Ο 
Μαντρότοιχος  της φυλακής ήταν
σχεδόν ολόκληρος καλυμμένος από το χιόνι. 
Μέσα Μάρτη και επί δυο μέρες χιόνιζε όσο δεν είχε χιονίσει για δυο
χρόνια. Τα αυτοκίνητα σπανίζανε στο δρόμο.  Μόνο τα φορτηγά που εφοδίαζαν την φυλακή με τα
απαραίτητα για τη λειτουργία της, μπορούσαν να φτάσουν ως εκεί και αυτό αν
είχαν αλυσίδες και στους τέσσερεις τροχούς.   

Το
πηγαινέλα αυτών των αυτοκινήτων, είχε δημιουργήσει  στο χιονισμένο προαύλιο του καταστήματος
κράτησης, ένα διάδρομο πλάτους τριών 
περίπου μέτρων, το οποίο όταν δεν ήταν παγωμένο θα μπορούσε να βαδίσει
ένας άνθρωπος  μετά δυσκολίας. 

Ήταν
οκτώ το πρωί.  Ξαφνικά οι φύλακες των δυο
μπροστινών φυλακίων είδανε να εμφανίζεται από το πουθενά, πραγματικά από το
πουθενά, μια κι εκεί γύρω δεν υπήρχε ούτε κάποιο κτίσμα, ούτε κάποιο όχημα,
ένας μαυροντυμένος, μικρούλης άνθρωπος.  Oοποίος χοροπηδώντας για να προχωρήσει μέσα στο χιόνι που κάλυπτε το δρόμο, με
φανερό κόπο, έφτασε στην αρχή του διαδρόμου και με περισσή δεξιοτεχνία, άρχισε
να βαδίζει σχετικά γρήγορα προς την κεντρική είσοδο της φυλακής.  Οι φύλακες γούρλωσαν ασυναίσθητα  τα μάτια τους και αυτόματα και οι δυο, σαν
συνεννοημένοι  μεταξύ τους, κάλεσαν από
το εσωτερικό τους τηλέφωνο, το κεντρικό εξωτερικό θυρωρείο.

 

Από
σκοπιά Β, είπε ο πρώτος του οποίου η κλήση απαντήθηκε.

Ακούω…

Πλησιάζει
κάποιος στην είσοδο.  Σε λίγο θα τον
πιάσει η κάμερα που έχεις μπροστά σου. Σήμερα δεν έχουμε επισκεπτήρια; Έτσι δεν
είναι, περιμένουμε κάτι άλλο;

Δεν
νομίζω, αλλά  να ρωτήσω παραμέσα καλύτερα
ή μάλλον άσε τον έχω ήδη μπροστά μου θα ρωτήσω τον ίδιο τι θέλει, από το
θυροτηλέφωνο.

Ορίστε.

Καλημέρα·
 είμαι η νέα ψυχολόγος.

Και
τι θέλετε;

Πρέπει
να παρουσιαστώ σήμερα όπως γράφει το χαρτί του υπουργείου που έχω στα χέρια
μου.

Μισό
λεπτό να ενημερώσω, είπε ο θυρωρός και έκλεισε την ανοιχτή γραμμή του με τον
σκοπό, λέγοντάς του: «Ρε  φίλε, έχουμε
καινούρια ψυχολόγο, κλείνω, τα λέμε μετά».

Αφού
έλαβε έγκριση από τον αρχιφύλακα, άνοιξε την πόρτα στην πρωινή επισκέπτρια που
τίναζε πρόχειρα το χιόνι από πάνω της.  Της
υπέδειξε πώς να περάσει από τα ειδικά μηχανήματα ελέγχου και όταν έφτασε κοντά
του, ζήτησε την ταυτότητά της και το έγγραφο του διορισμού της.  Μετά το τέλος της τυπικής αυτής διαδικασίας,
της εξήγησε σύντομα πως θα έφτανε στο γραφείο του διευθυντή, στον οποίο έπρεπε
να παρουσιαστεί.

