Ποιητής
Παρθένα λέξη
δέξου την πίεσή
μου.
Την ποίησή μου.
Ρυτίδες
Έσχισαν το πρόσωπό
μου.
Ενώνω τα κομμάτια.
Με δάκρυα
διαρκείας.
Το Παρελθόν
Το παρελθόν είναι
ένα τρένο.
Φθάνει κατάματα στη
νύχτα σου
σταθμεύει εκεί για
μια αστάθμητη στιγμή –
σχισμή που ανοίγει
κι αναβλύζει ίσκιους
πνοές βιτσιές στου
ταξιδιού το εκκρεμές.
Το παρελθόν είναι
ένα άδειο τρένο.
Φτάνει τη νύχτα σου
στο τέρμα.
Παρτίδα Σκάκι
Διάλεξε ελεύθερα το
πιόνι σου και γίνε
στρατιώτης ήρωας
στην πρώτη τη γραμμή
πύργος ακάθεκτος σε
κάθε επιδρομή
άλογο σε
περισυλλογή πριν απ’ τον καλπασμό σου
αξιωματικός με
αμέτρητα παράσημα στο βιογραφικό σου
Βασίλισσα ακόμα ή
και Βασιλιάς – νικητής θριαμβευτής
σωτήρας της
παρτίδας.
Διάλεξε ελεύθερα το
πιόνι σου και μείνε
να περιμένεις από
Κείνον
την επόμενη, την
κάθε κίνησή σου.
Ακινησία
Ατμόσφαιρά μου
είναι η ακινησία.
Μέσα της ρυθμικά
προσηλωμένη
οξυγονώνομαι γιγαντώνομαι
υψώνομαι
στις πλάτες πάνω
δεκάδων μυρμηγκιών
που αθόρυβα με
σέρνουνε και μαλακά
με πάνε στη φωλιά
τους.
Φυσική Τάξη
Ένα πρωί θα
ξημερώσει βράδυ.
Όσοι προσέλθουνε
πιστοί
γαλήνιοι θ’
αλλάξουνε πλευρό
στον ύπνο θα
στοιβάξουνε τον χθεσινό
κι άλλο μακάριο
ροχαλητό
και ακόμη ένα όνειρο
αληθινό.
Όσοι λιγοστοί
απιστήσουν
– κι ανήμεροι
ξεσηκωθούν –
στην άκρη της
νύχτας θα βαδίσουν
τη νύχτα από την
άκρη της ν’ αναποδογυρίσουν.
(Οι βλάσφημοι, θ’
αμφισβητήσουν
με λόγο και με
πράξη
την φυσική του
κόσμου τάξη).
Στο πρώτο
σκαλί
Ο γέροντας ποιητής
Ευμένης
της νιότης του το
έργο αναζητά.
Γυρνά παλιά
περιοδικά,
ανθολογίες του καιρού,
ποιητικά χαρτιά
νυχτέρια ·
την άκρη του δεν
βρίσκει – ακινητεί
μες στη στιγμή
ξηλώνει και χαλνά
ποιήματα της δόξας
του αρτιμελή και πλήρη
πασχίζει να φτάσει
στην αρχή
να κλείσει στο
μπουμπούκι
που μπρος του κείται
πέταλα
και φύλλα μαδημένα.
Της γυναίκας του
πρωτομάστορα
Στον πρώτο στίχο
ένιωσε το κάλεσμα του Χάρου.
Σαράντα πέντε
μάστοροι κι εξήντα μαθητάδες
σκιές ηχούν στα μάτια
της, σειρήνες στα αυτιά της
το χτίσιμο το
γκρέμισμα σε μία μέσα μέρα
και το πουλί που
κελαηδεί μ’ ανθρωπινή λαλίτσα.
Ο πρωτομάστορας
πλουμίδια δε φορεί, δεν πέφτει
του θανάτου, μονάχα
κοιτά, συνθέτει από ψηλά
τη μπετονιέρα
σύγκορμη ν’ αλέθει τη σιωπή της.