Ήταν Σάββατο 21η Μαρτίου 2043 που αποκεφάλισαν τον
ποιητή.

Ο αποκεφαλισμός είχε οριστεί για τις εννέα το πρωί. Μαζί
με δύο φίλους πήγαμε στο σημείο της εκτέλεσης, στην πλατεία Κοτζιά, κάνα
τέταρτο νωρίτερα.

Στη μέση της πλατείας από το προηγούμενο βράδυ είχε
στηθεί το ικρίωμα, μια πρόχειρη, άβαφη κατασκευή ύψους δυόμισι μέτρων. Στην
κορυφή του πλαισίου βρίσκονταν η λεπίδα· γυάλιζε κάτω από τον λαμπερό ήλιο.  

Ήταν Σαρακοστή. Πολύ σπάνια γίνονται εκτελέσεις τη
Σαρακοστή. Όμως κρίθηκε σκόπιμο να τον εκτελέσουν για παραδειγματισμό.

Διακόσιοι οπλισμένοι στρατιώτες σε στάση ανάπαυσης
έστεκαν περιμετρικά της λαιμητόμου.

Η ώρα πήγε δέκα και τίποτα δεν είχε συμβεί. Από στόμα σε
στόμα διαδόθηκε η φήμη ότι ο ποιητής αρνούνταν να εξομολογηθεί, γι’ αυτό και η
καθυστέρηση.

Ξαφνικά από τα μεγάφωνα ήχησαν τρομπέτες. Οι στρατιώτες
στάθηκαν προσοχή και ο λίγος κόσμος πλησίασε περικυκλώνοντάς τους. Κάποιοι ιερείς
περιέφεραν αργά και πένθιμα μια εικόνα του Εσταυρωμένου γύρω από το ικρίωμα.

Ο ποιητής εμφανίστηκε στην εξέδρα ξυπόλητος και με τα
χέρια δεμένα. Ήταν γύρω στα είκοσι πέντε, με πρόσωπο χλωμό και καστανά μακριά
μαλλιά.

Γονάτισε αμέσως κάτω από τη λεπίδα. Από κάτω υπήρχε ένα
κουτί από χαρτόνι, μέσα στο οποίο κύλησε την επόμενη στιγμή το κεφάλι του.

Πετάχτηκε μπόλικο αίμα τριγύρω.

Μετά από λίγο ο δήμιος, κρατώντας το κεφάλι του ποιητή,
έκανε το γύρο της εξέδρας δείχνοντάς το στο πλήθος. Όλοι μας παρακολουθούσαμε
αμίλητοι. Έπειτα το κάρφωσε σ’ έναν όρθιο πάσσαλο στην μπροστινή πλευρά.

Κανένας δεν αισθάνθηκε το παραμικρό. Δεν υπήρξε καμιά έκφραση
αηδίας, οίκτου ή λύπης.

Λίγο μετά απομάκρυναν το πτώμα, καθάρισαν τη λεπίδα και
ξέστησαν το ικρίωμα.

Η παράσταση έλαβε τέλος.

Έστριψα ένα τσιγάρο.

       (βασίζεται στο Δημόσιος αποκεφαλισμός στη Ρώμη,
του Charles Dickens,

από το Pictures from Italy, μετ. Γιάννης Παλαβός,

 Το Δέντρο, τχ. 197-198, Μάιος 2014)