Ο Καββαδίας, ολοκληρώνοντας μια
καριέρα από το 1930 στη θάλασσα, έγραψε το ποίημα καλοκαίρι του 1974 για τη
Θεανώ Σουνά, που είχε γνωρίσει ένα χρόνο πιο πριν. Εδώ ο ποιητής, μία λαϊκή
ψυχή, συναντάται με τις καταβολές του εαυτού του, αγγίζοντας όμως αυτές της
πανανθρώπινης ύπαρξης. Δεν ξέρω αν ο Σεφέρης τής αριστοκρατίας που δεν
καταδεχόταν και πολύ τον Καββαδία έφτασε σε τέτοιο βάθος ποίησης…
Το ποίημα θεωρείται το καλύτερο ερωτικό του Καββαδία, αλλά είναι δραματικό,
θέλει ανθεκτικούς αναγνώστες. Δεν είναι love-story.
Το ίδιο και η μπαλάντα της Μαρίζας Κωχ, κάνει τον ακροατή να αναβιώνει την
αγωνιώδη επίγευση της ζωής τών ναυτικών. Αυτών που γυρεύουν στεριά να πατήσουν,
σύντροφο να περιμένει, πυργόσπιτο να ριζώσουν. Τη ζωή τους, που μόνον
λιβιδινικό ανικανοποίητο δημιουργεί, ψυχικό κατατεμαχισμό, ο Καββαδίας
περιγράφει στην ποίησή του αλλά και στο ποίημα αυτό. Όμως οι τραγικές
εμπειρίες, όλη η Βαβυλωνία ατομικισμού και μοναξιάς, τείνουν εδώ σε ό,τι πιο
ευοίωνο: στη συγκόλληση της ψυχής. Θέλει να βιώσει την πηγή της ζωής, άλλο αν
συνειδητοποιεί τελικά ότι δεν το πετυχαίνει.
Ο ποιητής θέτει τέσσερα ερωτήματα στον εαυτό του, απαντώντας λακωνικά:
Πούθ’ έρχεσαι; Απ’ τη
Βαβυλώνα.
Πού πας; Στο μάτι του Κυκλώνα.
Ποιαν αγαπάς; Κάποια τσιγγάνα.
Πώς τη λένε; Φάτα Μοργκάνα.
Η στροφή αυτή, όγδοη από τις δεκατρείς, χρησιμοποιείται ως ρεφρέν στα
τρία τετράστιχα του τραγουδιού της Μαρίζας Κώχ. Σωστή επιλογή, είναι το κέντρο
βάρους.
Ο κόσμος του ποιήματος είναι αποκλειστικά μεσογειακός: λιμάνια
Μεσογείου, Αιγαίο, Ανατολή. Σημείον εκκινήσεως η Βαβυλώνα, η μυθική -εδώ
υπαρξιακή- πατρίδα από όπου ο ποιητής ξεκινά για άλλη πόλη, τον «Κυκλώνα», να
κατακτήσει τη «Φάτα Μοργκάνα».
Ποια είναι αυτή; Σύμφωνα με έναν μύθο των ναυτικών, όταν περνούσαν από
τα στενά μεταξύ Σικελίας και Ιταλίας, το διάχυτο εκεί φαινόμενο του
αντικατοπτρισμού τούς έφερνε στη φαντασία τη μυθική αυτή γυναίκα. Η μούσα του
Καββαδία είναι τέτοια: αντικατοπτρισμός Άλλης…
Άθελά του αγγίζει ένα πανάρχαιο σύμβολο: Την «Ωραία του Κάστρου». Πολλές
υπήρχαν, μάλιστα μία ζούσε κοντά μας, στα Τέμπη.