Μέχρι
εκείνη την στιγμή, ο θυρωρός  είχε κάνει μία
μόνο σκέψη για την καινούρια υπάλληλο, ότι δηλαδή, είχε βάλει το καθήκον πάνω
από την κακοκαιρία, την οποία αψήφησε προκειμένου να είναι συνεπής. Θα μπορούσε
να παρουσιαστεί και μετά από δυο μέρες αν το ήθελε. 

Τώρα
που την έβλεπε από πίσω να προχωράει στο μακρύ διάδρομο, έκανε και μια δεύτερη
σκέψη, που τον γύρισε στην ηλικία των επτά ετών.  Τότε η γιαγιά του, του έλεγε ένα
παραμύθι  για ένα παιδάκι, μικροκαμωμένο
που δεν έτρωγε το φαγητό και όλοι το φωνάζανε, μισοκωλάκι.  Η καινούρια στην κυριολεξία, ήταν σαν το
παιδάκι του παραμυθιού, κοντή, αδύνατη, έδειχνε περισσότερο μικρό παιδί, παρά
για γυναίκα γύρω στα είκοσι επτά, όπως είδε φευγαλέα στην ταυτότητα της. 

Από
τα τηλέφωνα, διηγήθηκε την ιστορία του σε δυο τρεις συναδέλφους του και στην
κλειστή κοινωνία της φυλακής, το παρατσούκλι 
εξαπλώθηκε γρήγορα και από την 
πρώτη μέρα της, όλοι ανεξαιρέτως κρυφά από αυτήν, την αποκαλούσαν το
Μισοκωλάκι (!)  Μερικοί μάλιστα ξεχνούσαν και το πραγματικό
της όνομα.

      Η ψυχολόγος εγκαταστάθηκε σ’ ένα μικρό
γραφείο, πρώην αποθήκη.  Μετακίνησε το γραφείο,
κοντά στο μικρό παράθυρο.  Τον πρώτο μήνα
της δουλειάς της, δεν έκανε τίποτα άλλο από το να πηγαίνει στην φυλακή κάθε
πρωί και να φεύγει το μεσημέρι, πίνοντας ενδιάμεσα καφέδες και διαβάζοντας
εφημερίδες.  Δεν ήταν ότι δεν ήθελε να
κάνει τίποτα, απλά δεν της ζητήθηκε ποτέ κάτι, ούτε της δόθηκε κάποια
αρμοδιότητα.  Οι ιθύνοντες  είχαν αποθέσει στο γραφείο της, κάποιους φακέλους
 κάποιων κρατουμένων, για μελέτη και
τίποτα άλλο.  Τους αρκούσε το γεγονός να
λένε πως στο κατάστημά τους, έχουν και ψυχολόγο.

Ζητούσε
καιρό τώρα μια δεύτερη καρέκλα για να μπορέσει να δεχτεί κάποιον, τον οποιοδήποτε
που χρειαζόταν την στήριξή της, αλλά δεν της έφερναν, ούτε καρέκλα, ούτε
κάποιον κρατούμενο.  Σαράντα μέρες άντεξε
η νεαρή επιστήμων, κάποια στιγμή όμως εισέβαλε ακάλεστη και χωρίς να χτυπήσει
την πόρτα στο γραφείο του διευθυντή, 
στάθηκε απέναντί του και ακολούθησε ο εξής διάλογος.

«Κύριε
διευθυντά, τι υποτίθεται ότι κάνω εγώ εδώ;»

«Τι
εννοείται, της απάντησε».

«Ξέρετε,
πληρώνομε για να ασκώ κάποιο συγκεκριμένο λειτούργημα κι εγώ δεν κάνω τίποτα».

«Μα
γιατί δεν κάνετε;»

«Επειδή
σαν προϊστάμενος δεν μου δώσατε κάποιες εντολές, ούτε και με διαφωτίσατε για
την λειτουργία της φυλακής και πιστεύω, ότι ούτε οι κρατούμενοι γνωρίζουν την
ύπαρξή μου και τον ρόλο μου και για ποια προβλήματα μπορούν να απευθύνονται σε
εμένα. »

Ο
διευθυντής την κοίταξε κάπως μουτρωμένα, κάτω από τα μυωπικά του γυαλιά και ήδη
τον είχε πιάσει ανατριχίλα, σκεπτόμενος πως θα είχαν έναν ακόμη πρόσχημα οι
κρατούμενοι, για να κυκλοφορούν πέρα δώθε στην φυλακή του.

