Για το θέατρο την θεατρική πράξη  και την σκηνοθεσία ο λόγος.

Ένα δράμα –πράξη που εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια του θεατή, μια τέχνη που ο θεός της ο Διόνυσος ορίζει μέσα από την υπέρβαση.

Σαν θεός της ξέφρενης ποίησης και της ανευ ορίων απελευθέρωσης των αισθημάτων, μας εξωθεί δια της τέχνης του να βιώσουμε τα όρια μας,να ανιχνεύσουμε τα σύνορα της λύπης μας, της αγάπης μας, του μίσους, της οργής,των αισθημάτων μας.

Η θεατρική πράξη οφείλει να γίνεται  ενας μαγικός καθρέφτης και να αποκαλύπτει  στον θεατή κρυμμένα συναισθήματα,άλλοτε σκοτεινά  και άλλοτε λιγότερο.

Η δραματουργία  και η σκηνοθεσία της διαφέρει από την  μυθιστορηματική γραφή, την τέχνη του κινηματογράφου, ή ακόμη ακόμη και από αυτήν της  ποίησης , οσον αφορά την λειτουργία της συμβολοποίησης ,και με βάση την δυναμική των εργαλείων που διαθέτει (κείμενο-μύθο,κίνηση,ρυθμό,τόνο,μουσική,ανάπτυξη χαρακτήρων),πρέπει να μπορεί να κάνει τον θεατή συμμέτοχο σε μια εμπειρία, οπου ο  ίδιος θα αναγνωρίζει (με όχημα τον ηθοποιό) τον εαυτό του, αλλά και θα τον εξαφανίζει ταυτόχρονα ως άτομο μπροστά στην οικουμενικότητα του νοήματος.

Ετσι το ερώτημα που πάντα παραμένει επίκαιρο είναι το εξής:

Τι είδους εμπειρία προσφέρεται στον θεατή;

Το εκάστοτε θεατρικό έργο, η σκηνική δράση που το δομεί, η ατμόσφαιρα που υποβάλλει και το ύφος της σκηνοθεσίας, εισάγουν τα στοιχεία εκείνα ώστε ο θεατής με όχημα το σώμα του ηθοποιού να απογυμνωθεί από το ατομικό  του  και να βρεθεί μέσα σε μια στοχαστική πνευματικότητα που θα τον κάνει να αναδυθεί και να εμβαπτιστεί εντός ενός άλλου νοήματος πέραν αυτού που ήδη πολύ καλά ασφαλώς κατέχει;

Γιατί τι άλλο θα μπορούσε να είναι η αισθητική αναγκαιότητα της Τέχνης αν όχι η ύπαρξη και η ενσωμάτωση μέσω αυτής, ενός στοχασμού, μιας αποκάλυψης και μιας επανάκτησης μέσα από αυτήν, της άλλης δυνατότητας να υπάρχουμε διευρύνοντας τα όρια της ελευθερίας μας και του αυτοκαθορισμού μας μέσα σε αυτήν;

Ερωτήματα που κάθε φορά οφείλουν να επανέρχονται, ιδιαίτερα τώρα που η πολιτιστική βιομηχανία δεν διστάζει να περιχύσει στα προιόντα της, αισθησιακά ερεθίσματα ,επικυρώνοντας με αυτό τον τρόπο την βαρβαρότητα που εχει κατασταλάξει επι αιώνες «η κοινωνική προσαρμογή» πάνω στα υποκείμενα.

Και εάν και αναγνωρίζουμε την δυσκολία να  ορισθεί επακριβώς το χυδαίο στην τέχνη, η ρευστοποίηση των επιμέρους στοιχείων της εν είδει πολτού, που προσφέρεται πολλές φορές κονσερβαρισμένος υπο μορφή φτηνού συναισθηματισμού, συνηγορεί σε μία συγκατάβαση που επιβεβαιώνει την αλλοτριωμένη παραμορφωμένη συνείδηση  του θεατή και συνιστά  αν μη τι άλλο χυδαιότητα.

Θεατρικά τεχνάσματα μέσω της σκηνοθεσίας, ευκολίες που γαργαλούν τους θεατές χαρίζοντάς τους στιγμές ευδαιμονίας από τη μέση και κάτω, οσο «εντέχνως» κι αν παρουσιάζονται, όχι μόνο δεν σέβονται τον θεατή, αλλά τον προσβάλλουν,τον  ταπεινώνουν ακόμη περισσότερο, επικυρώνοντας με τον τελετουργικό τους χαρακτήρα, όχι αυτό που ο ίδιος θα μπορούσε να είναι, αλλά αυτό που ο ίδιος ως αποτέλεσμα της «κοινωνικής σαρκοφάγου» εχει πια γίνει.