Γκιακ σημαίνει
“αφηγούμαι μια εμπειρία”
Το κείμενο εκφωνήθηκε στην
παρουσίαση του βιβλίου Γκιακ του Δημοσθένη Παπαμάρκου και των εκδόσεων
Αντίποδες στη Λάρισα στις 14 Μαρτίου 2015.
Ελένη Τσαντίλη
Το Γκιακ είναι ένα βιβλίο που περιλαμβάνει
οκτώ διηγήματα και μια παραλογή (και ξεκινάω με αυτή), δηλαδή μια έμμετρη
ιστορία γραμμένη σε στίχους, και συχνά, όπως κι εδώ, σε δεκαπεντασύλλαβους.
Πρόκειται για ένα αφηγηματικό ποίημα που προέρχεται από τη δημοτική παράδοση
και χαρακτηρίζεται από το έντονο φανταστικό στοιχείο και πολλές φορές την
απόκοσμη ατμόσφαιρά του. Στο Γκιακ, αυτή η σύγχρονη παραλογή εντάσσεται
μάλιστα στον κύκλο των παραλογών του “Νεκρού Αδελφού” που τον συναντάμε σε
ολόκληρο τον βαλκανικό χώρο. Υπάρχει μάλιστα η Ανθολογία βαλκανικής ποίησης,
μια έκδοση των Φίλων του περιοδικού Αντί, η οποία περιλαμβάνει την εν λόγω
παραλογή σε όλες τις εκδοχές ανά βαλκανική χώρα. Οι όποιες ομοιότητες και
διαφορές από τόπο σε τόπο υποδεικνύουν την εύκολη ανταλλαγή και διάδοση
λογοτεχνικών στοιχείων το οποίο μπορεί να οφείλεται και στην προφορική παράδοση
των παραλογών, καθώς μην ξεχνάμε ότι πρόκειται για τραγούδια. Λέμε π.χ. Το
τραγούδι του νεκρού αδελφού. Με την ίδια συλλογιστική υπενθυμίζουμε
ότι και τα ομηρικά έπη έχουν συντεθεί μέσα από μια αρχικά προφορική παράδοση.
Τα είδη αυτά, είτε πρόκειται για αρχαία έπη, είτε ακόμη για μεσαιωνικές
μυθιστορίες και δημοτικές παραλογές μας θυμίζουν, όσον αφορά την καταγωγή της
λογοτεχνίας, ότι αυτήν, πρώτα τη μιλάμε και την τραγουδάμε, κι ύστερα την
γράφουμε ή την καταγράφουμε. Με αφορμή λοιπόν αυτή την παραλογή που συναντάμε
στο Γκιακ και που ο κ. Παπαμάρκος επικαιροποιεί και εκμοντερνίζει ως μέρος ενός
ευρύτερου συνόλου, πιστεύουμε ότι τονίζει μέσα στη συλλογή διηγημάτων το
κυριότερο και δομικό της χαρακτηριστικό που είναι η προφορικότητα της αφήγησης.
Με αυτό το βιβλίο δεν διαβάζουμε τόσο, όσο ακούμε. Πριν από λίγο είπαμε για μια
λογοτεχνία που την γράφουμε ή την καταγράφουμε. Η διαφορά μεταξύ των δύο είναι
λεπτή όμως σημαντική διότι η μία, η καταγραφή, έχει αρχειακό χαρακτήρα, ενώ η
άλλη η γραφή έχει δημιουργικό, πρωτότυπο χαρακτήρα. Με την καταγραφή
οδηγούμαστε σε μια ηθογραφία, συχνά στατική ως προς το παρελθόν και το παρόν
που αυτή καταγράφει. Αν όμως την αποφύγουμε τότε η γλώσσα δεν καταγράφει ήθη ή
έθιμα αλλά γίνεται δυναμική ως προς το παρελθόν ή το παρόν για το οποίο μιλάει,
χωρίς να είναι απλά και μόνο το μέσο. Στο Γκιακ συμβαίνει ακριβώς αυτό,
ακούμε την ομιλουμένη γλώσσα της επαρχίας (και μάλιστα εμπλουτισμένη με
αρβανίτικες φράσεις). Η ίδια η γλώσσα αποτυπώνει τον ρεαλισμό που χαρακτηρίζει
τα διηγήματα κι όχι τόσο το story/ιστορία. Η προφορικότητα λοιπόν και η
γλωσσική ακρίβεια δημιουργεί τη ρεαλιστική ατμόσφαιρα των οκτώ διηγημάτων του
Γκιακ. Και αυτό, ο ρεαλισμός, είναι το δεύτερο δομικό στοιχείο του Γκιακ
που απορρεεί από το πρώτο μέσω της γλώσσας.