Δεν
μπόρεσε όμως να την αγνοήσει και εντελώς, φοβούμενος κάποια αναφορά της στο
υπουργείο.  Για αυτό τις επόμενες μέρες,  βρέθηκε  γρήγορα η καρέκλα, αναρτήθηκε και μια
υποτυπώδης ανακοίνωση στις πτέρυγες της φυλακής.  Βέβαια οι κρατούμενοι, έκαναν  σύγχυση μεταξύ της ψυχολόγου και του
ψυχιάτρου, μια και τον τελευταίο διακαώς επιθυμούσαν να συναντήσουν, για να
τους γράψει υπναγωγά φάρμακα.  Έτσι δειλά
δειλά  στην αρχή, άρχισαν οι πρώτες συνεντεύξεις
και συνεχώς όλο και περισσότεροι εκδήλωναν την επιθυμία να την
επισκεφτούν. 

Χάπια
δεν έπαιρναν, αλλά θες γιατί η κουβέντα μαζί της τους έσπαγε την μονοτονία, θες
γιατί πράγματι η νεαρή κοπέλα μπορούσε να τους προσεγγίσει και να τους
βοηθήσει, άρχισαν να την επισκέπτονται όλο και περισσότεροι.  Κάποιους βέβαια τους εξιτάριζε και τους έφτανε
και μόνο το γεγονός πως θα έβλεπαν μια γυναίκα.

Δημιουργήθηκε
πάντως έστω και με αυτόν τον τρόπο, ένας σταθερός πυρήνας ατόμων στους οποίους
παρείχε ψυχολογική υποστήριξη.  Σ’  αρκετές περιπτώσεις μάλιστα κρατουμένων
υπήρξαν και θεαματικά αποτελέσματα, όπως αλλαγή συμπεριφοράς, προσαρμογή στις
συνθήκες κράτησης, διάθεση για εργασία, το όλο πράγμα ακούστηκε.  Η νεαρή επιστήμων άρχιζε να κερδίζει πόντους
και ίσως και τους πόντους που έλειπαν από το ύψος της.

Ένα
γεγονός  τους εντυπωσίασε περισσότερο όλους.  Κάποιος κρατούμενος που ήταν καιρό στην
φυλακή, βαθιά μπλεγμένος στα βρόχια  της
κατάθλιψης, άρχισε σιγά- σιγά με την βοήθειά της να ξεφεύγει και να αρχίζει να
χαμογελάει, να μιλάει, έστω και ντροπαλά.

      Έκανε την δουλειά της όσο πιο καλά
μπορούσε και τα αποτελέσματα την δικαίωναν. Ήξερε πως μερικοί άνθρωποι,
εθίζονται στην ψυχανάλυση, για αυτό μείωνε τον ρυθμό των εξετάσεων όταν έπρεπε.  Χαιρόταν και αυτή όταν έβλεπε τα θετικά
αποτελέσματα που επέφερε καμιά φορά και μια απλή κουβέντα, μια συζήτηση, χωρίς
πολλές επιστημοσύνες.  Θυμόταν τον πρώτο
ασθενή που δέχτηκε, θυμόταν καλά πως ακούμπησε τα χέρια του στους κροτάφους του
και ένιωσε αυτή  πως το αίμα του θα πεταγόταν
μέσα από τις φλέβες του.  Ένιωσε λες και τον
πόνο του, να έρχεται  κατευθείαν από το
μυαλό του.

