλη μου τη ζωή.
Φανταστείτε τις δράσεις αυτές τοποθετημένες στον ανοιχτό ορίζοντα και να
αλληλοεπηρεάζονται ανεπαίσθητα από τις φυσικές μεταβολές. Αυτό υπήρξε μάθημα
για μένα. Έτσι κάθε πλοκή και κάθε προβληματισμός τής ποίησής μου τοποθετείται
μέσα στην πολύφυλλη φύση, για να υπονοούνται όλες οι μεταβολές σαν μέρος της
φύσης και σαν απόλυτα φυσικό επακόλουθο. Γι’ αυτό και ο κάθε ποιητής εμπνέεται
όχι τόσο από τον κόσμο που τον περιβάλλει, αλλά από τον κόσμο που έχει
διαμορφώσει μέσα του και τον κουβαλά μαζί του κάθε στιγμή.”

Επίσης είναι
αξιοπρόσεκτη η εναρκτική ποιητική δήλωση στα “Λιλιπούτεια” προς την
ποίηση-φύση «Χαίρε ω καμπυλόγραμμη / Υψιπετώ μαζί σου και φλέγομαι / Επειδή
δεν αφήνεις να σβήσει καμία πνοή
» (σελ. 8)

(9) Lilian Furst, Η προοπτική του ρομαντισμού, Μια
συγκριτική μελέτη των ρομαντικών κινημάτων στην Αγγλία, τη Γαλλία και τη
Γερμανία, εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα 2001 σελ 121-122

(10) Οδυσσέας
Ελύτης, Ανοιχτά Χαρτιά, Ίκαρος, Αθήνα 1987, σ. 140

(11) Αναστάσης
Βιστωνίτης, Ζαν Μποντριγιάρ – η απουσία του ποιητή της γοητείας (και της
ειρωνείας), Το ΒΗΜΑ, 08/03/2007 

(12) Το
ανοίκειο εδώ δεν χρησιμοποιείται όπως το ορίζει στην ψυχανάλυση ο Φρόυντ
: «το ανοίκειο είναι μια μορφή του τρομακτικού, η οποία ανάγεται σε κάτι
παλαιόθεν γνωστό και οικείο». Δες στο Σίγκμουντ Φρόιντ, Το ανοίκειο, εκδ.
Πλέθρον, Αθήνα 2009

(13) Jean Francois Lyotard, “Discours, figure”, Klincksieck Paris 1971

(14) Octavio Paz, Η αναζήτηση της αρχής. Δοκίμια για τον
υπερρεαλισμό. Ηριδανός Αθήνα 1983, σ. 66

(15) Novalis, Romantische Welt: Die Fragmente, σ. 292

             
                     
                     
                     
                     
                     
      
 Λάρισα 15-6-2015