Τον πρωτοείδα αρχές του ’80 σε μια
ταινία όπου συμμετείχε, δεν θυμάμαι τον τίτλο της, δουλειά εικοσάρηδων φίλων
μου. Ο ρόλος του ήταν η πραγματικότητά του, εκεί, σ’ ένα ταβερνείο των
Εξαρχείων.

Το 1993 είχα μαθήτριά μου την Έλενα
Γαλανοπούλου, ανιψιά του Θανάση Καστανιώτη. Βούτηξε ένα διήγημά μου και το
έδειξε στον Κωστή. Της είπε να το καταθέσω στο διαγωνισμό του περιοδικού ‘Ρεύματα’
του Ντίνου Σιώτη. Δώδεκα νέοι συγγραφείς βραβευτήκαμε και δημοσιευτήκαμε από
τις εκδόσεις Καστανιώτη. (Η Τέχνη του Γράφειν). Η Έλενα με ενημέρωσε ότι θέλει
να με γνωρίσει και αν έχω να του δώσω να διαβάσει κείμενά μου. Διάβασε τα
διηγήματά μου σε τρεις μέρες. Μου είπε τίμια ότι τα διηγήματα δεν πουλάνε και
αν έχω μυθιστόρημα να του το δώσω. Σε έναν χρόνο είχα όντως μυθιστόρημα. Το
διάβασε και πάλι με αστραπιαία ταχύτητα, έκανε κάποιες διορθώσεις με τη δωρική
του συμπεριφορά, το έδωσε και στον Καστανιώτη που το απέρριψε. Ο ίδιος μου
πρότεινε να το πάω στο Δελφίνι όπου και εκδόθηκε τελικά.

Έκτοτε ο Κωστής ήταν φίλος μου. Συναντιόμασταν
σπάνια όμως ήταν δικός μου άνθρωπος. Στο δεύτερο μυθιστόρημά μου ήταν αυτός που,
σε συνδυασμό με τον Βασίλη Βασιλικό, μου υπέδειξαν ότι το Παρίσι δεν το ήξερα
όσο χρειαζόταν για το βιβλίο μου – κυρίως ο Κωστής που με έπεισε με δυο
κουβέντες να πάω να μείνω στη Γαλλία για να κάνω σωστές διορθώσεις.

Στο τρίτο μου βιβλίο, με κοιτούσε με
εκείνο το μισογελαστό, μισοαγριεμένο ύφος του και ρώτησε: «Καλά εσύ, πού ξέρεις
έτσι την ψυχολογία του άντρα; Και πώς τολμάς να γράψεις τόσο ερωτικά;»

Ήταν και στα μετέπειτα βιβλία μου ο
πρώτος μου αναγνώστης, μαζί με τον Κώστα Παπαγεωργίου αν και τότε δεν
γνωρίζονταν μεταξύ τους. Όταν τον άκουσα να μου διαβάζει απ’ το βιβλίο μου ‘Η
καλύτερη του κόσμου’, όταν μπήκε το δικό του ηχόχρωμα στις λέξεις μου, τα
σχόλιά του, και το, «μην μου ξαναδώσεις τίποτα, θα σε διαβάζω αφού τα εκδίδεις»
ήξερα ότι μου επέτρεπε να γράφω. Και όταν μου είπε ότι τα δύο τελευταία μου
βιβλία δεν είμαι εγώ, επιβεβαίωσα πόσο με νοιαζόταν.

Στα είκοσι χρόνια που τον γνώριζα, τον
συναντούσα σπάνια, όμως ήταν πάντα δίπλα μου. Μου μιλούσε για την οικογένειά
του, για τη Ράνια του, για τον Θανάση τους. Σπανίως μιλούσε για τα
‘βιβλιαράκια’ του, όπως τα έλεγε.

Ο Κωστής ήταν ο άνθρωπος που με έσπρωξε
στο γράψιμο. Ήταν ο άνθρωπος που μου έλεγε πάντα ότι η ζωή έχει μεγαλύτερη αξία
απ’ τις σελίδες. Μου στάθηκε όσο κανείς στη μεγαλύτερη κρίση της ζωής μου.

Τον θυμάμαι να τον μαθαίνουμε κομπιούτερ
με τη Μέρση. Τον θυμάμαι να παίζει πόκα σε μια αυλή. Τον θυμάμαι να γράφει. Τον
θυμάμαι να βρίζει. Να ακούει σκυλάδικα. Να περπατάει απ’ το Μουσείο στον Εθνικό
Κήπο τα πρωινά. Τον θυμάμαι και σε άλλα που δεν θα πω ποτέ και πουθενά.

Τελευταία του εικόνα: Στο σπίτι του,
παραμονή της γιορτής του. Του δωρίζω ένα ουίσκι σε μεταλλικό κουτί, «εις
ανάμνησιν παλαιότερων εποχών». Λέει γελώντας: «Θυμάσαι ακόμα ότι μ’ αρέσουν τα
κουτιά;» Κάθεται οκλαδόν πάνω σε μια κουβέρτα που του έχει στρώσει η Ράνια στο αστραφτερό
σαλόνι και μου δείχνει έγγραφα από την Ελληνική Βουλή. Κάθεται σαν το παιδί.
Ευτυχισμένος.

Έτσι θα τον θυμάμαι και
θα χαμογελάω κι ας κλαίω τώρα. Και θα του χρωστάω πάντα. Σ’ ευχαριστώ, Κωστή