Ἔστι δὲ ἡ ἀναισθησία, ὡς ὅρῳ εἰπεῖν, βραδυτὴς ψυχῆς ἐν λόγοις
καὶ πράξεσιν, ὁ δὲ ἀναίσθητος τοιοῦτός τις, οἷος θεωρῶν ἐν τῷ θεάτρῳ μόνος καταλείπεσθαι
καθεύδων. καὶ πολλὰ φαγὼν καὶ τῆς νυκτὸς ἐπὶ θάκου ἀνιστάμενος <ἀποπλανώμενος>
ὑπὸ κυνὸς τῆς τοῦ γείτονος δηχθῆναι. καὶ λαβών <τι> καὶ ἀποθεὶς αὐτός,
τοῦτο ζητεῖν καὶ μὴ δύνασθαι εὑρεῖν.
Θεόφραστος, Χαρακτήρες,
Αναισθησίας ΙΔ’ (απόσπασμα)
***
Ι.
Κάποιες φορές κρυώνεις. Γίνεσαι ολίγον τι ευάλωτη στην
ευθεία του εδάφους. Άλλοτε μαντεύεις με ευκολία το μέλλον. Καθησυχάζεις τους
οικείους σου με λόγια απλά και κατανοητά, κατάλοιπα ενός θεοκρατικού
παρελθόντος που ρίζωσε μέσα σου και ξεπροβάλουν απ’ το μέτωπο κέρατα και
κλαδιά. Άρπαξε λοιπόν την πρώτη πέτρα που θα βρεις και γράψε επάνω της με σάλιο
τ’ όνομά σου. Αν δεν βρεις κεφάλι ψάξε για τρύπα στον ουρανό.
ΙΙ.
Γυναίκα σαν σωματικός πόνος. Θα ‘σαι στη θέση του συνοδηγού.
Θα σ’ αφήνω να μιλάς μη με πάρει ο ύπνος στο τιμόνι και αργότερα θα σου τρατάρω
ένα καρέλια να πάνε κάτω τα φαρμάκια. Θ’ ανάψεις πρώτη, θ’ ανάψω δεύτερος.
Είναι απλό. Γι’ αρχή μπορείς να πορευτείς με το ψέμα σου. Όσο περνάει ο καιρός
θα βρίσκεις άλλες μεθόδους. Εγώ, κακόμοιρος και πένης με τον σταυρό στον ώμο θα
περιμένω μια μετά θάνατον έκπληξη μπας και σπάσει ποτέ αυτή η γκίνια.