PHOTO BY ZACK AHERN

Ήμασταν γεννημένοι ο ένας για τον άλλον. Ακόμα και
ο παπάς στην εκκλησία, αυτό είπε.

 Η Ζωή μου ήταν το πάθος μου κι εγώ το δικό
της.

Μια νύχτα μου πρότεινε να αυτοκτονήσουμε. Συμφώνησα.Ήταν ο μόνος
τρόπος να 

διατηρήσουμε το πάθος
μας.Κάθε βράδυ αναλύαμε το σενάριο του θανάτου μας.
Και 

ξάφνου η Ζωή μου είχε μια ιδέα. Ο θάνατός μας έπρεπε να είναι εξίσου
παθιασμένος

 με τη ζωή μας. Μου ζήτησε να αγοράσω ένα αλυσοπρίονο. Το έκανα γιατί
πάντα 

έκανα ό,τι μου ζητούσε η Ζωή μου.

Αργότερα θεωρήθηκε προμελέτη.

Δεν ξέρω πόσα κομμάτια έκανα τη Ζωή μου. Έπρεπε να
σκοτωθώ κι εγώ μόλις 

σκότωσα τη ζωή μας, όπως της είχα υποσχεθεί άλλωστε. Δεν
το έκανα. Μάλλον

 επειδή έχασα το πάθος μου.

Όμως δεν θεωρώ ζωντανό τον εαυτό μου έκτοτε.

Μπήκα στη φυλακή στα είκοσι-τρία μου κι αντιμετωπίζω
όσα συμβαίνουν εδώ μέσα 

επί τρεις και, δεκαετίες, ως μία πάθηση νομίζω όχι
κληρονομική.


ΟΥΤΕ ΚΑΝ
ΚΑΠΝΟΣ

Άνθρωποι εξαφανίζονται κάθε τρεις και λίγο. Όλοι
τους το υπονοούν προκαταβολικά όμως ποιος τους ακούει; Κανείς δεν θέλει να ζει
στην ανασφάλεια. Είναι ζήτημα
εντροπίας.

Μερικοί εξαφανίζονται για το μελόδραμα να τους ξαναβρούν
και να δουν τον εαυτό τους στα κανάλια. Άλλοι μετακομίζουν σε κάποια ξένη χώρα με διαφορετικό
όνομα.Λιγοστοί αυτοκτονούν.

Υπάρχουν μυριάδες αιτίες για κάθε εξαφάνιση.
Μόνο ο ίδιος ο εξαφανισμένος τις γνωρίζει, αν και όχι όλες.

Εκείνος που μένει πίσω ζει με εικασίες σε βαθμό παράνοιας.

Είναι ζωντανός θάνατος. Χρειάζεται πένθος και τα
παρόμοια.

Όταν η θεία Μαίρη έχασε τον θείο Θωμά ήταν καταρρακωμένη
για έναν χρόνο.

Κατά τον δεύτερο χρόνο ρωτούσε τους πάντες αν ήταν
χωρισμένη ή χήρα. Βλέπετε,ήθελε τα λεφτά του.

Το ξέραμε,αλλά…

Ύστερα εξαφανίστηκε κι εκείνη και δεν ξανακούσαμε
γι’ αυτήν.

Δεν έλειψε σε κανέναν μας. Ήταν κακιά κι έτσι
κάναμε ένα γλέντι.

Ο θείος
Θωμάς ξαναγύρισε μετά από δέκα
χρόνια,παντρεμένος μ’έναν
χοντρό χαρούμενο Αργεντινό που τον
έλεγε«η Μαίριλιν
Μονρόε μου».

Οι αδελφές του θείου Θωμά δεν είπαν λέξη και κάναμε
ένα γλέντι.

ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΥ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ

Όταν πέθανε ο πατέρας πήγα σπίτι και ξεπάγωσα τα πάντα,
τα μαγείρεψα και τα

 έφαγα. Μου πήρε όλη τη νύχτα για να τα φάω και την επόμενη μέρα
να τα ξεράσω κι 

έτσι στη διάρκεια της κηδείας σκεφτόμουν ότι πρέπει να
ξαναγεμίσω το ψυγείο.

Τώρα αναρωτιέμαι τι να κάνω όταν πεθάνει
η μητέρα. Υποθέτω ότι το

καλύτερο είναι να την φάω και να την κηδέψω μόνο με τα
κόκαλά της στο φέρετρο.

Μπούχτισα με το έργο κατάψυξη-απόψυξη.
Δεν είναι καλλιτεχνικό.