Συνέχιζε
την δουλειά της αθόρυβα, τους έκανε φάκελο, τους πέρασε έναν, ένα στον
υπολογιστή, ήξερε πολλά πλέον για αυτούς. 
Εφάρμοσε κάποιους νεωτερισμούς, όπως ομαδικές συνεδρίες. Τα αποτελέσματα
ήταν εξαιρετικά καλά και ποτέ δεν παρουσιάστηκε κανένα απολύτως πρόβλημα.

Έλαμψε
ξαφνικά αυτή η μικρή στο δέρας, σαν αστεράκι ανάμεσα σε όλους.  Τότε χτύπησε ο φθόνος, η ζήλεια.  Η κοινωνική λειτουργός την είδε σαν αντίπαλο,
οι παλιοί υπάλληλοι δεν της συγχωρούσαν τους νεωτερισμούς και τις ομαδικές
συνεδρίες.  Ο διευθυντής πίστευε  πως παράδινε σημασία  στους κρατουμένους και το κλίμα στα ξαφνικά
πάλι άλλαξε.

«Μισός
άνθρωπος και μας ανακάτεψε όλους,  σκέψου να ήτανε και ολόκληρη τι θα
μας

έκανε;»  Έλεγε γελώντας ο προϊστάμενος.

Έπεσαν
οι αναφορές βροχή, το υπουργείο ενημερώθηκε στρεβλά όπως πάντα.  Αυτή η κοπέλα είναι επικίνδυνη, επιχειρεί να
αλλάξει δομές δεκαετιών.  Οι αρμόδιοι
έστειλαν μια πανταχούσα να ελέγξει την κατάσταση, αυτή της επέβαλε να βλέπει
εφεξής ένα άτομο και αν αυτό χρειαζόταν περεταίρω βοήθεια να τον παραπέμπει
στον ψυχίατρο για λήψη φαρμάκων.  Στο
μέλλον για οτιδήποτε σκόπευε να κάνει, θα ενημέρωνε πρώτα αυτήν.

Αυτά
που συμβαίνανε, την κάνανε να βγει γρήγορα από τα παιδικά της ρούχα. Φώναξε,
έκλαψε, έβρισε, προσπάθησε, αλλά στο τέλος ετοίμασε και αυτή μια πανταχούσα
παραίτηση  και την πέταξε στα μούτρα του
διευθυντή.

     Ήταν
ένα καυτό απομεσήμερο του Ιουλίου.  Η
Δέσποινα  Καραχάλιου πέρασε για τελευταία
φορά την κεντρική πύλη της φυλακής και την έκλεισε πίσω της με δύναμη.  Μαζί έκλεισε και το κεφάλαιο φυλακές.  Κάποιος υπάλληλος που πραγματικά την
συμπαθούσε και ήταν από τους λίγους, της έδωσε το χέρι του, την κοίταξε στα
μάτια και της είπε θαρρετά όπως την αποκαλούσαν όλοι:  «Γιατί ρε μισοκωλάκι  φεύγεις; »  Κι εκείνη χωρίς να το σκεφτεί καθόλου
απάντησε: «Για να έρθει ένας με ολόκληρο κώλο να σας χέσει  πατόκορφα». 
Αφήνοντας του το χέρι και βαδίζοντας στον ίδιο διάδρομο που είχε βαδίσει
και την πρώτη φορά, όταν είχε έρθει στην φυλακή·  αλλά αυτήν την φορά αντίστροφα, προς την
έξοδο.  Μόνο που ο διάδρομος τώρα δεν
ήταν παγωμένος, φλόγες έβγαζε και όπως πήγαινε κόντρα στον ήλιο που είχε πάρει
την κατηφόρα για την δύση του, έριχνε πίσω τη σκιά της που αφύσικα συνεχώς
μεγάλωνε.

Όλοι
βλέπανε από τα παράθυρα των γραφείων και από τις σκοπιές, την μεγάλη αυτή σκιά
και απορούσαν πως αυτό το δέμας, ένα τόσο δα πραγματάκι άνθρωπος, έκανε τόση
μεγάλη σκιά.

Δεν
γνώριζαν οι καημένοι, ότι αυτό που βλέπανε, ήτανε ο βαρύς ίσκιος της γνώσης και
της πρωτοπορίας.