Πιο
συγκεκριμένα, σε όλα τα διηγήματα υπάρχει ένας κεντρικός αφηγητής που αφηγείται
μια ιστορία, δική του, ή κάποιου άλλου που κι αυτός την άκουσε από αλλού και τη
μετέφερε με τη σειρά του σε τρίτους. Μαζί με τον αφηγητή υπάρχει πάντα κι ένας
ακροατής τον οποίο δεν ακούμε εμείς ποτέ, ωστόσο καταλαβαίνουμε με ενδείξεις
του κειμένου ότι υπάρχει κι όχι μόνο ότι υπάρχει αλλά ενίοτε κι ότι συζητά με
τον αφηγητή, ασχέτως αν εμείς δεν τον “ακούμε” να μιλάει. Αλλά πέρα από το
κεντρικό κάθε φορά δίδυμο αφηγητή-ακροατή υπάρχει γενικά ένα ολόκληρο πλέγμα
από αφηγητές και ακροατές που είναι παρόντες είτε μέσω παρελθοντικών αφηγήσεων
είτε μέσω τωρινών. Ο συνδετικός κρίκος όλων αυτών των αφηγητών είναι πρώτον η
αρβανίτικη καταγωγή τους και δεύτερον η εμπειρία τους από τη μικρασιατική
εκστρατεία. Σχετικά με το πρώτο δεν συναντάμε συχνά Αρβανίτες πρωταγωνιστές σε
λογοτεχνικά έργα. Εδώ όμως ο κ.Παπαμάρκος τους φέρνει στο προσκήνιο και μάλιστα
χωρίς να εθνικοποιεί την παρουσία τους στον ελλαδικό χώρο, αλλά παρουσιάζοντας
καθημερινούς ανθρώπους που ζουν στα χωριά τους και έχουν το δικό τους εθιμικό
δίκαιο. Και μιας που λέμε για εθιμικό δίκαιο, το Γκιακ σημαίνει αίμα στα
αρβανίτικα και σύμφωνα με τη σημείωση που μας δίνει ο ίδιος ο κ. Παπαμάρκος
μέσα στο βιβλίο, συνεκδοχικά εκτός από αίμα σημαίνει και βεντέτα. Κι ακόμη και
σήμερα συναντάμε βεντέτες στη σύγχρονη Αλβανία. Την κουλτούρα του αίματος
ωστόσο οι αφηγητές όχι μόνο την έχουν εξαιτίας της δομής της κοινωνίας αλλά τη
φέρνουν και από τον πόλεμο, εκεί όπου τα εγκλήματα όσο αποσιωπούνται,
συγχωρούνται. Ωστόσο τα πρόσωπα των ιστοριών κουβαλούν αυτό το αίμα ως φόρο
στην μετά τον πόλεμο ζωή τους και προσπαθούν να τον διαχειριστούν στην ειρηνική
φαινομενικά κοινωνία. Οι άνθρωποι αυτοί δεν μιλούν για τις εμπειρίες τους. Όταν
το κάνουν έχουν καταστροφικές συνέπειες, όπως π.χ. συμβαίνει στο διήγημα
“Νόκερ”, ή άλλες φορές η αφήγηση μοιάζει λυτρωτική, γίνεται περισσότερο
εξομολόγηση, όπως π.χ. στα διηγήματα “Γυάλινο μάτι” και “Ήρθε ο καιρός να φύγουμε”.
Παρακολουθούμε την αφήγηση σε όλο της το φάσμα: εξιστόρηση, κουτσομπολιό,
πληροφορία, εξομολόγηση, ανάκριση-απειλή και κατάθεση (π.χ. στον “Αρραβώνα”).
Κι όλα μοιάζουν αληθινά όσο πιστή μπορεί να είναι μια ιστορία που ακούμε από
κάποιον. Αληθινά όχι για την ιστορία που ακούμε αλλά για την αλήθεια της
γλώσσας με την οποία λέγονται. Κι εδώ η γλώσσα είναι ζωντανή, προφορική και
δίνει όγκο στις ιστορίες. Όγκο χρόνου και χώρου. Από τα αρβανιτοχώρια της
Φθιώτιδας μέχρι τη Μικρά Ασία αλλά και την Αμερική, από το 1922 έως την
μεταπολεμική Ελλάδα. Είναι όμως χαρακτηριστικό ότι μιλάμε για ιστορίες που θα
μπορούσαν να συμβούν οπουδήποτε, οποτεδήποτε και σε οποιονδήποτε. Γι’αυτό
εξάλλου και η μικρασιατική περιπέτεια υπάρχει μέσα στα διηγήματα περισσότερο ως
φόντο, θα μπορούσαμε να μιλάμε για έναν οποιονδήποτε πόλεμο. Κι εδώ ο κ.
