Ο Λεβιάθαν, αναφέρει η Βιβλική
παράδοση, είναι ο δαίμονας της ζηλοφθονίας. Ένα από τα εφτά θανάσιμα
αμαρτήματα, όπως τουλάχιστον τα εισήγαγε ο Πάπας Γρηγόριος Α’ κάπου στα τέλη
του 6ου αιώνα στο έργο του Magna Moralia.
Και ακόμα προσπαθώ να καταλάβω τι το
ιδιαίτερο βρήκαν κοινό και κριτικοί στο τελευταίο δημιούργημα του Ζβιάγκιντσεφ με
τον ομώνυμο δαιμονικό τίτλο. Η ταινία, πέραν της σχέσης της
τοπικής εξουσίας με τον φτωχομεσαίο Κόλια και την παρατυπία του δικηγόρου
Ντιμίτρι να ατιμάσει τη φιλία τους, πηγαίνοντας με τη γυναίκα του Κόλια,
σκιαγραφεί μια ζωή βουτηγμένη στο οινόπνευμα, τις καταχρήσεις και την πνιγερή
ανία των κατοίκων μιας ρωσικής επαρχίας του βορρά. Μέχρι εδώ καλά.
Κοινωνιολογικά, τουλάχιστον. Αυτές οι συσχετίσεις με βιβλικές αναφορές, Ιώβ και
υπαρξιακά αδιέξοδα τύπου Ταρκόφσκι γιατί να προκύψουν;
Σίγουρα η
κοινωνικοπολιτική νύξη του σκηνοθέτη, το άτυπο ταξικό αίσθημα δικαίου έναντι
στους σκληρούς τεχνοκράτες και άξεστους καταπατητές της ανθρώπινης αξιοπρέπειας
είναι διάχυτο σ’ ολόκληρη την ταινία. Σίγουρα βρίσκεις κάτι αξιόλογο στην
ωμότητα ορισμένων σκηνών, αλλά η κοινότοπη θεματολογία, οι όχι ιδιαίτεροι
διάλογοι ακόμα και η σκηνοθεσία δεν είναι επάξια των αποθεωτικών σχολίων και
κριτικών που ακολούθησαν, πόσο μάλλον για Όσκαρ ξενόγλωσσης.
Δεν είναι ότι ο θεατής αναζητά να
εντυπωσιαστεί κατ’ ανάγκη από το δημιούργημα. Να του πει κάτι άλλο, αναζητά, με
άλλα λόγια και εικόνες από όσα ίσως ήδη ξέρει, αισθάνεται ή έχει βιώσει κάπως
κάποτε στο πετσί το. Κάποια στιγμή, μάλιστα, έπεσαν οι τίτλοι τέλους και βγήκα
νυσταγμένος από την αίθουσα. Μέρες μετά, έμεινα με την απορία: η ζηλοφθονία που
είχε φωλιάσει στην ταινία;