Ι. Στέκουν κάτω απ΄τα μπαλκόνια, πετούν
όλες τις χάντρες του κόσμου στα πόδια της. Κάτω απ΄το φουστάνι της ξεσπούν
παιδικές βροχές και όλοι οι αρχαϊκοί κύκνοι χάνονται μεμιάς. Τα παλιά ποτάμια
που κυλούν ακόμα, το κορίτσι που προσεύχεται για τις ψυχές των εραστών καθώς αυτοί
βαδίζουν γελαστοί ως το μουσείο του χαλκού και έπειτα χάνονται μες στις στοές
των μεγάλων πόλεων. Στην Αθήνα, την Βηρυττό, τη Ρώμη και την ποιητική
Αντιόχεια.

Οι δουλειές αυτών των νεαρών αντρών αφορούν
τ΄ασφυκτικά εμπορικά που ΄χουν λογιών αντικείμενα μ΄αξία αναμνηστική. Μεγάλοι
λαμπτήρες δείχνουν την έξοδο της στοάς. Όταν περνούν στην άλλη πλευρά της
πόλης, οι εραστές αγνώριστοι και γερασμένοι γίνονται αρχιτεκτονικές και
δράματα.

ΙΙ. Στην ελληνιστική στέγη η μητέρα και
εγώ, την ημέρα της ανεξαρτησίας. Αγκαλιασμένοι με τα μικρά φεγγάρια γύρω μας να
δείχνουν το δρόμο στο τέλος ενός ασύλληπτου απογεύματος.

ΙΙΙ. Κάθε Κυριακή απόγονοι των παλαιών, αλεξανδρινών οίκων συρρέουν στην
οδό Αριστοτέλους. Θυμούνται την παιδική φιλολογία και τα τραγούδια απ΄τα τείχη.
Ήσυχα παρακολουθούν τις διαλέξεις, γευματίζουν σκεπτικοί. Τ΄απόγευμα τους
συναντώ θλιμμένους με κόκκινα τα μάτια στα πόδια χαλύβδινων κτισμάτων. Είναι
μικροί χάρτες ετούτοι οι άνθρωποι που αναχωρούν για την Καλλιθέα, το Χαίδάρι,
τον Σκαραμαγκά. Οι πιο τολμηροί τραβούν κατά την Ελευσίνα αψηφώντας τις βροχές
και τις τελετές. Τα σκηνικά είναι χαμηλά έτσι που οι άνθρωποι αυτοί να
ξεχωρίζουν μες στ΄ασαφή όρια του συνοικισμού. Γνωστοί τους χαιρετούν και
εκείνοι γνέφουν εγκάρδια. Είναι όμως περισσότερο μια μυσταγωγία η χειρονομία
τους, μια πράξη που τείνει προς τα μέσα 
το γέλιο τους