Παπαμάρκος αποδομεί την κλασική λογοτεχνική εικόνα που έχουμε για τον
μικρασιατικό πόλεμο. Βάζοντάς τον στο παρασκήνιο αποφεύγει τη μαρτυρία και την
καταγραφή των γεγονότων, όπως συμβαίνει με άλλα πεζογραφικά έργα που συνήθως
έχουν τη μικρασία ως θέμα. Εδώ ευφυώς ο κ. Παπαμάρκος αποστασιοποιείται και
αφήνει τους πρωταγωνιστές να μιλήσουν χωρίς μεσολάβηση και τυχόν κάποια
ερμηνεία από τον συγγραφέα. Έτσι οικουμενικοποιεί τον πόλεμο και τα δεινά του,
αφήνοντας τους πρωταγωνιστές του να δέχονται αναντίρρητα να συμμετάσχουν σε
έναν πόλεμο που δεν είναι δικός τους. Αυτό που μετράει στην εμπειρία του
πολέμου είναι το πώς θα τη διαχειριστούν οι τέως στρατιώτες στην μετέπειτα ζωή
τους. Έχουν πάθει ένα πολιτισμικό σοκ. Διαβάζουμε στη σελ. 72: “πήγαμε κείθε,
μου λέει [εννοεί στη Σμύρνη], κι είχανε παλάτια και γυρνάγανε οι άνθρωποι με
κουστούμια και φορέματα, κι άμα γυρίσαμε μεις πίσω στο χωριό, τα κορίτσια μας
τα βρήκαμε ακόμα με τα σιγκούνια”. Η αφήγηση λοιπόν δείχνει μονίμως κίνηση
χωροχρονική που επηρεάζει το πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται κάθε
φορά οι ήρωες.
Ο
συγγραφέας δεν παραθέτει ρεαλιστικές πληροφορίες αλλά διηγείται με ρεαλισμό.
Υπάρχει βέβαια μια μεγάλη παράδοση στο ελληνικό διήγημα και μυθιστόρημα, όπου η
γλώσσα δίνει τον ρεαλιστικό τόνο, κι είναι παράδοξο που η κριτική έχει αποφύγει
να καθιερώσει ένα νεορεαλιστικό ρεύμα για τη μεταπολεμική κυρίως λογοτεχνία.
Βέβαια και ο λογοτεχνικός νεορεαλισμός μπορεί να είναι ασαφής όμως όσον αφορά
την απόδοση της προφορικής γλώσσας θα μπορούσε να συζητηθεί ως ενδεχόμενο.
Πολλές κριτικές για το Γκιακ έχουν μέχρι στιγμής εντοπίσει μια κοινή,
από άποψη γλώσσας, συνισταμένη με έργα όπως π.χ. Το συναξάρι του Ανδρέα
Κορδοπάτη του Θανάση Βαλτινού. Μιλάμε πάντα για μια δωρική αφήγηση η οποία
δίνει φωνή σε αυτόν που δεν βλέπουμε διότι συνήθως είναι ανώνυμος, καθημερινός
άνθρωπος αλλά που οι εμπειρίες του καθορίζουν τη δική του ζωή αλλά και των γύρω
του. Τελειώνοντας, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, αυτός ο φιλόσοφος της σχολής της
Φρανκφούρτης, είχε γράψει ένα δοκίμιο με τίτλο ο Αφηγητής, προκειμένου
να σχολιάσει το έργο ενός Ρώσσου διηγηματογράφου, του Νικολάι Λεσκόφ. Αυτό το
δοκίμιο κριτικής αποτελεί κι ένα εξαιρετικό θεωρητικό κείμενο για τη φύση του
διηγήματος. Σε αυτό λοιπόν γράφει ο Μπένγιαμιν και κλείνω με τα λόγια του ότι
“η αφήγηση είναι η δυνατότητα να ανταλάσσουμε εμπειρίες”. Στο Γκιακ
ξεδιπλώνεται ακριβώς αυτή η πτυχή, η ικανότητα της ομιλίας να μεταδίδει μια
βιωμένη εμπειρία και να διαμορφώνει μια καινούρια.