Ο διαδομένος θρύλος του «Κάστρου της Ωριάς» μιλά για μία «Ωραία» που
μένει σε ένα φρούριο με απόρθητα τείχη και που προσπαθούν να κατακτήσουν
πολέμαρχοι. Είναι ο μύθος του Λαβύρινθου (σημαίνει κάστρο/κτίσμα, χορό,
λογοτεχνικό έργο), έκφραση του αιώνιου θηλυκού, της Μεγάλης Μητέρας. Τέτοιες
«Ωραίες» ήταν -εκτός της Αριάδνης- η
Ελένη της Τροίας, η Πηνελόπη της Ιθάκης. Για την πρώτη γράφηκε η Ιλιάδα για τη
δεύτερη η Οδύσσεια. Για να φτάσουν σ’αυτές άνδρες περνούσαν διά πυρός…
Πολύ εύστοχα ο Παναγής Λεκατσάς (Ο Λαβύρινθος, Αθήνα 1973) χωρίζει τον
μύθο σε φάσεις: 1. Ένα άπαρτο κάστρο, 2. Μέσα στο κάστρο μια Ωραία, 3.
Προσπάθεια πολεμάρχου να μπει στο κάστρο, 4. Έρωτας της Ωραίας, 5. Πάρσιμο του
κάστρου, 6. Πάρσιμο της Ωραίας…
Ο ποιητής, πολεμιστής -παλιός αντιστασιακός του ΕΑΜ-, είναι έτοιμος να
μεταβεί στο μάτι τού Κυκλώνα. Εξαρχής (1η στροφή) προετοιμάζεται,
μεταλαβαίνοντας από τάσι κουρσάρων… Η Ωραία τσιγγάνα, η μοναδική κάτοικος του
ονειρικού τόπου του, είναι σε μέρος όπου αντί για τείχη έχει τρομακτικούς
ανέμους Κυκλώνα. Τους ελέγχει η Φάτα Μοργκάνα, μαγική μορφή, είπαμε,
αντικατοπτρισμός Άλλης. Της αρχέγονης «Μητέρας» που ελέγχει ζωή και θάνατο: «…
μας γεννά, μας τρέφει, τρέφεται από μας και μας σκοτώνει».
Πως συναντώνται κείμενα με ρίζες τουλάχιστον στη β΄χιλιετία προ Χριστού
με τη νεώτερη λαϊκή παράδοση ή σύγχρονους συγγραφείς της έντεχνης ποίησης;
Ήξερε ο Καββαδίας τον μύθο της «Ωραίας» του Λαβύρινθου, αιώνιο ερωτικό-μητρικό
σύμβολο; Ίσως, εγκυκλοπαιδικά, αλλά αποδεικνύει πως γεννιέται ένα σύγχρονο
ποίημα στη συνέχεια μιας αρχαίας παράδοσης, ψάχνοντας στα σύμβολα της ψυχής,
ακατάλυτα σύμφωνα με τη θεωρία των αρχετύπων τού C.G. Jung.
Η κοινή ανθρώπινη μοίρα τελικά, ο ψυχισμός του ανθρώπου, αποφέρει την
ίδια ουσιαστικά ανάγνωση, σε διάφορες παραλλαγές, σε διάφορες εποχές. Έτσι
εμφανίζονται όμοιες λογοτεχνικές και τελετουργικές παραδόσεις, πάντως
βιωματικές, είτε στο προϊστορικό Αιγαίο είτε στην προκολομβιανή Αμερική είτε
στον σημερινό κόσμο.
Προφανώς τα κοινά πολιτιστικά στοιχεία, οι όμοιες λογοτεχνικές
παραστάσεις, δεν δηλώνουν φυλετική καταγωγή, αρχαιοελληνικές, τευτονικές ή άλλες
ρίζες τόσο ετερογενών πληθυσμών, όπως φαντάζονται διάφοροι νεοταξικοί της
εποχής μας. Μια άλλη ιστορία που πρώτοι εφάρμοσαν οι Ναζί, δημιουργώντας έναν
δικό τους κατά φαντασίαν ζωτικό χώρο από το Θιβέτ ως την Ισλανδία -χώρο
διάδοσης του Λαβύρινθου, που τον έκαναν κι αυτόν δικό τους. Και είδαμε ως που
την έφτασαν…
Μάλλον ο Καββαδίας τους πολέμησε καλύτερα με την ποίηση παρά ένοπλος
στην Αντίσταση. Η όποια «Φάτα Μοργκάνα» είναι περιουσία όλης της ανθρωπότητας,
γιατί ο καθένας μπορεί να τη βρει.
—
Απόσπασμα από την εφημερίδα larissanet