Βλέποντας προ εβδομάδων το τρέιλερ μπορεί και να είπα ότι ίσως τη δω αυτή τη ταινία. Όταν έβγαλα εισιτήριο και έκατσα στην αναπαυτική πολυθρόνα του μούλτιπλεξ, κάτι μέσα μου έλεγε ότι δεν διάλεξα και τον καλύτερο τρόπο να περάσω το σαββατόβραδο. Το προαίσθημά μου επιβεβαιώθηκε από τις πρώτες κιόλας σκηνές: μία ακόμα νερουλή βρετανική ταινία.

Στο πρώτο μισάωρο η ανία μου χτύπησε κόκκινο. Αδιάφορη σκηνοθεσία -εκτός κάποιων μετρημένων σκηνοθετικών λεπτομερειών-, ακραίες εναλλαγές κοντράστ και χρώματος σε ορισμένες σεκάνς, ανούσια μουσική επένδυση, αδιάφορο κάστινγκ -ακόμα αναρωτιέμαι αν μου ‘πε κάτι η ερμηνεία του Έντι Ρεντμέιν- και κάποιες καθόλου απαραίτητες -πλην σύντομες- εφετζίδικες υπερρεαλιστικές σκηνές. Πολύ σύντομη και αρκετά θολή αναφορά στα τόσο αιρετικά και γι’ αυτό σημαντικά επιστημονικά πορίσματα του Χόκινγκ.

Στα θετικά, εντυπωσιασμένος από τη γοητεία του νεαρού μουσικού της εκκλησιαστικής χορωδίας (Charlie Cox) που κατέληξε εν τέλει με τη σύζυγο του ήρωα. Σημαντικό που μεταφέρει άμεσα τα βασικότερα βιογραφικά σημεία του μεγάλου επιστήμονα, ιδιαίτερα σε ανθρώπους -σαν του λόγου μου- που δεν γνώριζαν σχεδόν τίποτα για τη ζωή του.

Εν κατακλείδι, κάποιοι θεατές φαίνεται να είχαν έτοιμο το δάκρυ από πριν. Το ‘χαν αποφασίσει. Εφοδιάστηκαν με χαρτομάντιλα και ντορίτος. Μία μασούσαν τα τραγανιστά τριγωνάκια, μία φυσούσαν μυτούλα στο χαρτί. Τελικά, η ζωή και τα επιτεύγματα του μεγάλου Στίβεν Χόκινγκ να μην χωρούν σε μία δίωρη και μάλιστα βρετανική μελοδραματική βιογραφική ταινία. Ηθικό δίδαγμα: ν’ ακούω καλύτερα το μέσα μου πριν περιμένω με τις ώρες στην ουρά του γκισέ για ένα τρεϊλερικό πυροτέχνημα βρετανικής κοπής.